τριμερής: Difference between revisions

m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
(42)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trimeris
|Transliteration C=trimeris
|Beta Code=trimerh/s
|Beta Code=trimerh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tripartite, threefold</b>, ἡ φυχή <span class="bibl">Arist. <span class="title">VV</span>1249a30</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Top.</span>133a31</span>; ποταμός <span class="bibl">Agatharch.95</span>; of a country, <span class="bibl">Str.11.2.18</span>; ὧραι <span class="bibl">D.S.1.11</span>; στάσις <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.1.1</span>; φιλοσοφία Plu.2.874e; δρᾶμα Gal. in <span class="title">Abh.Berl.Akad.</span>1925(1).38; <b class="b3">νόμος τ</b>. a piece of music <b class="b2">in the three modes</b> (Dorian, Phrygian, Lydian), Plu. 2.1134b (nisi leg. <b class="b3">τριμελής</b>). Adv. <b class="b3">τριμερῶς</b> <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=τριμερές, [[tripartite]], [[threefold]], ἡ φυχή Arist. ''VV''1249a30, cf. ''Top.''133a31; ποταμός Agatharch.95; of a country, Str.11.2.18; ὧραι [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.11; στάσις J.''BJ''5.1.1; φιλοσοφία Plu.2.874e; δρᾶμα Gal. in ''Abh.Berl.Akad.''1925(1).38; <b class="b3">νόμος τ.</b> a piece of music [[in the three modes]] (Dorian, Phrygian, Lydian), Plu. 2.1134b ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[τριμελής]]). Adv. [[τριμερῶς]] ''Glossaria''.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[formé de trois parties]], [[triple]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[μέρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=τριμερής -ές [τρι -, μέρος] [[driedelig]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[dreiteilig]], [[dreifach]]</i>, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐμερής:''' [[состоящий из трех частей]], [[трехчленный]] Arst., Diod., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐμερής''': -ές, ὁ ἐκ τριῶν μερῶν συγκείμενος, τριπλοῦς, ἡ ψυχὴ Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 1, 2, πρβλ. Τοπ. 5. 4, 12· ὧραι Διόδ. 1. 11· [[φιλοσοφία]] Πλούτ. 2. 874Ε· [[νόμος]] τρ., [[μελῳδία]] κατὰ [[τρεῖς]] τρόπους ἢ ἤχους (Δώριον, Φρυγιον, Λύδιον), [[αὐτόθι]] 1134Β (ἂν μὴ ἀναγνώσωμεν [[τριμελής]]).
|lstext='''τρῐμερής''': -ές, ὁ ἐκ τριῶν μερῶν συγκείμενος, τριπλοῦς, ἡ ψυχὴ Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 1, 2, πρβλ. Τοπ. 5. 4, 12· ὧραι Διόδ. 1. 11· [[φιλοσοφία]] Πλούτ. 2. 874Ε· [[νόμος]] τρ., [[μελῳδία]] κατὰ [[τρεῖς]] τρόπους ἢ ἤχους (Δώριον, Φρυγιον, Λύδιον), [[αὐτόθι]] 1134Β (ἂν μὴ ἀναγνώσωμεν [[τριμελής]]).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />formé de trois parties, triple.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[μέρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη (α. «τριμερὴς ἡ [[ψυχή]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[νόμος]] [[τριμερής]]» — [[μελωδία]] σε [[τρεις]] τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[διαπραγμάτευση]] ή για [[συνθήκη]]) αυτός στον οποίο συμμετέχουν [[τρία]] μέρη, [[τρεις]] πλευρές, ή αυτός που συνάπτεται, που συνομολογείται από [[τρία]] μέρη (α. «[[τριμερής]] [[διάσκεψη]]» β. «τριμερείς συνομιλίες» γ. «τριμερές [[σύμφωνο]]»)<br /><b>2.</b> (για [[άνθος]]) αυτός του οποίου όλα τα σπονδυλώματα αποτελούνται από [[τρία]] μόρια, δηλ. [[τρία]] σέπαλα, [[τρία]] πέταλα κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[χαρακτηρισμός]] χημικής ένωσης, ο [[χημικός]] [[τύπος]] της οποίας περιλαμβάνει [[τρεις]] φορές τον χημικό τύπο μιας άλλης, απλούστερης ένωσης<br /><b>φρ.</b> «[[τριμερής]] [[μορφή]]»<br /><b>μουσ.</b> [[μουσική]] [[μορφή]] που αποτελείται από [[τρία]] μέρη, το τελευταίο από τα οποία [[είναι]] [[επανάληψη]] του πρώτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τριμερώς</i> / <i>τριμερῶς</i> ΝΑ<br />σε [[τρία]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-<i>μερής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη (α. «τριμερὴς ἡ [[ψυχή]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[νόμος]] [[τριμερής]]» — [[μελωδία]] σε [[τρεις]] τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[διαπραγμάτευση]] ή για [[συνθήκη]]) αυτός στον οποίο συμμετέχουν [[τρία]] μέρη, [[τρεις]] πλευρές, ή αυτός που συνάπτεται, που συνομολογείται από [[τρία]] μέρη (α. «[[τριμερής]] [[διάσκεψη]]» β. «τριμερείς συνομιλίες» γ. «τριμερές [[σύμφωνο]]»)<br /><b>2.</b> (για [[άνθος]]) αυτός του οποίου όλα τα σπονδυλώματα αποτελούνται από [[τρία]] μόρια, δηλ. [[τρία]] σέπαλα, [[τρία]] πέταλα κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[χαρακτηρισμός]] χημικής ένωσης, ο [[χημικός]] [[τύπος]] της οποίας περιλαμβάνει [[τρεις]] φορές τον χημικό τύπο μιας άλλης, απλούστερης ένωσης<br /><b>φρ.</b> «[[τριμερής]] [[μορφή]]»<br /><b>μουσ.</b> [[μουσική]] [[μορφή]] που αποτελείται από [[τρία]] μέρη, το τελευταίο από τα οποία [[είναι]] [[επανάληψη]] του πρώτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τριμερώς</i> / <i>τριμερῶς</i> ΝΑ<br />σε [[τρία]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[πενταμερής]]].
}}
}}