3,277,218
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyktimatos | |Transliteration C=polyktimatos | ||
|Beta Code=polukth/matos | |Beta Code=polukth/matos | ||
|Definition= | |Definition=πολυκτήματον, = [[πολυκτέανος]] ([[with many possessions]], [[exceeding rich]], [[filthy rich]]), Ptol. ''Tetr.'' 69. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[filthy rich]]=== | |||
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: [[steenrijk]], [[stinkend rijk]]; English: [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[filthy rich]], [[immensely rich]], [[superrich]], [[ultrarich]], [[very wealthy]]; Finnish: upporikas, äveriäs; French: [[pété de thunes]], [[plein aux as]]; German: [[stinkreich]], [[steinreich]]; Greek: [[απειρόπλουτος]], [[βαθυκτήμων]], [[βγάζει ένα κάρο λεφτά]], [[βγάζει ένα σκασμό λεφτά]], [[βγάζει ένα σωρό λεφτά]], [[βγάζει λεφτά με το τσουβάλι]], [[βγάζει πολύ χρήμα]], [[βγάζει τρελά λεφτά]], [[βγάζει χοντρά λεφτά]], [[βγάζει χοντρό χρήμα]], [[βουτηγμένος στα λεφτά]], [[βουτηγμένος στο χρυσάφι]], [[δεν ξέρει τι έχει]], [[εκατομμυριούχος]], [[έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες]], [[ζάμπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[ζει μες στη χλιδή]], [[κονομάει χοντρά]], [[κροίσος]], [[λεφτάς]], [[μυριόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[πλουσιότατος]], [[πολυεκατομμυριούχος]], [[πολυχρήματος]], [[του τρέχουν απ' τα μπατζάκια]], [[τρώει με χρυσά κουτάλια]], [[υπέρπλουτος]], [[φραγκάτος]], [[χεσμένος στο τάλιρο]], [[χλιδάτος]]; Ancient Greek: [[βαθύκληρος]], [[βαθυπλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[εὐηφενής]], [[εὐπίων]], [[ζάπλουτος]], [[καταπίμελος]], [[λακκόπλουτος]], [[μεγαλοπλούσιος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μέγας]], [[παμπλούσιος]], [[πάμπλουτος]], [[περιπλούσιος]], [[πολύκληρος]], [[πολυκτέανος]], [[πολυκτήματος]], [[πολυκτήμων]], [[πολυπάμων]], [[πολύφορτος]], [[πολυχρηματίας]], [[πολυχρήματος]], [[ὑπερπλούσιος]], [[ὑπερχρήματος]], [[χρυσόνομος]]; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: [[podre de rico]]; Russian: [[неприлично богатый]]; Spanish: [[asquerosamente rico]], [[forrado de dinero]], [[podrido en plata]]; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก | |||
}} | }} |