ὀρεχθέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "Aerger" to "Ärger"
m (Text replacement - " usu. " to " usually ")
m (Text replacement - "Aerger" to "Ärger")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orechtheo
|Transliteration C=orechtheo
|Beta Code=o)rexqe/w
|Beta Code=o)rexqe/w
|Definition=Ep.Verb, once in Hom., <span class="sense"><span class="bld">A</span> βόες . . ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι <span class="bibl">Il.23.30</span>: expld. by most Gramm. of the death-[[rattle]] in the throat (as though cogn. with [[ῥοχθέω]]) (<b class="b3">κατὰ μίμησιν ἤχου τραχέος... ἀντὶ τοῦ ἔστενον ἀναιρούμενοι</b> Sch.Tad loc., cf. <span class="bibl">Eust.1285.60</span> sq., Apollon. <span class="title">Lex.</span>, Hsch., etc.); but also as cogn. with <b class="b3">ὀρέγομαι, ἀναιρούμενοι ὠρέγοντο ἤτοι ἐξετείνοντο</b> Eust.l.c. (cf. Sch. T, Zonar., etc.), i.e. [[they were stretching themselves]], [[struggling]], in the throes of death.—In later Poets it seems freq. to mean [[swell up]], especially of the heart when stirred by emotion, like [[ὀρίνομαι]], τῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span> 1368</span>; <b class="b3">νεάτη δ' ὑπὸ κύστις ὀρεχθεῖ</b> the bladder [[swells]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>340</span>; <b class="b3">σφακέλῳ δέ οἱ ἔνδον ὀρεχθεῖ μαινομένη κραδίη</b>, of a dying whale, <span class="bibl">Opp. <span class="title">H.</span>2.583</span>; τῇ δὲ . . δέδεται κέαρ ἔνδοθεν ἄτῃ, οὐδ' ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον γόον, ὅσσον ὀρεχθεῖ <span class="bibl">A.R.1.275</span>; καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ἐελδομένῳ στηθέων ἐξ αἷμα κεδάσσαι <span class="bibl">Id.2.49</span>: in <span class="bibl">Aristias 6</span>, [[μύκαισι]] ([[μυκαῖσι]] Schneidewin) <b class="b3">δ' ὠρέχθει τὸ λάϊνον πέδον</b>, it must have the sense of [[ῥοχθέω]] if [[μυκαῖσι]] is accepted; <b class="b3">θάλασσαν ἔα ποτὶ χερσὸν ὀρεχθεῖν</b> let the sea [[roar]] landwards, <span class="bibl">Theoc.11.43</span> (cf. βοάω <span class="bibl">1.2</span>, [[ἐρεύγομαι]] (B)).</span>
|Definition=Ep. Verb, once in Hom., βόες.. ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι Il.23.30: expld. by most Gramm. of the death-[[rattle]] in the throat (as though cogn. with [[ῥοχθέω]]) (<b class="b3">κατὰ μίμησιν ἤχου τραχέος... ἀντὶ τοῦ ἔστενον ἀναιρούμενοι</b> Sch.Tad loc., cf. Eust.1285.60 sq., Apollon. ''Lex.'', [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], etc.); but also as cogn. with <b class="b3">ὀρέγομαι, ἀναιρούμενοι ὠρέγοντο ἤτοι ἐξετείνοντο</b> Eust.l.c. (cf. Sch. T, Zonar., etc.), i.e. [[they were stretching themselves]], [[struggling]], in the throes of death.—In later Poets it seems freq. to mean [[swell up]], especially of the heart when stirred by emotion, like [[ὀρίνομαι]], τῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; Ar.''Nu.'' 1368; <b class="b3">νεάτη δ' ὑπὸ κύστις ὀρεχθεῖ</b> the bladder [[swells]], Nic.''Al.''340; <b class="b3">σφακέλῳ δέ οἱ ἔνδον ὀρεχθεῖ μαινομένη κραδίη</b>, of a dying whale, Opp. ''H.''2.583; τῇ δὲ.. δέδεται κέαρ ἔνδοθεν ἄτῃ, οὐδ' ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον γόον, ὅσσον ὀρεχθεῖ A.R.1.275; καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ἐελδομένῳ στηθέων ἐξ αἷμα κεδάσσαι Id.2.49: in Aristias 6, [[μύκαισι]] ([[μυκαῖσι]] Schneidewin) <b class="b3">δ' ὠρέχθει τὸ λάϊνον πέδον</b>, it must have the sense of [[ῥοχθέω]] if [[μυκαῖσι]] is accepted; <b class="b3">θάλασσαν ἔα ποτὶ χερσὸν ὀρεχθεῖν</b> let the sea [[roar]] landwards, Theoc.11.43 (cf. [[βοάω]] 1.2, [[ἐρεύγομαι]] (B)).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] (vgl. [[ῥοχθέω]]), 1) [[brüllen]]; vom Stiere, Il. 23, 30; vom Meere, brüllend brausen, Theocr. 11, 43; Schol. Ar. Nubb. 1350, wo übertr. steht πῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν, vor Aerger heftig schlagen, knurren, erkl. es [[μίμημα]] τραχέος ἤχου γενομένου ἐν τῷ σφάζεσθαι βοῦν; Schol. Ap. Rh. 1, 275 u. 2, 49 erkl. es durch [[στένω]]. So ist auch [[πᾶν]] ὀρεχθεῖ [[δάπεδον]] Aesch. fr. 146 bei Strab. 12 a. E. zu nehmen; zweifelhaft μύκαισι δ' ὠρέχθει τὸ λάϊνον [[πέδον]], Aristias bei Ath. II, 60 b. – 2) = [[ὀρέγω]], heftig wonach begehren, bei sp. D., [[καί]] οἱ ὀρέχθει θυμὸς ἐελδομένῳ στηθέων ἐξ [[αἷμα]] κεδάσσαι, Ap. Rh. 2, 49; οὐδ' ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον [[γόον]] ὅσσον ὀρεχθεῖ, 1, 275; vgl. Nic. Al. 340; Opp. Hal. 2, 583. Nach Eust. führten schon alte Erkl. auch die homerischen Stellen auf [[ὀρέγω]] zurück und erkl. ἀναιρούμενοτ ὠρέγοντο, ἐξετείνοντο, wie Passow übh. die erste Bdtg verwerfen möchte, von dem Rinde »sich strecken, hingestreckt liegen« (wie es nachher von den Schweinen heißt εὑόμενοι τανύοντο), und von dem Meere bei Theocr. »es erstreckt sich, wälzt sich heran« erklärend; was an sich zwar möglich, aber nicht nothwendig ist, da ο oft als Präfixum erscheint, ohne die Bdtg zu ändern. S. übrigens Spitzner exc. zur Il. XXXIV.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] (vgl. [[ῥοχθέω]]), 1) [[brüllen]]; vom Stiere, Il. 23, 30; vom Meere, brüllend brausen, Theocr. 11, 43; Schol. Ar. Nubb. 1350, wo übertr. steht πῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν, vor Ärger heftig schlagen, knurren, erkl. es [[μίμημα]] τραχέος ἤχου γενομένου ἐν τῷ σφάζεσθαι βοῦν; Schol. Ap. Rh. 1, 275 u. 2, 49 erkl. es durch [[στένω]]. So ist auch [[πᾶν]] ὀρεχθεῖ [[δάπεδον]] Aesch. fr. 146 bei Strab. 12 a. E. zu nehmen; zweifelhaft μύκαισι δ' ὠρέχθει τὸ λάϊνον [[πέδον]], Aristias bei Ath. II, 60 b. – 2) = [[ὀρέγω]], heftig wonach begehren, bei sp. D., [[καί]] οἱ ὀρέχθει θυμὸς ἐελδομένῳ στηθέων ἐξ [[αἷμα]] κεδάσσαι, Ap. Rh. 2, 49; οὐδ' ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον [[γόον]] ὅσσον ὀρεχθεῖ, 1, 275; vgl. Nic. Al. 340; Opp. Hal. 2, 583. Nach Eust. führten schon alte Erkl. auch die homerischen Stellen auf [[ὀρέγω]] zurück und erkl. ἀναιρούμενοτ ὠρέγοντο, ἐξετείνοντο, wie Passow übh. die erste Bdtg verwerfen möchte, von dem Rinde »sich strecken, hingestreckt liegen« (wie es nachher von den Schweinen heißt εὑόμενοι τανύοντο), und von dem Meere bei Theocr. »es erstreckt sich, wälzt sich heran« erklärend; was an sich zwar möglich, aber nicht nothwendig ist, da ο oft als Präfixum erscheint, ohne die Bdtg zu ändern. S. übrigens Spitzner exc. zur Il. XXXIV.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. épq.</i> ὀρέχθεον;<br /><b>1</b> [[s'étendre]] ; se prolonger;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tendre vers, désirer;<br /><b>3</b> <i>sel. d'autres</i> mugir, gronder de colère, palpiter (<i>cf.</i> [[ῥοχθέω]]).<br />'''Étymologie:''' [[ὀρέγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεχθέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[реветь]] ([[βόες]] ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι Hom.): θάλασσαν ἔα [[ποτὶ]] χέρσον ὀρεχθεῖν Theocr. пусть ревет море, (разбиваясь) о берег;<br /><b class="num">2</b> [[трепетать]], [[дрожать]]: [[πῶς]] οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; Arph. можете себе представить, как затрепетало (от негодования) мое сердце?
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρεχθέω''': [[ῥῆμα]] ἀμφιβόλου σημασίας ἐν Ἰλ. Ψ. 30, βόες … ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι. Οἱ πλεῖστοι τῶν ἀρχαίων ἑρμηνευτῶν ἐξελάμβανον τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ὡς σημαῖνον τὸν τραχὺν ἦχον τὸν ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου ἐκπεμπόμενον ἐκ τοῦ λάρυγγος τοῦ σφαζομένου ζῴου (κατὰ μίμησιν ἤχου τραχέος ..., ἀντὶ τοῦ ἔστενον ἀναιρούμενοι Schol. Vict. ἐν τόπῳ, πρβλ. Εὐστάθ. 1285. 60 κἑξ., Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ., Ἡσύχ., κτλ.)· -τινὲς ἐξ αὐτῶν δίδουσι καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, δηλ. ἀναιρούμενοι ὠρέγοντο [[ἤτοι]] ἐξετείνοντο Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ. (πρβλ. Ζωναρ., κτλ.), δηλ. ἐξηπλοῦντο ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, «ἐτεντώνοντο». Ἐπὶ τῆς προτέρας σημασίας τὸ [[ὀρεχθέω]] πρέπει νὰ [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ [[ῥοχθέω]], ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας τῷ ὀρέγομαι. - Παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1368 ἡ [[λέξις]] ἐτέθη ἐπὶ παλμοῦ ἢ πατάγου τῆς καρδίας, καὶ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2, 583, ὁ Θεόκριτ. δὲ (ἐν 11, 43) ἐπὶ θαλάσσης τὴν λέξιν τίθησι καθ’ ὁμοιότητα τοῦ Ὁμηρικοῦ: «ῥόχθει γὰρ μέγα [[κῦμα]]» (Ὀδ. Ε. 402): - μεταφορ. ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, μετ’ ἀπαρ., οὐδ’ ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον [[γόον]], ὅσσον ὀρεχθεῖ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 275· καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ... ἐξ [[αἷμα]] κεδάσσαι ὁ αὐτ. Β. 49· - τὸ τοῦ Ἀριστίου παρ’ Ἀθην. 60Β, μύκαισι δ’ ὠρέχθει τὸ λάϊνον [[πέδον]], πρέπει νὰ ἔχῃ τὴν σημασ. τοῦ [[ῥοχθέω]]· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 154 ὁ Meineke ἀποκατέστησεν Ἐρέχθειον. - Ἴδε τὴν ἐξέτασιν τῆς λέξ. παρὰ τῷ Spitzn. ad Il. Excurs. 34.
|lstext='''ὀρεχθέω''': [[ῥῆμα]] ἀμφιβόλου σημασίας ἐν Ἰλ. Ψ. 30, βόες … ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι. Οἱ πλεῖστοι τῶν ἀρχαίων ἑρμηνευτῶν ἐξελάμβανον τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ὡς σημαῖνον τὸν τραχὺν ἦχον τὸν ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου ἐκπεμπόμενον ἐκ τοῦ λάρυγγος τοῦ σφαζομένου ζῴου (κατὰ μίμησιν ἤχου τραχέος ..., ἀντὶ τοῦ ἔστενον ἀναιρούμενοι Schol. Vict. ἐν τόπῳ, πρβλ. Εὐστάθ. 1285. 60 κἑξ., Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ., Ἡσύχ., κτλ.)· -τινὲς ἐξ αὐτῶν δίδουσι καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, δηλ. ἀναιρούμενοι ὠρέγοντο [[ἤτοι]] ἐξετείνοντο Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ. (πρβλ. Ζωναρ., κτλ.), δηλ. ἐξηπλοῦντο ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, «ἐτεντώνοντο». Ἐπὶ τῆς προτέρας σημασίας τὸ [[ὀρεχθέω]] πρέπει νὰ [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ [[ῥοχθέω]], ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας τῷ ὀρέγομαι. - Παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1368 ἡ [[λέξις]] ἐτέθη ἐπὶ παλμοῦ ἢ πατάγου τῆς καρδίας, καὶ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2, 583, ὁ Θεόκριτ. δὲ (ἐν 11, 43) ἐπὶ θαλάσσης τὴν λέξιν τίθησι καθ’ ὁμοιότητα τοῦ Ὁμηρικοῦ: «ῥόχθει γὰρ μέγα [[κῦμα]]» (Ὀδ. Ε. 402): - μεταφορ. ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, μετ’ ἀπαρ., οὐδ’ ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον [[γόον]], ὅσσον ὀρεχθεῖ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 275· καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ... ἐξ [[αἷμα]] κεδάσσαι ὁ αὐτ. Β. 49· - τὸ τοῦ Ἀριστίου παρ’ Ἀθην. 60Β, μύκαισι δ’ ὠρέχθει τὸ λάϊνον [[πέδον]], πρέπει νὰ ἔχῃ τὴν σημασ. τοῦ [[ῥοχθέω]]· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 154 ὁ Meineke ἀποκατέστησεν Ἐρέχθειον. - Ἴδε τὴν ἐξέτασιν τῆς λέξ. παρὰ τῷ Spitzn. ad Il. Excurs. 34.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. épq.</i> ὀρέχθεον;<br /><b>1</b> s’étendre ; se prolonger;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tendre vers, désirer;<br /><b>3</b> <i>sel. d’autres</i> mugir, gronder de colère, palpiter (<i>cf.</i> [[ῥοχθέω]]).<br />'''Étymologie:''' [[ὀρέγω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεχθέω:''' μόνο σε Ενεστ. και Επικ. παρατ. <i>ὀρέχθεον</i>, [[είτε]] τεντώνομαι ή [[αγκομαχώ]] στην επιθανάτιο [[αγωνία]] (από <i>ὀρέγομαι</i>) ή (συγγενές προς το [[ῥοχθέω]]), [[πνέω]] τα λοίσθια, [[ψυχορραγώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[καρδιά]], πάλλομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[θάλασσα]], διπλώνεται στον εαυτό της, αναδιπλώνεται προς την [[παραλία]], σηκώνει [[κύμα]], σε Θεόκρ. (Δωρ. απαρ. <i>ὀρεχθῆν</i>).
|lsmtext='''ὀρεχθέω:''' μόνο σε Ενεστ. και Επικ. παρατ. <i>ὀρέχθεον</i>, [[είτε]] τεντώνομαι ή [[αγκομαχώ]] στην επιθανάτιο [[αγωνία]] (από <i>ὀρέγομαι</i>) ή (συγγενές προς το [[ῥοχθέω]]), [[πνέω]] τα λοίσθια, [[ψυχορραγώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[καρδιά]], πάλλομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[θάλασσα]], διπλώνεται στον εαυτό της, αναδιπλώνεται προς την [[παραλία]], σηκώνει [[κύμα]], σε Θεόκρ. (Δωρ. απαρ. <i>ὀρεχθῆν</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεχθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> реветь ([[βόες]] ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι Hom.): θάλασσαν ἔα [[ποτὶ]] χέρσον ὀρεχθεῖν Theocr. пусть ревет море, (разбиваясь) о берег;<br /><b class="num">2)</b> трепетать, дрожать: [[πῶς]] οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; Arph. можете себе представить, как затрепетало (от негодования) мое сердце?
}}
}}
{{etym
{{etym