ψιλικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psilikos
|Transliteration C=psilikos
|Beta Code=yiliko/s
|Beta Code=yiliko/s
|Definition=ή, όν, [[of]] or [[for a light-armed soldier]]: <b class="b3">τὰ ψ</b>., = [[οἱ ψιλοί]], the [[light troops]], <span class="bibl">D.S.15.32</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Zeux.</span> 8</span>.
|Definition=ψιλική, ψιλικόν, of or [[for a light-armed soldier]]: <b class="b3">τὰ ψ.</b>, = [[οἱ ψιλοί]], the [[light troops]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.32, cf. Luc.''Zeux.'' 8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] zum [[ψιλός]] gehörig, ihn betreffend, Luc. Zeux. 8; τὸ ψιλικόν, = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] zum [[ψιλός]] gehörig, ihn betreffend, Luc. Zeux. 8; τὸ ψιλικόν, = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen.
}}
{{ls
|lstext='''ψῑλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἐλαφρῶς ὡπλισμένον στρατιώτην, ([[ψιλός]])· τὸ ψιλικόν, τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, οἱ εὔζωνοι, Διόδ. 15. 32, Λουκ. Ζεῦξ. 8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les troupes légères ; τὸ ψιλικόν, corps de troupes légères.<br />'''Étymologie:''' [[ψιλός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les troupes légères ; τὸ ψιλικόν, corps de troupes légères.<br />'''Étymologie:''' [[ψιλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψιλικός -ή -όν [ψιλός] lichtbewapend; bestaande uit lichtgewapenden.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''ψῑλῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για [[ελαφρώς]] οπλισμένο στρατιώτη ([[ψιλός]])· τὰ [[ψιλικά]] = οἱ ψιλοί</i>, οι [[ελαφρώς]] οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, σε Λουκ.
|lsmtext='''ψῑλῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για [[ελαφρώς]] οπλισμένο στρατιώτη ([[ψιλός]])· τὰ [[ψιλικά]] = οἱ ψιλοί</i>, οι [[ελαφρώς]] οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, σε Λουκ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=ψιλικός --όν [ψιλός] lichtbewapend; bestaande uit lichtgewapenden.
|lstext='''ψῑλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἐλαφρῶς ὡπλισμένον στρατιώτην, ([[ψιλός]])· τὸ ψιλικόν, τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, οἱ εὔζωνοι, Διόδ. 15. 32, Λουκ. Ζεῦξ. 8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψῑλῐκός, ή, όν<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] (ψιλόσ); τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, the [[light]] [[troops]], Luc.
|mdlsjtxt=ψῑλῐκός, ή, όν<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] (ψιλόσ); τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, the [[light]] [[troops]], Luc.
}}
}}