μέροψ: Difference between revisions

m
no edit summary
(3)
mNo edit summary
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=merops
|Transliteration C=merops
|Beta Code=me/roy
|Beta Code=me/roy
|Definition=οπος, ὁ, poet. word, used only in pl. as epith. of men, derived by Gramm. from <b class="b3">μείρομαι, ὄψ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dividing the voice</b>, i. e. <b class="b2">articulate</b> (cf. Hsch., Sch.<span class="bibl">11.1.250</span>), μ. ἄνθρωποι Il. l.c., <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>109</span>, etc.; μ. βροτοί <span class="bibl">11.2.285</span>; μερόπεσσι λαοῖς <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>90</span> (lyr.): hence as Subst., = [[ἄνθρωποι]], Musae.<span class="title">Fr.</span>13 D., <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>1018</span> (anap.), <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1263</span> (lyr.), <span class="bibl">A.R.4.536</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>418</span>, <span class="title">AP</span>7.563 (Paul. Sil.); a usage satirized by <span class="bibl">Strato Com., 1.6</span> sq. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in sg. and pl., <b class="b2">bee-eater, Merops apiaster</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>615b25</span>, Plu.2.976d; cf. [[εἴροψ]].</span>
|Definition=μέροπος, ὁ, ''poet.'' word, used only in plural as [[epithet]] of men, derived by Gramm. from [[μείρομαι]], [[ὄψ]],<br><span class="bld">A</span> [[dividing the voice]], i.e. [[articulate]] (cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Sch.11.1.250), μ. ἄνθρωποι Il. [[l.c.]], Hes.''Op.''109, etc.; μ. βροτοί 11.2.285; μερόπεσσι λαοῖς A.''Supp.''90 (lyr.): hence as [[substantive]], = [[ἄνθρωποι]], Musae.''Fr.''13 D., A.''Ch.''1018 (anap.), E.''IT''1263 (lyr.), A.R.4.536, Call.''Fr.''418, ''AP''7.563 (Paul. Sil.); a usage satirized by Strato Com., 1.6 sq<br><span class="bld">II</span> in sg. and pl., [[bee-eater]], [[Merops apiaster]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''615b25, Plu.2.976d; cf. [[εἴροψ]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] οπος, ὁ, gew. im plur. οἱ μέροπες, – 1) <b class="b2">die Menschen</b>, die artikulirt sprechen, die einzelnen Laute u. Sylben trennen u. deutlich hören lassen, zum Unterschiede von den Thieren, die nur unartikulirte Töne hervorbringen; ἄνθρωποι, Hom., Hes.; βροτοί, Il. 2, 285; μερόπεσσι λαοῖς, Aesch. Suppl. 84; [[οὔτις]] μερόπων, ohne Zusatz, keiner der Menschen, Ch. 1013; einzeln bei sp. D., die auch wie Man. 4, 577 den sing. haben. – 2) ein Vogel, der <b class="b2">Bienenfresser</b>, sonst [[ἀέροψ]], Arist. H. A. 9, 13. – S. auch nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] οπος, ὁ, gew. im plur. οἱ μέροπες, – 1) [[die Menschen]], die artikulirt sprechen, die einzelnen Laute u. Sylben trennen u. deutlich hören lassen, zum Unterschiede von den Tieren, die nur unartikulirte Töne hervorbringen; ἄνθρωποι, Hom., Hes.; βροτοί, Il. 2, 285; μερόπεσσι λαοῖς, Aesch. Suppl. 84; [[οὔτις]] μερόπων, ohne Zusatz, keiner der Menschen, Ch. 1013; einzeln bei sp. D., die auch wie Man. 4, 577 den sing. haben. – 2) ein Vogel, der [[Bienenfresser]], sonst [[ἀέροψ]], Arist. H. A. 9, 13. – S. auch nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> [[mortel]] ; οἱ μέροπες les mortels, les hommes;<br /><b>2</b> guêpier, <i>oiseau qui mange les abeilles</i>;<br /><b>3</b> οἱ Μέροπες nom des habitants de Cos.<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, mourir ; cf. [[βροτός]], p. *μβροτός, *μροτός, <i>lat.</i> mori ; sel. d'autres de la R. Σμερ, <i>skr.</i> smar, penser, cf. [[μέριμνα]], [[μερμηρίζω]], et de la R. Οπ, voir, « au regard intelligent » p. opp. aux animaux.
}}
{{elru
|elrutext='''μέροψ:''' οπος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[смертный]], [[человек]] ([[οὔτις]] μερόπων Aesch.);<br /><b class="num">2</b> зоол. ястреб-пчелоед ([[Merops]] [[apiaster]] или Pernis apivorus) Arst., Plut.<br />'''μέροψ:''' οπος adj. (dat. pl. μερόπεσσι) (только pl.) смертный (ἄνθρωποι, βροτοί Hom.; λαοί Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μέροψ''': -οπος, ὁ, ([[μείρομαι]], [[μερίζω]], ὄψ) (ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀνθρώπων, ὁ διαιρῶν τὴν φωνήν, δηλ. ἐνάρθρως ὁμιλῶν, πεπροικισμένος μὲ ἔναρθρον φωνὴν (πρβλ. [[αὐδήεις]]), μέροπες ἄνθρωποι Ὅμ., Ἡσ.· μέροπες βροτοὶ Ἰλ. Β. 285· μερόπεσσι λαοῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 89· - [[ἐντεῦθεν]] τὸ μέροπες κατέστη οὐσιαστικόν, = ἄνθρωποι, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1018, Εὐρ. Ι. Τ. 1263, Ἀπολλ, Ρόδ. Δ. 53, 6· ἀλλὰ τὴν χρῆσιν ταύτην σκώπτει ὁ Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 6 κἑξ. ΙΙ. καθ’ ἑνικόν, [[εἶδος]] πτηνοῦ, [[μελισσοφάγος]], Merops apiaster, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 2, Πλούτ. 2. 976Ε· οὗ τὸ Βοιωτ. [[ὄνομα]] ἦν [[εἶροψ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6.
|lstext='''μέροψ''': -οπος, ὁ, ([[μείρομαι]], [[μερίζω]], ὄψ) (ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀνθρώπων, ὁ διαιρῶν τὴν φωνήν, δηλ. ἐνάρθρως ὁμιλῶν, πεπροικισμένος μὲ ἔναρθρον φωνὴν (πρβλ. [[αὐδήεις]]), μέροπες ἄνθρωποι Ὅμ., Ἡσ.· μέροπες βροτοὶ Ἰλ. Β. 285· μερόπεσσι λαοῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 89· - [[ἐντεῦθεν]] τὸ μέροπες κατέστη οὐσιαστικόν, = ἄνθρωποι, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1018, Εὐρ. Ι. Τ. 1263, Ἀπολλ, Ρόδ. Δ. 53, 6· ἀλλὰ τὴν χρῆσιν ταύτην σκώπτει ὁ Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 6 κἑξ. ΙΙ. καθ’ ἑνικόν, [[εἶδος]] πτηνοῦ, [[μελισσοφάγος]], Merops apiaster, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 2, Πλούτ. 2. 976Ε· οὗ τὸ Βοιωτ. [[ὄνομα]] ἦν [[εἶροψ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6.
}}
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> mortel ; [[οἱ]] μέροπες les mortels, les hommes;<br /><b>2</b> guêpier, <i>oiseau qui mange les abeilles</i>;<br /><b>3</b> [[οἱ]] Μέροπες nom des habitants de Cos.<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, mourir ; cf. [[βροτός]], p. *μβροτός, *μροτός, <i>lat.</i> mori ; sel. d’autres de la R. Σμερ, <i>skr.</i> smar, penser, cf. [[μέριμνα]], [[μερμηρίζω]], et de la R. Οπ, voir, « au regard intelligent » p. opp. aux animaux.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οπος, ο (Α [[μέροψ]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> το [[πτηνό]] [[μελισσοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ποιητ. λ., ως επίθ. τών ανθρώπων, μόνο στον πληθ.) αυτοί που διαιρούν, που μερίζουν τη [[φωνή]], [[δηλαδή]] αυτοί που έχουν έναρθρη [[φωνή]], που μιλούν ενάρθρως (α. «μέροπες ἄνθρωποι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μέροπες βροτοί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «μερόπεσσι λαοῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μέροπες<br />ἄνθρωποι διὰ τὸ μεμερισμένην ἔχειν τὴν ὄπα, [[ἤγουν]] τὴν φωνήν<br />ἢ άπὸ Μέροπος, τοῡ πατρὸς Φαέθοντος, Κῴου<br />λέγονται δὲ καὶ Κῷοι Μέροπες<br />καὶ ὄρνεά τινα, ὡς Ἀριστοτέλης».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέροψ]] «[[άνθρωπος]], [[βροτός]]» και «[[είδος]] πτηνού, ο [[μελισσοφάγος]]» (στον πληθ. <i>Μέροπες</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>Δόλοπες</i>) [[είναι]] ονομ. τών κατοίκων της Κω, που θεωρήθηκαν ότι κατάγονται από τον αυτόχθονα ήρωα της περιοχής ο [[οποίος]] ονομαζόταν <i>Μέροψ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Μερόπη</i>). Το όνομα αυτό εντάσσεται σε μια [[σειρά]] ονομάτων πουλιών και συγχρόνως λαών και ανθρώπων (<b>[[πρβλ]].</b> [[δρύοψ]]: <i>Δρύοπες</i>, [[ἀέροψ]]: <i>Ἀέροπες</i>) που εμφανίζουν [[επίθημα]] -<i>οπ</i>-, αβέβαιης προέλευσης. Κατά μία [[άποψη]], το [[επίθημα]] αυτό [[είναι]] προελληνικό, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] ανάγεται στη λ. <i>ὄψ</i>, [[ὀπός]] «όψη, όραση» ή «[[φωνή]]». Σύμφωνα με την τελευταία [[άποψη]], η λ. <i>μέροπες</i> [[είναι]] σύνθετη από θ. <i>μερ</i>- του [[μείρομαι]] και <i>ὄψ</i>, [[ὀπός]] «[[φωνή]]» (<b>[[πρβλ]].</b> το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>μέροπες</i><br />ἄνθρωποι διὰ τὸ μεμερισμένην ἔχειν τὴν ὄπα, [[ἤγουν]] τὴν φωνήν»), [[άποψη]] όμως που οφείλεται πιθ. σε λαϊκή ετυμολ. Κατ' άλλους, το θ. μερ- της λ. συνδέεται με τα [[μέρμερος]] και [[μέριμνα]] ή με τη [[ρίζα]] <i>mer</i>- «[[πεθαίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[βροτός]] και λατ. <i>morior</i> «[[πεθαίνω]]») ή, κατ' άλλους, με τα [[μαρμαίρω]] «[[αστράφτω]], [[λάμπω]]» και [[μάρπτω]] «[[αρπάζω]]», απόψεις που δεν κρίνονται πολύ πιθανές. Σε ό,τι αφορά τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών σημασιών «[[είδος]] πτηνού, ο [[μελισσοφάγος]]», «[[άνθρωπος]], [[βροτός]]» και της προσωνυμίας του λαού της Κω [[είναι]] δύσκολο να εξακριβωθεί αν το όνομα του ήρωα <i>Μέροπος</i> έχει παραχθεί από την ονομ. του πουλιού ή το αντίστροφο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, όπως ο [[ήρωας]] <i>Μέροψ</i> έχει γεννηθεί από τη γη [[έτσι]] και το [[πουλί]] [[μέροψ]] γεννάει τα αβγά του στη γη. Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], η [[άποψη]] ότι αρχική σημ. της λ. [[είναι]] η [[προσωνυμία]] τών κατοίκων της Κω (<b>[[πρβλ]].</b> «[[πόλις]] Μερόπων ἀνθρώπων», στίχο από τον Ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα), ενώ οι άλλες χρήσεις της λέξης ανάγονται σ' αυτήν: [[πόλις]] Μερόπων ἀνθρώπων</i> «μια [[πόλη]] με θνητούς ανθρώπους»].
|mltxt=-οπος, ο (Α [[μέροψ]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> το [[πτηνό]] [[μελισσοφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ποιητ. λ., ως επίθ. τών ανθρώπων, μόνο στον πληθ.) αυτοί που διαιρούν, που μερίζουν τη [[φωνή]], [[δηλαδή]] αυτοί που έχουν έναρθρη [[φωνή]], που μιλούν ενάρθρως (α. «μέροπες ἄνθρωποι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μέροπες βροτοί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «μερόπεσσι λαοῖς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μέροπες<br />ἄνθρωποι διὰ τὸ μεμερισμένην ἔχειν τὴν ὄπα, [[ἤγουν]] τὴν φωνήν<br />ἢ άπὸ Μέροπος, τοῦ πατρὸς Φαέθοντος, Κῴου<br />λέγονται δὲ καὶ Κῷοι Μέροπες<br />καὶ ὄρνεά τινα, ὡς Ἀριστοτέλης».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέροψ]] «[[άνθρωπος]], [[βροτός]]» και «[[είδος]] πτηνού, ο [[μελισσοφάγος]]» (στον πληθ. <i>Μέροπες</i>, [[πρβλ]]. <i>Δόλοπες</i>) [[είναι]] ονομ. τών κατοίκων της Κω, που θεωρήθηκαν ότι κατάγονται από τον αυτόχθονα ήρωα της περιοχής ο [[οποίος]] ονομαζόταν <i>Μέροψ</i> ([[πρβλ]]. <i>Μερόπη</i>). Το όνομα αυτό εντάσσεται σε μια [[σειρά]] ονομάτων πουλιών και συγχρόνως λαών και ανθρώπων ([[πρβλ]]. [[δρύοψ]]: <i>Δρύοπες</i>, [[ἀέροψ]]: <i>Ἀέροπες</i>) που εμφανίζουν [[επίθημα]] -<i>οπ</i>-, αβέβαιης προέλευσης. Κατά μία [[άποψη]], το [[επίθημα]] αυτό [[είναι]] προελληνικό, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] ανάγεται στη λ. <i>ὄψ</i>, [[ὀπός]] «όψη, όραση» ή «[[φωνή]]». Σύμφωνα με την τελευταία [[άποψη]], η λ. <i>μέροπες</i> [[είναι]] σύνθετη από θ. <i>μερ</i>- του [[μείρομαι]] και <i>ὄψ</i>, [[ὀπός]] «[[φωνή]]» ([[πρβλ]]. το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>μέροπες</i><br />ἄνθρωποι διὰ τὸ μεμερισμένην ἔχειν τὴν ὄπα, [[ἤγουν]] τὴν φωνήν»), [[άποψη]] όμως που οφείλεται πιθ. σε λαϊκή ετυμολ. Κατ' άλλους, το θ. μερ- της λ. συνδέεται με τα [[μέρμερος]] και [[μέριμνα]] ή με τη [[ρίζα]] <i>mer</i>- «[[πεθαίνω]]» ([[πρβλ]]. [[βροτός]] και λατ. <i>morior</i> «[[πεθαίνω]]») ή, κατ' άλλους, με τα [[μαρμαίρω]] «[[αστράφτω]], [[λάμπω]]» και [[μάρπτω]] «[[αρπάζω]]», απόψεις που δεν κρίνονται πολύ πιθανές. Σε ό,τι αφορά τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών σημασιών «[[είδος]] πτηνού, ο [[μελισσοφάγος]]», «[[άνθρωπος]], [[βροτός]]» και της προσωνυμίας του λαού της Κω [[είναι]] δύσκολο να εξακριβωθεί αν το όνομα του ήρωα <i>Μέροπος</i> έχει παραχθεί από την ονομ. του πουλιού ή το αντίστροφο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, όπως ο [[ήρωας]] <i>Μέροψ</i> έχει γεννηθεί από τη γη [[έτσι]] και το [[πουλί]] [[μέροψ]] γεννάει τα αβγά του στη γη. Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], η [[άποψη]] ότι αρχική σημ. της λ. [[είναι]] η [[προσωνυμία]] τών κατοίκων της Κω ([[πρβλ]]. «[[πόλις]] Μερόπων ἀνθρώπων», στίχο από τον Ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα), ενώ οι άλλες χρήσεις της λέξης ανάγονται σ' αυτήν: [[πόλις]] Μερόπων ἀνθρώπων</i> «μια [[πόλη]] με θνητούς ανθρώπους»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέροψ:''' -οπος, ὁ ([[μείρομαι]], ὄψ), μόνο στον πληθ. ως επιθ. [[προσδιορισμός]] για ανθρώπους, αυτός που μιλάει έναρθρα, [[προικισμένος]] με το [[χάρισμα]] του λόγου, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απ' όπου, <i>μέροπες</i> ως ουσ., = <i>ἄνθρωποι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''μέροψ:''' -οπος, ὁ ([[μείρομαι]], ὄψ), μόνο στον πληθ. ως επιθ. [[προσδιορισμός]] για ανθρώπους, αυτός που μιλάει έναρθρα, [[προικισμένος]] με το [[χάρισμα]] του λόγου, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απ' όπου, <i>μέροπες</i> ως ουσ., = <i>ἄνθρωποι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μέροψ:''' οπος <br /><b class="num">1)</b> смертный, человек ([[οὔτις]] μερόπων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> зоол. ястреб-пчелоед ([[Merops]] [[apiaster]] или Pernis apivorus) Arst., Plut.
|mdlsjtxt=μέρ-οψ, οπος, [[μείρομαι]], ὄψ]<br />only in plural as epithet of men, [[dividing]] the [[voice]], i. e. [[articulate]]-[[speaking]], endowed, with [[speech]], Hom., Hes.:—[[hence]] μέροπες as [[substantive]] = ἄνθρωποι, Aesch., Eur.
}}
{{elru
|elrutext='''μέροψ:''' οπος adj. (dat. pl. μερόπεσσι) (только pl.) смертный (ἄνθρωποι, βροτοί Hom.; λαοί Aesch.).
}}
}}