3,274,919
edits
(29) |
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.") |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orektikos | |Transliteration C=orektikos | ||
|Beta Code=o)rektiko/s | |Beta Code=o)rektiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀρεκτική, ὀρεκτικόν, ([[ὄρεξις]])<br><span class="bld">A</span> [[appetitive]], Arist.''de An.''433b3, ''EE''1233a38, al.; <b class="b3">τὸ ὀρεκτικόν</b> the [[impulsive]] or [[conative]] faculty, Id.''EN''1102b30; οὐχ ἕτερον τὸ ὀ. καὶ φευκτικόν.. ἀλλήλων Id.''de An.''431a13, al.; ὀ. νοῦς Id.''EN''1139b4. Adv. [[ὀρεκτικῶς]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[θουραίη]]; πρὸς τὸ ἀγαθὸν -κῶς κινεῖσθαι Arr.''Epict.''3.3.2.<br><span class="bld">2</span> [[exciting appetite]], οἶνος Dsc.5.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] die Begierde betreffend, sie erregend, Plut. u. a. Sp.; – τὸ ὀρεκτικόν, collectiv, die Begierden, das Begehrungsvermögen, τὸ ἐπιθυμητικὸν καὶ ὅλως ὀρεκτικόν, Arist. eth. 1, 13. – Adv. ὀρεκτικῶς, Schol. Ar. Lys. 987. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] die Begierde betreffend, sie erregend, Plut. u. a. Sp.; – τὸ ὀρεκτικόν, collectiv, die Begierden, das Begehrungsvermögen, τὸ ἐπιθυμητικὸν καὶ ὅλως ὀρεκτικόν, Arist. eth. 1, 13. – Adv. ὀρεκτικῶς, Schol. Ar. Lys. 987. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne le désir]] ; τὸ ὀρεκτικόν, désir, convoitise;<br /><b>2</b> [[qui excite le désir]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεκτός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρεκτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[стремящийся]], [[устремляющийся]], [[целеустремленный]] (τὸ κινοῦν Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[возбуждающий желание]] ([[πάθος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρεκτικός''': -ή, -όν, ([[ὄρεξις]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰς ὀρέξεις, [[ὀρεκτικός]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 110, 7, Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 5, κ. ἀλλ.· τὸ ὀρεκτικόν, περιληπτικῶς, αἱ ὀρέξεις, αἱ ἐπιθυμίαι, [[αὐτόθι]] 1. 13, 18, π. Ψυχῆς 3. 7, 3, κ. ἀλλ.· - ὀρ. τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 3. 6, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἡσύχ. 2) ὁ κινῶν, διεγείρων ἐπιθυμίαν ἀνοίγων ὄρεξιν, [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 11. | |lstext='''ὀρεκτικός''': -ή, -όν, ([[ὄρεξις]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰς ὀρέξεις, [[ὀρεκτικός]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 110, 7, Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 5, κ. ἀλλ.· τὸ ὀρεκτικόν, περιληπτικῶς, αἱ ὀρέξεις, αἱ ἐπιθυμίαι, [[αὐτόθι]] 1. 13, 18, π. Ψυχῆς 3. 7, 3, κ. ἀλλ.· - ὀρ. τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 3. 6, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἡσύχ. 2) ὁ κινῶν, διεγείρων ἐπιθυμίαν ἀνοίγων ὄρεξιν, [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 11. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀρεκτικός]], -ή, -όν) [[ορεκτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που διεγείρει την όρεξη<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί την [[επιθυμία]], [[επιθυμητός]], [[λαχταριστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ορεκτικό</i><br />α) [[έδεσμα]] ή [[ποτό]] που λαμβάνεται [[πριν]] από το [[φαγητό]] για να διεγείρει την όρεξη<br />β) <b>(φαρμ.)</b> [[ουσία]] που καταπολεμά την [[ανορεξία]] και βελτιώνει την όρεξη αυξάνοντας έντονα την [[έκκριση]] γαστρικού υγρού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρεξη, στην [[επιθυμία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀρεκτικόν</i><br />α) το αυθόρμητο, το ορμέμφυτο<br />β) οι επιθυμίες, οι ορέξεις<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀρεκτικός]] νοῦς» — η [[προαίρεση]]<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀρεκτικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> με [[επιθυμία]], με όρεξη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὀρεκτικῶς ἔχω» — [[ορέγομαι]], [[επιθυμώ]] πολύ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρεκτικός:''' -ή, -όν ([[ὄρεξις]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις επιθυμίες, [[ορεκτικός]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὀρεκτικόν</i>, ορέξεις, επιθυμίες, στον ίδ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[ὀρεκτικός]], ή, όν [[ὄρεξις]]<br />of or for the desires, appetitive, Arist.; τὸ ὀρεκτικόν, the appetites, Arist. | ||
}} | }} |