ῥυμοτομέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "theilen" to "teilen"
(6_20)
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rymotomeo
|Transliteration C=rymotomeo
|Beta Code=r(umotome/w
|Beta Code=r(umotome/w
|Definition=<b class="b3">πόλιν,</b> (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ῥύμη <span class="bibl">11</span>) <b class="b2">divide</b> a town <b class="b2">by streets</b>, <span class="bibl">D.S.17.52</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span> 3.5.2</span>:—Pass., πόλις κακῶς, καινῶς, ἐρρυμοτομημένη <span class="bibl">Dicaearch. 1.1</span>,<span class="bibl">12</span>; τετράπυλος ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας <span class="bibl">Str.12.4.7</span>, cf. <span class="bibl">Cleom.2.1</span>.</span>
|Definition=<b class="b3">πόλιν,</b> (ῥύμη ''ΙΙ'') [[divide]] a town [[by streets]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.52, J.''BJ'' 3.5.2:—Pass., πόλις κακῶς, καινῶς, ἐρρυμοτομημένη Dicaearch. 1.1,12; τετράπυλος ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Str.12.4.7, cf. Cleom.2.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] πόλιν, die Stadt in Straßen, Viertel zerschneiden, eintheilen, D. Sic. 17, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] πόλιν, die Stadt in Straßen, Viertel zerschneiden, einteilen, D. Sic. 17, 52.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῡμοτομέω''': πόλιν, διαιρῶ πόλιν εἰς ὁδοὺς ἢ συνοικίας, διαμετρήσας τὸν τόπον καὶ ῥυμοτομήσας φιλοτέχνως Διόδ. 17. 52· ῥυμοτομήσας δὲ εὐδιαθέτως [[εἴσω]] τὸ [[στρατόπεδον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 5, 2· - Παθ., ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Στράβ. 565. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυμοτομεῖται· εἰς ὀρθὸν κόπτεται.».
|lstext='''ῥῡμοτομέω''': πόλιν, διαιρῶ πόλιν εἰς ὁδοὺς ἢ συνοικίας, διαμετρήσας τὸν τόπον καὶ ῥυμοτομήσας φιλοτέχνως Διόδ. 17. 52· ῥυμοτομήσας δὲ εὐδιαθέτως [[εἴσω]] τὸ [[στρατόπεδον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 5, 2· - Παθ., ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Στράβ. 565. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυμοτομεῖται· εἰς ὀρθὸν κόπτεται.».
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῡμοτομέω:''' [[ῥύμη]] 5] разделять (город) на кварталы или улицы, планировать Diod.
}}
}}