ἀπόδρομος: Difference between revisions

m
Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apodromos
|Transliteration C=apodromos
|Beta Code=a)po/dromos
|Beta Code=a)po/dromos
|Definition=ον, (δραμεῖν) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[apart from the race]], whether as <b class="b2">too old</b> or <b class="b2">too young</b> (as in Crete, <span class="title">Leg.Gort.</span>7.35) <b class="b2">to share it</b>, <span class="bibl">Eust.727.18</span>, <span class="bibl">1592.55</span> sqq.; or [[left behind by others]], Hsch., cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>73</span>.</span>
|Definition=ἀπόδρομον, ([[δραμεῖν]]) [[apart from the race]], whether as [[too old]] or [[too young]] (as in Crete, ''Leg.Gort.''7.35) to [[share]] it, Eust.727.18, 1592.55 sqq.; or [[left behind by others]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''73.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede participar aún en las carreras]] por ser demasiado joven, S.<i>Fr</i>.1146, cf. [[ἐν]] Κρήτῃ, ἀποδρόμους (<i>[[sc.]]</i> καλοῦσι τοὺς ἐφήβους), διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν Eust.1592.58, cf. 727.18<br /><b class="num"></b>[[menor de edad]], <i>ICr</i>.4.72.7.35 (V a.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόδρομος''': -ον, ([[δραμεῖν]]) ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς τὸν δρόμον, τὸ τρέξιμον, [[εἴτε]] ἐκ γήρατος, [[εἴτε]] [[ἕνεκα]] μικρᾶς ἡλικίας, «[[τάχα]] [[γοῦν]] ὁ Ἀλκίνοος ἀπόδρομον τὸν Ὀδυσσέα ἐνόμισεν, ὡς ἤδη πεπαυμένον ἀπὸ τῶν [[δρόμων]]» Εὐστ. 1592. 55· ἐν Κρήτῃ τοὺς ἐφήβους ἐκάλουν ἀποδρόμους «διὰ τὸ [[μήπω]] τῶν κοινῶν [[δρόμων]] μετέχειν ὁ αὐτ. 1788. 56. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόδρομον· ἐλαττούμενον τοῖς δρόμοις· ἢ παλίνδρομον· ἢ μετ’ ἐπανόδου Ἀκρίσῳ» (πρβλ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 75).
|lstext='''ἀπόδρομος''': -ον, ([[δραμεῖν]]) ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς τὸν δρόμον, τὸ τρέξιμον, [[εἴτε]] ἐκ γήρατος, [[εἴτε]] [[ἕνεκα]] μικρᾶς ἡλικίας, «[[τάχα]] [[γοῦν]] ὁ Ἀλκίνοος ἀπόδρομον τὸν Ὀδυσσέα ἐνόμισεν, ὡς ἤδη πεπαυμένον ἀπὸ τῶν [[δρόμων]]» Εὐστ. 1592. 55· ἐν Κρήτῃ τοὺς ἐφήβους ἐκάλουν ἀποδρόμους «διὰ τὸ [[μήπω]] τῶν κοινῶν [[δρόμων]] μετέχειν ὁ αὐτ. 1788. 56. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόδρομον· ἐλαττούμενον τοῖς δρόμοις· ἢ παλίνδρομον· ἢ μετ’ ἐπανόδου Ἀκρίσῳ» (πρβλ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 75).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede participar aún en las carreras]] por ser demasiado joven, S.<i>Fr</i>.1146, cf. ἐν Κρήτῃ, ἀποδρόμους (<i>sc</i>. καλοῦσι τοὺς ἐφήβους), διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν Eust.1592.58, cf. 727.18<br /><b class="num">•</b>[[menor de edad]], <i>ICr</i>.4.72.7.35 (V a.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀπόδρομος]])<br /><b>1.</b> η μικρή [[απόσταση]] που καλύπτει ο [[αθλητής]] [[προς]] τα [[πίσω]] για να πάρει [[φόρα]]<br /><b>2.</b> [[παράμερος]] [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου.
|mltxt=ο (Α [[ἀπόδρομος]])<br /><b>1.</b> η μικρή [[απόσταση]] που καλύπτει ο [[αθλητής]] [[προς]] τα [[πίσω]] για να πάρει [[φόρα]]<br /><b>2.</b> [[παράμερος]] [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου.
}}
}}