ὠμοβόειος: Difference between revisions

m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omovoeios
|Transliteration C=omovoeios
|Beta Code=w)mobo/eios
|Beta Code=w)mobo/eios
|Definition=α, ον, Ion. ὠμο-βόεος, or ὠμο-βόϊνος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">of raw, untanned ox-hide</b>, ἀσπίδας ὠμοβοΐνας <span class="bibl">Hdt.7.76</span>,<span class="bibl">79</span>; <b class="b3">γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[-βόϊνα]]) <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.7.22</span>; <b class="b3">δερμάτων ὠμοβοείων</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[βοΐνων]]) ib.<span class="bibl">26</span>; <b class="b3">σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις</b> ib.<span class="bibl">7.3.32</span> codd.:—<b class="b3">ἡ ὠμοβοέη</b> (sc. [[δορά]]), [[a raw ox-hide]] (cf. [[λεοντέη]], etc.), <span class="bibl">Hdt.3.9</span>, <span class="bibl">4.65</span>: in later writers usually in form ὠμο-βόϊνος, <span class="bibl">Str.15.1.42</span>, <span class="bibl">D.S.3.8</span>, etc.: acc. pl. [[ὠμοβοεῖς]] in <span class="title">AP</span>6.21.4 is formed by a false analogy, as if fr. [[ὠμοβοεύς]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον... καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα</b> . . having set before me a slice [[of raw beef]], and mixed me three cups [[yet more raw than beef]], AP11.137 (Lucill.).</span>
|Definition=α, ον, Ion. [[ὠμοβόεος]], or [[ὠμοβόϊνος]],<br><span class="bld">A</span> [[of raw]], [[untanned ox-hide]], ἀσπίδας ὠμοβοΐνας [[Herodotus|Hdt.]]7.76,79; <b class="b3">γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια</b> ([[varia lectio|v.l.]] ὠμοβόϊνα) X.''An.''4.7.22; <b class="b3">δερμάτων ὠμοβοείων</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[βοΐνων]]) ib.26; <b class="b3">σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις</b> ib.7.3.32 codd.:—ἡ [[ὠμοβοέη]] (''[[sc.]]'' [[δορά]]), a [[raw ox-hide]] (cf. [[λεοντέη]], etc.), [[Herodotus|Hdt.]]3.9, 4.65: in later writers usually in form [[ὠμοβόϊνος]], Str.15.1.42, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.8, etc.: acc. pl. ὠμοβοεῖς in ''AP''6.21.4 is formed by a false analogy, as if fr. [[ὠμοβοεύς]].<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον... καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα</b>.. having set [[before]] me a ''slice'' [[of raw beef]], and [[mix]]ed me three [[cup]]s [[yet more raw than beef]], AP11.137 (Lucill.).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[de cuir de bœuf non tanné]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[βοῦς]].
}}
{{pape
|ptext=3, auch 2 Endgn, = [[ὠμοβόεος]]; ὠμοβοείου [[μοι]] περαθεὶς τόμον … καὶ [[τρία]] [[μοι]] κεράσας ὠμοβοειότερα Lucill. 73 (XI.137), <i>Wein, noch [[roher]] als das [[Rindfleisch]], d.i. [[schlecht]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοβόειος:''' и [[ὠμοβόεος]] 3 [[ὠμός]] из невыделанной бычачьей шкуры (δέρματα Her.; γέρρα Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠμοβόειος''': -α, -ον, Ἰων. -βόεος, ἢ ὠμοβόϊνος, ἐξ ὠμοῦ δηλ. ἀκατεργάστου δέρματος βοοὸς πεποιημένος, ῥαψάμενος τῶν ὠμοβοέων Ἡρόδ. 3. 9· ἀσπίδας ὠμοβοΐνας, (ἓν Ἀντίγρ. ἔχει -βοείας) ὁ αὐτ. 7. 76, 79· γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (διαφ. γραφ. -βόϊνα) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22· δερμάτων ὠμοβοΐνων (διάφ. γραφ. -βοείων) [[αὐτόθι]] 26 σάλπιγξιν ὠμοβοΐνας [[αὐτόθι]] 7. 3, 16· ― ἡ ὠμοβοέη (ἐξυπακ. δορὰ), ἀκατέργαστον δέρμα βοὸς (πρβλ. [[λεοντέη]], κλπ.), Ἡρόδ. 3. 9, 4. 65. (Παρὰ τοὶς μεταγενεστέροις ἐπεκράτησεν ὁ [[τύπος]] -βόϊνος, [[οἷον]] παρὰ Στράβ. 704, Διοδ. 3. 8, κλπ.· ἡ αἰτ. πληθ. ὠμοβοεῖς ἐν Ἀνθ. Παλατ. 6. 21, ἐσχηματίσθη κατὰ πλημμελῆ [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. ὠμοβοεύς.) ΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 137, ὑπάρχει ἀστεία [[χρῆσις]], ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον, Ἡλιόδωρε, καὶ [[τρία]] μοι κεράσας ὠμοβοειότερα, εὐθὺ κατακλύζεις ἐπιγράμμασιν, ἀφ’ οὗ μοὶ παρέθηκας [[τεμάχιον]] ὠμοῦ βοείου κρέατος καὶ μοὶ ἐκεράσας [[τρία]] ποτήρια ὠμότερα τοῦ κρέατος, εὐθὺς κτλ.
|lstext='''ὠμοβόειος''': -α, -ον, Ἰων. -βόεος, ἢ ὠμοβόϊνος, ἐξ ὠμοῦ δηλ. ἀκατεργάστου δέρματος βοοὸς πεποιημένος, ῥαψάμενος τῶν ὠμοβοέων Ἡρόδ. 3. 9· ἀσπίδας ὠμοβοΐνας, (ἓν Ἀντίγρ. ἔχει -βοείας) ὁ αὐτ. 7. 76, 79· γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (διαφ. γραφ. -βόϊνα) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22· δερμάτων ὠμοβοΐνων (διάφ. γραφ. -βοείων) [[αὐτόθι]] 26 σάλπιγξιν ὠμοβοΐνας [[αὐτόθι]] 7. 3, 16· ― ἡ ὠμοβοέη (ἐξυπακ. δορὰ), ἀκατέργαστον δέρμα βοὸς (πρβλ. [[λεοντέη]], κλπ.), Ἡρόδ. 3. 9, 4. 65. (Παρὰ τοὶς μεταγενεστέροις ἐπεκράτησεν ὁ [[τύπος]] -βόϊνος, [[οἷον]] παρὰ Στράβ. 704, Διοδ. 3. 8, κλπ.· ἡ αἰτ. πληθ. ὠμοβοεῖς ἐν Ἀνθ. Παλατ. 6. 21, ἐσχηματίσθη κατὰ πλημμελῆ [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. ὠμοβοεύς.) ΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 137, ὑπάρχει ἀστεία [[χρῆσις]], ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον, Ἡλιόδωρε, καὶ [[τρία]] μοι κεράσας ὠμοβοειότερα, εὐθὺ κατακλύζεις ἐπιγράμμασιν, ἀφ’ οὗ μοὶ παρέθηκας [[τεμάχιον]] ὠμοῦ βοείου κρέατος καὶ μοὶ ἐκεράσας [[τρία]] ποτήρια ὠμότερα τοῦ κρέατος, εὐθὺς κτλ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de cuir de bœuf non tanné.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[βοῦς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠμοβόειος:''' Ιων. -[[βόεος]] ή [[ὠμοβόϊνος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που φτιάχτηκε από ωμό, ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἡ [[ὠμοβοέη]] (ενν. [[δορά]]), ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὠμοβόειος:''' Ιων. -[[βόεος]] ή [[ὠμοβόϊνος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που φτιάχτηκε από ωμό, ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἡ [[ὠμοβοέη]] (ενν. [[δορά]]), ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοβόειος:''' и [[ὠμοβόεος]] 3 [[ὠμός]] из невыделанной бычачьей шкуры (δέρματα Her.; γέρρα Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠμο-[[βόειος]], ιονιξ -[[βόεος]], or [[ὠμοβόϊνος]], η, ον<br />of raw, [[untanned]] ox-[[hide]], Hdt., Xen.:— ἡ [[ὠμοβοέη]] (sc. [[δορά]]) a raw ox-[[hide]], Hdt.
|mdlsjtxt=ὠμο-[[βόειος]], ''Ionic'' -[[βόεος]], or [[ὠμοβόϊνος]], η, ον<br />of raw, [[untanned]] ox-[[hide]], Hdt., Xen.:— ἡ [[ὠμοβοέη]] (''[[sc.]]'' [[δορά]]) a raw ox-[[hide]], Hdt.
}}
}}