στρέβλη: Difference between revisions

m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
mNo edit summary
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strevli
|Transliteration C=strevli
|Beta Code=stre/blh
|Beta Code=stre/blh
|Definition=ἡ, ([[στρεβλός]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[winch]] used in ship-building, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>441</span> (pl.= <b class="b3">τὰ ξύλα τῶν νεῶν ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα</b> (sic, fort. <b class="b3">-μεναι</b>), Hsch.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in pl., the [[twisted cords]] in a [[mechanical]] toy, the untwisting of which releases the motive power, <span class="bibl">Arist.<span class="title">MA</span>701b3</span>,<span class="bibl">9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[clothes-press]], prob. worked by a [[screw]], Plu.2.950a. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> part of a filter, τὸν τρυγώδη διὰ σάκκου καὶ στρέβλης ἠθεῖν οἶνον Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[σακίζειν]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> an [[instrument]] of [[torture]], <span class="bibl">Plb.18.54.7</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>7.4</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.1.6</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>14</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[torture]], λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους <span class="bibl">Diph.88</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>789.15</span> (ii B.C.), <span class="bibl">D.S. 13.86</span> (pl.), Phld.<span class="title">Rh.</span>1.234 S.; <b class="b3">ζημίαι καὶ σ</b>. ib.2.152 S. (pl.).</span>
|Definition=ἡ, ([[στρεβλός]])<br><span class="bld">A</span> [[winch]] used in ship-building, A.''Supp.''441 (pl.= <b class="b3">τὰ ξύλα τῶν νεῶν ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα</b> (sic, fort. -μεναι), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]).<br><span class="bld">2</span> in plural, the [[twisted cords]] in a [[mechanical]] toy, the untwisting of which releases the motive power, Arist.''MA''701b3,9.<br><span class="bld">3</span> [[clothes-press]], prob. worked by a [[screw]], Plu.2.950a.<br><span class="bld">4</span> part of a filter, τὸν τρυγώδη διὰ σάκκου καὶ στρέβλης ἠθεῖν οἶνον Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[σακίζειν]].<br><span class="bld">II</span> an [[instrument]] of [[torture]], Plb.18.54.7, [[LXX]] ''4 Ma.''7.4, J.''AJ''19.1.6, Luc.''Nec.''14, etc.<br><span class="bld">2</span> [[torture]], λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Diph.88, cf.''PTeb.''789.15 (ii B.C.), [[Diodorus Siculus|D.S.]] 13.86 (pl.), Phld.''Rh.''1.234 S.; <b class="b3">ζημίαι καὶ σ.</b> ib.2.152 S. (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] ἡ, eigtl. fem. von [[στρεβλός]], ein Werkzeug zum Drchen, Winde, Rolle, Walze; [[σκάφος]] στρέβλαισιν ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; Plut. prim. frig. 13. – Bes. ein Fol.erwerkzeug, Sp., wie Pol. 18, 37, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] ἡ, eigtl. fem. von [[στρεβλός]], ein Werkzeug zum Drchen, Winde, Rolle, Walze; [[σκάφος]] στρέβλαισιν ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; Plut. prim. frig. 13. – Bes. ein Fol.erwerkzeug, Sp., wie Pol. 18, 37, 7.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[machine pour enlever des fardeaux]], [[cabestan]];<br /><b>2</b> [[machine pour presser]];<br /><b>3</b> [[instrument de torture]].<br />'''Étymologie:''' [[στρεβλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank.
}}
{{elru
|elrutext='''στρέβλη:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[каток]], [[валик]]: [[σκάφος]] στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;<br /><b class="num">2</b> [[ворот]], [[лебедка]] Arst.;<br /><b class="num">3</b> [[винтовой пресс]] Plut.;<br /><b class="num">4</b> [[орудие пытки]], [[дыба]] (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στρέβλη''': ἡ, ([[στρεβλός]]) [[ὄργανον]] πρὸς συστροφὴν ἢ περιαγωγήν, [[στροφεῖον]], [[ὄνος]], «[[μάγγανον]]», «ἀργάτης», Ἀριστ. π. Ζ. Κινήσ. 7, 7 κἑξ.· τοιαῦτα δέ τινα μηχανήματα θὰ ἦσαν καὶ αἱ στρέβλαι ναυτικαὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκ. 441· - [[κοχλίας]], Πλούτ. 2. 950Α. ΙΙ. [[ὄργανον]] [[βασανιστήριον]], Πολύβ. 18. 37, 7, Ἰωσήπ. Μακκ. 7, 4, Λουκ., Ἡσύχ., κλπ. 2) μεταφορ., [[βάσανος]], λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 5.
|lstext='''στρέβλη''': ἡ, ([[στρεβλός]]) [[ὄργανον]] πρὸς συστροφὴν ἢ περιαγωγήν, [[στροφεῖον]], [[ὄνος]], «[[μάγγανον]]», «ἀργάτης», Ἀριστ. π. Ζ. Κινήσ. 7, 7 κἑξ.· τοιαῦτα δέ τινα μηχανήματα θὰ ἦσαν καὶ αἱ στρέβλαι ναυτικαὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκ. 441· - [[κοχλίας]], Πλούτ. 2. 950Α. ΙΙ. [[ὄργανον]] [[βασανιστήριον]], Πολύβ. 18. 37, 7, Ἰωσήπ. Μακκ. 7, 4, Λουκ., Ἡσύχ., κλπ. 2) μεταφορ., [[βάσανος]], λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 5.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> machine pour enlever des fardeaux, cabestan;<br /><b>2</b> machine pour presser;<br /><b>3</b> instrument de torture.<br />'''Étymologie:''' [[στρεβλός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> όργανο κατάλληλο για [[περιστροφή]], [[στροφείο]], [[μάγγανο]]<br /><b>2.</b> όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη [[στρέβλωση]] τών [[άκρων]] τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροχαλία]] χρήσιμη για την [[κατασκευή]] πλοίων<br /><b>2.</b> [[είδος]] υφάσματος κατασκευασμένου, [[πιθανώς]], με τη [[χρήση]] στροφείου<br /><b>3.</b> ελικοειδές [[τμήμα]] διϋλιστήρα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στρέβλαι</i><br />περιεστραμμένα [[σχοινιά]] μηχανής με την [[εκτύλιξη]] τών οποίων προκαλείται η [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[λύπη]], [[βάσανο]] («λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας», Δίφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ουσιαστικός]] τ. του [[στρεβλός]]].
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> όργανο κατάλληλο για [[περιστροφή]], [[στροφείο]], [[μάγγανο]]<br /><b>2.</b> όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη [[στρέβλωση]] τών [[άκρων]] τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροχαλία]] χρήσιμη για την [[κατασκευή]] πλοίων<br /><b>2.</b> [[είδος]] υφάσματος κατασκευασμένου, [[πιθανώς]], με τη [[χρήση]] στροφείου<br /><b>3.</b> ελικοειδές [[τμήμα]] διϋλιστήρα<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ στρέβλαι</i><br />περιεστραμμένα [[σχοινιά]] μηχανής με την [[εκτύλιξη]] τών οποίων προκαλείται η [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[λύπη]], [[βάσανο]] («λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας», Δίφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ουσιαστικός]] τ. του [[στρεβλός]]].
}}
}}
{{elru
{{mantoulidis
|elrutext='''στρέβλη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> каток, валик: [[σκάφος]] στρέβλαισι προσηγμένον Aesch. на катках спущенное (на воду) судно;<br /><b class="num">2)</b> ворот, лебедка Arst.;<br /><b class="num">3)</b> винтовой пресс Plut.;<br /><b class="num">4)</b> орудие пытки, дыба (στρέβλαι καὶ μάστιγες Polyb.).
|mantxt=(=ὄργανο γιά βασανιστήρια). Ἀπό τό [[στρεβλός]], πού παράγεται ἀπό τό [[στρέφω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elnl
|elnltext=στρέβλη -ης, ἡ [~ στρεβλός] lier, katrol (hijswerktuig, bestaande uit een as waarom een touw of kabel gerold wordt). pijnbank.
}}
}}