3,273,006
edits
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=merikos | |Transliteration C=merikos | ||
|Beta Code=meriko/s | |Beta Code=meriko/s | ||
|Definition= | |Definition=μερική, μερικόν,<br><span class="bld">A</span> [[partial]], ἔκλειψις Cleom.2.6, al.; [[minutely subdivided]], <b class="b3">ἐν τοῖς μερικωτέροις [κλίμασι]</b> Id.1.11.<br><span class="bld">II</span> [[particular]], [[individual]], [[special]], Aristipp. ap. D.L.2.87, Demetr.Lac.''Herc.''1055.16, Hero *Deff.136.11 (Comp.), Porph.''Sent.''22, Jul.''Gal.''148c, etc.; <b class="b3">μ. ψυχή, νοῦς</b>, Procl.''Inst.''109, cf. Dam.''Pr.''397; μ. καὶ θνητὸν ζῷον Hierocl.''in CA'' 24p.474M. Adv. [[μερικῶς]] Gal.16.411, Porph.''Sent.''22, etc.; opp. [[καθολικῶς]], A.D.''Adv.''123.1: Comp. μερικώτερον ib.138.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] zum | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] zum Teile gehörig, theilweise, gesondert, D. L. 2, 87 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μερῐκός:''' [[частичный]] Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑM) [[μερικός]], -ή, -όν) [[μέρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μέρος]] ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο [[ειδικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον γενικό (α. «η [[εισήγηση]] ήταν καλή, σε [[μερικά]] ζητήματα όμως ήταν πολύ [[ασαφής]]» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ολικό («μερική [[έκλειψη]] ηλίου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως [[δήλωση]] υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> περιορισμένος σε [[έκταση]], [[ένταση]] ή [[διάρκεια]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα [[μέτρα]]»)<br />β) λίγοι, λιγοστοί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ορισμένος<br /><b>2.</b> [[λίγος]]<br /><b>3.</b> [[ιδιαίτερος]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[αρκετός]], [[κάμποσος]]<br /><b>5.</b> [[συνοπτικός]] (α. «μερικὴ [[διήγησις]]» β. «μερικὸν χρονικόν»)<br /><b>6.</b> [[προσωπικός]], [[ατομικός]] (οφελος μερικόν»<br /><b>7.</b> [[μοναδικός]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μερικόν</i><br />η επιμέρους [[εξέταση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μερικώς]] (ΑM μερικῶς, Μ και [[μερικά]])<br />από μερική [[άποψη]], εν μέρει, λίγο, μονομερώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιορισμένα, ανεπαρκώς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα<br /><b>2.</b> [[λεπτομερώς]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑM) [[μερικός]], -ή, -όν) [[μέρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μέρος]] ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο [[ειδικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον γενικό (α. «η [[εισήγηση]] ήταν καλή, σε [[μερικά]] ζητήματα όμως ήταν πολύ [[ασαφής]]» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>2.</b> αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ολικό («μερική [[έκλειψη]] ηλίου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως [[δήλωση]] υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> περιορισμένος σε [[έκταση]], [[ένταση]] ή [[διάρκεια]]<br /><b>2.</b> (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα [[μέτρα]]»)<br />β) λίγοι, λιγοστοί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ορισμένος<br /><b>2.</b> [[λίγος]]<br /><b>3.</b> [[ιδιαίτερος]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[αρκετός]], [[κάμποσος]]<br /><b>5.</b> [[συνοπτικός]] (α. «μερικὴ [[διήγησις]]» β. «μερικὸν χρονικόν»)<br /><b>6.</b> [[προσωπικός]], [[ατομικός]] (οφελος μερικόν»<br /><b>7.</b> [[μοναδικός]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μερικόν</i><br />η επιμέρους [[εξέταση]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μερικώς]] (ΑM μερικῶς, Μ και [[μερικά]])<br />από μερική [[άποψη]], εν μέρει, λίγο, μονομερώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />περιορισμένα, ανεπαρκώς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα<br /><b>2.</b> [[λεπτομερώς]]. | ||
}} | }} |