ἐξαμιλλάομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksamillaomai
|Transliteration C=eksamillaomai
|Beta Code=e)camilla/omai
|Beta Code=e)camilla/omai
|Definition=aor. 1 part. [[ἐξαμιλλησάμενος]] and <b class="b3">-ηθείς</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1471</span> (lyr.), <span class="bibl">387</span>: imper. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἐξαμίλλησαι Id.<span class="title">Hyps.Fr.</span>2:—<b class="b2">struggle vehemently:</b> c. acc. cogn., <b class="b3">τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ . . ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς</b> [[having contested]] the chariot-race with him, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>387</span>: abs., ib.<span class="bibl">1471</span>; <b class="b3">διαφόροις ὁδοῖς πρὸς ἓν καὶ ταὐτὸν ἄκρον</b> Constantius in Them.<span class="title">Or.</span>p.22 D. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[drive out of]], ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>431</span>; [[drive out of his wits]], <b class="b3">τινὰ φόβῳ</b> ib.<span class="bibl">38</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> aor. 1 in pass. sense, to [[be rooted out]], of the Cyclops' eye, πυρί <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyc.</span>628</span>.</span>
|Definition=aor. 1 part. [[ἐξαμιλλησάμενος]] and -ηθείς, E.''Hel.''1471 (lyr.), 387: imper.<br><span class="bld">A</span> ἐξαμίλλησαι Id.''Hyps.Fr.''2:—struggle vehemently: c. acc. cogn., <b class="b3">τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ.. ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς</b> [[having contested]] the chariot-race with him, Id.''Hel.''387: abs., ib.1471; <b class="b3">διαφόροις ὁδοῖς πρὸς ἓν καὶ ταὐτὸν ἄκρον</b> Constantius in Them.''Or.''p.22 D.<br><span class="bld">II</span> [[drive out of]], ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''431; [[drive out of his wits]], <b class="b3">τινὰ φόβῳ</b> ib.38.<br><span class="bld">III</span> aor. 1 in pass. sense, to [[be rooted out]], of the Cyclops' eye, πυρί Id.''Cyc.''628.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἐξᾰμιλλάομαι) <b class="num">1</b> intr. [[rivalizar con fuerza]], [[competir hasta el final]] c. ac. int. Εὐμενίδας, αἳ τόνδ' ἐξαμιλλῶνται φόβον Euménides, que rivalizan en (causar) este miedo</i> E.<i>Or</i>.38, c. ac. y dat. de pers. τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς ποτε (tú) que otrora competiste con Enómao en el certamen de cuádrigas</i> E.<i>Hel</i>.387, cf. <i>Hel</i>.1471<br /><b class="num">•</b>c. rég. prep. πρὸς ἓν καὶ ταὐτὸν ἄκρον τῆς εὐδοξίας ... ἐξαμιλλῶνται compiten por llegar a la misma y única cima del reconocimiento público</i> Constantius Imp.<i>Them</i>.19c, cf. Plu.2.593f.<br /><b class="num">2</b> tr. [[lanzar fuera]], [[expulsar]] c. gen. τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; ¿qué ciudadanos te expulsan del país?</i> E.<i>Or</i>.431, fig. ἰδού, πρὸς αἰθέρ' ἐξαμίλλησαι κόρας mira, lanza tus ojos hacia el cielo</i> E.<i>Fr</i>.752c<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἔστ' ἂν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί hasta que la vista del ojo del Cíclope haya sido arrancada por el fuego</i> E.<i>Cyc</i>.628, pero tb. interpr. como 1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] herauskämpfen; τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, der in den Wettkämpfen den Sieg davongetragen hat, Eur. Hel. 387; auch ἐξαμιλλησάμενος, 1471; τίνες ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; wer kämpft, d. i. treibt dich zum Lande hinaus? Or. 431, vgl. 38 ἐξ. τινὰ φόβῳ, herausscheuchen. Dah. ἔστ' ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί, bis das Auge durch Feuer ausgetilgt worden, Eur. Cycl. 628. – In Prosa erst bei Plut., gen. Socr. 23 u. öfter, sich herausarbeiten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0867.png Seite 867]] herauskämpfen; τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, der in den Wettkämpfen den Sieg davongetragen hat, Eur. Hel. 387; auch ἐξαμιλλησάμενος, 1471; τίνες ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; wer kämpft, d. i. treibt dich zum Lande hinaus? Or. 431, vgl. 38 ἐξ. τινὰ φόβῳ, herausscheuchen. Dah. ἔστ' ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί, bis das Auge durch Feuer ausgetilgt worden, Eur. Cycl. 628. – In Prosa erst bei Plut., gen. Socr. 23 u. öfter, sich herausarbeiten.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἐξᾰμιλλάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: μετοχ. ἀόρ. ἐξαμιλλησάμενος καὶ -ηθεὶς Εὐρ. Ἑλ. 1471, 387: β΄ ἑνικ. τοῦ πρκμ. ἐξαμίλλησαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 764: Ἀποθ. Ἀγωνίζομαι σφοδρῶς, [[ἀγωνίζομαι]] ἕως οὗ νικήσω τὸν ἀντίπαλόν μου, μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, ὁ νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἐν τῇ ἁμίλλῃ τῶν τεθρίππων ἁρμάτων, Εὐρ. Ἑλ. 387. ΙΙ. [[ἀποδιώκω]], ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς Εὐρ. Ὀρ. 4. 31· [[κάμνω]] τινὰ νὰ φεύγῃ [[ἔντρομος]] ὡς [[παράφρων]], Εὐμενίδας, αἳ τόνδ’ (τὸν Ὀρέστην) ἐξαμιλλῶνται φόβῳ [[αὐτόθι]] 38. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ μετὰ σημασ. παθητικῆς, καταστρέφομαι ἐντελῶς, περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες... ἔς τ’ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 628· ἀλλ’ ὁ Κόβητος (Var. Lect. σ. 600) διατείνεται ὅτι τὸ σύνθετον δὲν ἔχει τὸν τόπον του [[ἐνταῦθα]] καὶ προτείνει ἀντ’ [[αὐτοῦ]] τὸ ἐξαμαλδυνθῇ, δηλ. ἀφανισθῇ.
|btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[rivaliser avec]] : τί τινι avec qqn pour qch;<br /><b>2</b> [[rivaliser pour]] ; tendre à, faire effort, πρός τι en vue de qch;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> repousser par la force, chasser violemment : τινα γῆς qqn d'un pays ; <i>Pass.</i> être détruit : πυρί par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἁμιλλάομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> rivaliser avec : [[τί]] τινι avec qqn pour qch;<br /><b>2</b> rivaliser pour ; tendre à, faire effort, [[πρός]] [[τι]] en vue de qch;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> repousser par la force, chasser violemment : τινα γῆς qqn d’un pays ; <i>Pass.</i> être détruit : πυρί par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἁμιλλάομαι]].
|elrutext='''ἐξᾰμιλλάομαι:''' (aor. med. и pass. ἐξημιλλήθην)<br /><b class="num">1</b> [[побеждать в состязании]] (τινα Eur., Plut.): τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς τινι Eur. победивший кого-л. на состязании квадриг;<br /><b class="num">2</b> [[изгонять]] (τινα γῆς Eur.): τινὰ φόβῳ ἐ. Eur. преследовать кого-л. страхом; ἔστ᾽ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] ἐξαμιλληθῇ πυρί Eur. пока зрение (Полифема) не будет уничтожено огнем.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=(ἐξᾰμιλλάομαι) <b class="num">1</b> intr. [[rivalizar con fuerza]], [[competir hasta el final]] c. ac. int. Εὐμενίδας, αἳ τόνδ' ἐξαμιλλῶνται φόβον Euménides, que rivalizan en (causar) este miedo</i> E.<i>Or</i>.38, c. ac. y dat. de pers. τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς ποτε (tú) que otrora competiste con Enómao en el certamen de cuádrigas</i> E.<i>Hel</i>.387, cf. <i>Hel</i>.1471<br /><b class="num">•</b>c. rég. prep. πρὸς ἓν καὶ ταὐτὸν ἄκρον τῆς εὐδοξίας ... ἐξαμιλλῶνται compiten por llegar a la misma y única cima del reconocimiento público</i> Constantius Imp.<i>Them</i>.19c, cf. Plu.2.593f.<br /><b class="num">2</b> tr. [[lanzar fuera]], [[expulsar]] c. gen. τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς; ¿qué ciudadanos te expulsan del país?</i> E.<i>Or</i>.431, fig. ἰδού, πρὸς αἰθέρ' ἐξαμίλλησαι κόρας mira, lanza tus ojos hacia el cielo</i> E.<i>Fr</i>.752c<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἔστ' ἂν ὄμματος ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί hasta que la vista del ojo del Cíclope haya sido arrancada por el fuego</i> E.<i>Cyc</i>.628, pero tb. interpr. como 1.
|lstext='''ἐξᾰμιλλάομαι''': μέλλ. -ήσομαι: μετοχ. ἀόρ. ἐξαμιλλησάμενος καὶ -ηθεὶς Εὐρ. Ἑλ. 1471, 387: β΄ ἑνικ. τοῦ πρκμ. ἐξαμίλλησαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 764: Ἀποθ. Ἀγωνίζομαι σφοδρῶς, [[ἀγωνίζομαι]] ἕως οὗ νικήσω τὸν ἀντίπαλόν μου, μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ... ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, ὁ νικήσας τὸν Οἰνόμαον ἐν τῇ ἁμίλλῃ τῶν τεθρίππων ἁρμάτων, Εὐρ. Ἑλ. 387. ΙΙ. [[ἀποδιώκω]], ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς Εὐρ. Ὀρ. 4. 31· [[κάμνω]] τινὰ νὰ φεύγῃ [[ἔντρομος]] ὡς [[παράφρων]], Εὐμενίδας, αἳ τόνδ’ (τὸν Ὀρέστην) ἐξαμιλλῶνται φόβῳ [[αὐτόθι]] 38. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ μετὰ σημασ. παθητικῆς, καταστρέφομαι ἐντελῶς, περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες... ἔς τ’ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρὶ Εὐρ. Κύκλ. 628· ἀλλ’ ὁ Κόβητος (Var. Lect. σ. 600) διατείνεται ὅτι τὸ σύνθετον δὲν ἔχει τὸν τόπον του [[ἐνταῦθα]] καὶ προτείνει ἀντ’ αὐτοῦ τὸ ἐξαμαλδυνθῇ, δηλ. ἀφανισθῇ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, μτχ. αορ. αʹ <i>ἐξαμιλλησάμενος</i> και <i>-ηθείς</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[αγωνίζομαι]] με [[δύναμη]], [[μάχομαι]] έντονα, με σύστ. αιτ., [[τὰς]] τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, αυτός που έχει διαγωνιστεί στην [[αρματοδρομία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διώχνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., στον ίδ.· κάνω κάποιον έξω φρενών, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> αόρ. αʹ με Παθ. [[σημασία]], σπρώχνομαι έξω με τη [[βία]], λέγεται για το [[μάτι]] του Κύκλωπα, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐξᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, μτχ. αορ. αʹ <i>ἐξαμιλλησάμενος</i> και <i>-ηθείς</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[αγωνίζομαι]] με [[δύναμη]], [[μάχομαι]] έντονα, με σύστ. αιτ., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, αυτός που έχει διαγωνιστεί στην [[αρματοδρομία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διώχνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., στον ίδ.· κάνω κάποιον έξω φρενών, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> αόρ. αʹ με Παθ. [[σημασία]], σπρώχνομαι έξω με τη [[βία]], λέγεται για το [[μάτι]] του Κύκλωπα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰμιλλάομαι:''' (aor. med. и pass. ἐξημιλλήθην)<br /><b class="num">1)</b> побеждать в состязании (τινα Eur., Plut.): τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς τινι Eur. победивший кого-л. на состязании квадриг;<br /><b class="num">2)</b> изгонять (τινα γῆς Eur.): τινὰ φόβῳ ἐ. Eur. преследовать кого-л. страхом; ἔστ᾽ ἂν ὄμματος [[ὄψις]] ἐξαμιλληθῇ πυρί Eur. пока зрение (Полифема) не будет уничтожено огнем.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι aor1 [[part]]. ἐξαμιλλησάμενος and -ηθείς<br /><b class="num">I.</b> Dep.:— to [[struggle]] [[vehemently]], c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having [[contested]] the [[chariot]]-[[race]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[drive]] out of a [[place]], c. gen., Eur.: to [[drive]] out of his wits, Eur.<br /><b class="num">III.</b> aor1 in [[pass]]. [[sense]], to be [[forced]] out, of the [[Cyclops]]' eye, Eur.
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι aor1 [[part]]. ἐξαμιλλησάμενος and -ηθείς<br /><b class="num">I.</b> Dep.:— to [[struggle]] [[vehemently]], c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having [[contested]] the [[chariot]]-[[race]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[drive]] out of a [[place]], c. gen., Eur.: to [[drive]] out of his wits, Eur.<br /><b class="num">III.</b> aor1 in [[pass]]. [[sense]], to be [[forced]] out, of the [[Cyclops]]' eye, Eur.
}}
}}