3,274,216
edits
(CSV import) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orikos | |Transliteration C=orikos | ||
|Beta Code=o)riko/s | |Beta Code=o)riko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀρική, ὀρικόν, ([[ὀρεύς]]) [[of a mule]] or for a [[mule]], ὀρικόν [[ζεῦγος]] = a [[pair]] of [[mule]]s, Pl. ''Ly.''208b, Is.5.43, Aeschin.2.111,3.76, [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.11, Jul.''Or.''2.72a:—the form [[ὀρεικός]] occurs in Thom.Mag.p.253 R. and Suid. (interpol.) and as [[varia lectio|v.l.]] in Pl.l.c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] = [[ὀρεικός]]; [[ζεῦγος]], Is. 5, 43; Plat. Lys. 208 b; Aesch. 2, 111. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] = [[ὀρεικός]]; [[ζεῦγος]], Is. 5, 43; Plat. Lys. 208 b; Aesch. 2, 111. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[de mulet]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεύς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρῐκός:''' [[ὀρεύς]] запряженный мулами: ὀρικὸν [[ζεῦγος]] Plat., Aeschin., Plut. пара мулов. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρῐκός''': -ή, -όν, (ὀρεὺς) ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς ἡμίονον, ὀρ. [[ζεῦγος]], [[ζεῦγος]] ἡμιόνων, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ἰσαῖ. 55. 24, Αἰσχίν. 42. 36, Διόδ. 2. 11 - ὁ [[τύπος]], [[ὀρεικός]] ([[ὅστις]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθότερος) ἀπαντᾷ παρὰ Θωμᾷ τῷ Μαγίστρ. καὶ τῷ Σουΐδ. καὶ ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. [[ὀρεύς]]. | |lstext='''ὀρῐκός''': -ή, -όν, (ὀρεὺς) ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς ἡμίονον, ὀρ. [[ζεῦγος]], [[ζεῦγος]] ἡμιόνων, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ἰσαῖ. 55. 24, Αἰσχίν. 42. 36, Διόδ. 2. 11 - ὁ [[τύπος]], [[ὀρεικός]] ([[ὅστις]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθότερος) ἀπαντᾷ παρὰ Θωμᾷ τῷ Μαγίστρ. καὶ τῷ Σουΐδ. καὶ ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. [[ὀρεύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (Α [[ὁρικός]], -ή, -όν) [[όρος</i> (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ορική [[γωνία]]»<br /><b>φυσ.</b> η ελάχιστη [[γωνία]] πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας [[πάνω]] στη διαχωριστική [[επιφάνεια]] δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη [[συνέχεια]] παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] αυτή<br />β) «ορικό [[στρώμα]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> <b>βλ.</b> [[οριακός]] («οριακό [[στρώμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όριο, δηλ. στην [[υποδιαίρεση]] ενός ζωδιακού σημείου το οποίο [[είναι]] προσαρτημένο σε έναν πλανήτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁρικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> σε [[σχέση]] με τη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> με ορικό τρόπο.<br /><b>(II)</b><br />[[ὀρικός]] καί [[ὀρεικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μουλάρι]] ή αυτός που αρμόζει σε [[μουλάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρεύς]] «[[μουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. - | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό (Α [[ὁρικός]], -ή, -όν) [[όρος</i> (Ι)]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ορική [[γωνία]]»<br /><b>φυσ.</b> η ελάχιστη [[γωνία]] πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας [[πάνω]] στη διαχωριστική [[επιφάνεια]] δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη [[συνέχεια]] παράλληλα [[προς]] την [[επιφάνεια]] αυτή<br />β) «ορικό [[στρώμα]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> <b>βλ.</b> [[οριακός]] («οριακό [[στρώμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όριο, δηλ. στην [[υποδιαίρεση]] ενός ζωδιακού σημείου το οποίο [[είναι]] προσαρτημένο σε έναν πλανήτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁρικῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> σε [[σχέση]] με τη [[χάραξη]] ορίων, συνόρων<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> με ορικό τρόπο.<br /><b>(II)</b><br />[[ὀρικός]] καί [[ὀρεικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μουλάρι]] ή αυτός που αρμόζει σε [[μουλάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρεύς]] «[[μουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -ικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρῐκός:''' -ή, -όν ([[ὀρεύς]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μουλάρια, ὀρικὸν [[ζεῦγος]], [[ζευγάρι]] μουλαριών, σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''ὀρῐκός:''' -ή, -όν ([[ὀρεύς]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μουλάρια, ὀρικὸν [[ζεῦγος]], [[ζευγάρι]] μουλαριών, σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |