3,274,873
edits
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omovoeios | |Transliteration C=omovoeios | ||
|Beta Code=w)mobo/eios | |Beta Code=w)mobo/eios | ||
|Definition=α, ον, Ion. | |Definition=α, ον, Ion. [[ὠμοβόεος]], or [[ὠμοβόϊνος]],<br><span class="bld">A</span> [[of raw]], [[untanned ox-hide]], ἀσπίδας ὠμοβοΐνας [[Herodotus|Hdt.]]7.76,79; <b class="b3">γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια</b> ([[varia lectio|v.l.]] ὠμοβόϊνα) X.''An.''4.7.22; <b class="b3">δερμάτων ὠμοβοείων</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[βοΐνων]]) ib.26; <b class="b3">σάλπιγξιν ὠμοβοΐναις</b> ib.7.3.32 codd.:—ἡ [[ὠμοβοέη]] (''[[sc.]]'' [[δορά]]), a [[raw ox-hide]] (cf. [[λεοντέη]], etc.), [[Herodotus|Hdt.]]3.9, 4.65: in later writers usually in form [[ὠμοβόϊνος]], Str.15.1.42, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.8, etc.: acc. pl. ὠμοβοεῖς in ''AP''6.21.4 is formed by a false analogy, as if fr. [[ὠμοβοεύς]].<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον... καὶ τρία μοι κεράσας ὠμοβοειότερα</b>.. having set [[before]] me a ''slice'' [[of raw beef]], and [[mix]]ed me three [[cup]]s [[yet more raw than beef]], AP11.137 (Lucill.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />[[de cuir de bœuf non tanné]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[βοῦς]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=3, auch 2 Endgn, = [[ὠμοβόεος]]; ὠμοβοείου [[μοι]] περαθεὶς τόμον … καὶ [[τρία]] [[μοι]] κεράσας ὠμοβοειότερα Lucill. 73 (XI.137), <i>Wein, noch [[roher]] als das [[Rindfleisch]], d.i. [[schlecht]]</i>. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠμοβόειος:''' и [[ὠμοβόεος]] 3 [[ὠμός]] из невыделанной бычачьей шкуры (δέρματα Her.; γέρρα Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμοβόειος''': -α, -ον, Ἰων. -βόεος, ἢ ὠμοβόϊνος, ἐξ ὠμοῦ δηλ. ἀκατεργάστου δέρματος βοοὸς πεποιημένος, ῥαψάμενος τῶν ὠμοβοέων Ἡρόδ. 3. 9· ἀσπίδας ὠμοβοΐνας, (ἓν Ἀντίγρ. ἔχει -βοείας) ὁ αὐτ. 7. 76, 79· γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (διαφ. γραφ. -βόϊνα) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22· δερμάτων ὠμοβοΐνων (διάφ. γραφ. -βοείων) [[αὐτόθι]] 26 σάλπιγξιν ὠμοβοΐνας [[αὐτόθι]] 7. 3, 16· ― ἡ ὠμοβοέη (ἐξυπακ. δορὰ), ἀκατέργαστον δέρμα βοὸς (πρβλ. [[λεοντέη]], κλπ.), Ἡρόδ. 3. 9, 4. 65. (Παρὰ τοὶς μεταγενεστέροις ἐπεκράτησεν ὁ [[τύπος]] -βόϊνος, [[οἷον]] παρὰ Στράβ. 704, Διοδ. 3. 8, κλπ.· ἡ αἰτ. πληθ. ὠμοβοεῖς ἐν Ἀνθ. Παλατ. 6. 21, ἐσχηματίσθη κατὰ πλημμελῆ [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. ὠμοβοεύς.) ΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 137, ὑπάρχει ἀστεία [[χρῆσις]], ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον, Ἡλιόδωρε, καὶ [[τρία]] μοι κεράσας ὠμοβοειότερα, εὐθὺ κατακλύζεις ἐπιγράμμασιν, ἀφ’ οὗ μοὶ παρέθηκας [[τεμάχιον]] ὠμοῦ βοείου κρέατος καὶ μοὶ ἐκεράσας [[τρία]] ποτήρια ὠμότερα τοῦ κρέατος, εὐθὺς κτλ. | |lstext='''ὠμοβόειος''': -α, -ον, Ἰων. -βόεος, ἢ ὠμοβόϊνος, ἐξ ὠμοῦ δηλ. ἀκατεργάστου δέρματος βοοὸς πεποιημένος, ῥαψάμενος τῶν ὠμοβοέων Ἡρόδ. 3. 9· ἀσπίδας ὠμοβοΐνας, (ἓν Ἀντίγρ. ἔχει -βοείας) ὁ αὐτ. 7. 76, 79· γέρρα δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια (διαφ. γραφ. -βόϊνα) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22· δερμάτων ὠμοβοΐνων (διάφ. γραφ. -βοείων) [[αὐτόθι]] 26 σάλπιγξιν ὠμοβοΐνας [[αὐτόθι]] 7. 3, 16· ― ἡ ὠμοβοέη (ἐξυπακ. δορὰ), ἀκατέργαστον δέρμα βοὸς (πρβλ. [[λεοντέη]], κλπ.), Ἡρόδ. 3. 9, 4. 65. (Παρὰ τοὶς μεταγενεστέροις ἐπεκράτησεν ὁ [[τύπος]] -βόϊνος, [[οἷον]] παρὰ Στράβ. 704, Διοδ. 3. 8, κλπ.· ἡ αἰτ. πληθ. ὠμοβοεῖς ἐν Ἀνθ. Παλατ. 6. 21, ἐσχηματίσθη κατὰ πλημμελῆ [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. ὠμοβοεύς.) ΙΙ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 137, ὑπάρχει ἀστεία [[χρῆσις]], ὠμοβοείου μοι παραθεὶς τόμον, Ἡλιόδωρε, καὶ [[τρία]] μοι κεράσας ὠμοβοειότερα, εὐθὺ κατακλύζεις ἐπιγράμμασιν, ἀφ’ οὗ μοὶ παρέθηκας [[τεμάχιον]] ὠμοῦ βοείου κρέατος καὶ μοὶ ἐκεράσας [[τρία]] ποτήρια ὠμότερα τοῦ κρέατος, εὐθὺς κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠμοβόειος:''' Ιων. -[[βόεος]] ή [[ὠμοβόϊνος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που φτιάχτηκε από ωμό, ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἡ [[ὠμοβοέη]] (ενν. [[δορά]]), ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὠμοβόειος:''' Ιων. -[[βόεος]] ή [[ὠμοβόϊνος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που φτιάχτηκε από ωμό, ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἡ [[ὠμοβοέη]] (ενν. [[δορά]]), ακατέργαστο [[δέρμα]] βοδιού, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὠμο-[[βόειος]], | |mdlsjtxt=ὠμο-[[βόειος]], ''Ionic'' -[[βόεος]], or [[ὠμοβόϊνος]], η, ον<br />of raw, [[untanned]] ox-[[hide]], Hdt., Xen.:— ἡ [[ὠμοβοέη]] (''[[sc.]]'' [[δορά]]) a raw ox-[[hide]], Hdt. | ||
}} | }} |