3,277,119
edits
(10) |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=petroma | |Transliteration C=petroma | ||
|Beta Code=pe/trwma | |Beta Code=pe/trwma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class=" | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[mass of stone]], ἱερὸν π. καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Paus.8.15.1.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">θανεῖν… λευσίμῳ πετρώματι</b> to die [[by stoning]], [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''50,442. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] τό (Versteinerung), Steinigung oder Herabstürzung vom Felsen, [[θανεῖν]] λευσίμῳ πετρώματι, Eur. Or. 50. 442, vgl. Herm. Ion 1251. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πέτρωμα:''' ατος τό побиение камнями Eur. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πέτρωμα''': τό, ([[πετρόω]]) [[ὄγκος]] ἀποτελούμενος ἐκ πετρῶν, ἱερὸν [[πέτρωμα]] καλούμενον, λίθοι δύο πρὸς ἀλλήλους ἡρμοσμένοι Παυσ. 8. 15, 1. ΙΙ. τὸ φονεύειν τινὰ διὰ πετρῶν, διὰ λιθοβολίας, θανεῖν… λευσίμῳ πετρώματι Εὐρ. Ὀρ. 50. 442. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πετρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γεωλ.</b> [[συσσωμάτωμα]] ενός ή περισσότερων ορυκτών που καταλαμβάνει [[τμήμα]] του στερεού φλοιού της Γης («εκρηξιγενή, ιζηματογενή, μεταμορφωμένα πετρώματα»)<br /><b>2.</b> η [[μετατροπή]] σε [[πέτρα]], η [[απολίθωση]]<br /><b>3.</b> η [[πήξη]], η [[μεταβολή]] υγρού σε στερεό (α. «το [[πέτρωμα]] του γλυκού» β. «το [[πέτρωμα]] του στήθους της λεχώνας»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «εκρηξιγενές [[πέτρωμα]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[πέτρωμα]] που έχει σχηματιστεί από τηγμένο υλικό που ονομάζεται [[μάγμα]]<br />β) «ιζηματογενές [[πέτρωμα]]» — [[πέτρωμα]] που αποτελείται από θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων ή από υλικά καθίζησης [[μέσα]] σε διαλύματα<br />γ) «μεταμορφωμένο [[πέτρωμα]]» — [[πέτρωμα]] που προέρχεται από πετρώματα τών δύο προηγούμενων κατηγοριών τα οποία υπέστησαν υπό συγκεκριμένες συνθήκες μεταβολές στην ορυκτολογική [[σύσταση]], την υφή και την εσωτερική [[δομή]] τους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />όγκος, [[σωρός]] από πέτρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λεύσιμον [[πέτρωμα]]» — [[θάνατος]] με [[κατακρήμνιση]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πέτρωμα -ατος, τό [πετρόω] [[steniging]]. | |||
}} | }} |