μόρα: Difference between revisions

m
Text replacement - "Theil" to "Teil"
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mora
|Transliteration C=mora
|Beta Code=mo/ra
|Beta Code=mo/ra
|Definition=ἡ, (<b class="b3">μείρομαι</b> (A), <b class="b3">ἔμμορε</b>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a division</b> of the Spartan army, varying in strength, at first six in number, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.4.31</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lac.</span>11.4</span>, <span class="bibl">Ephor. 210</span> J., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>540</span>, etc.</span>
|Definition=ἡ, ([[μείρομαι]] (A), [[ἔμμορε]]) a [[division]] of the [[Spartan]] [[army]], varying in strength, at first six in number, X.''HG''2.4.31, ''Lac.''11.4, Ephor. 210 J., Arist.''Fr.''540, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] ἡ, eigtl. = [[μοῖρα]], von [[μείρομαι]], [[ἔμμορα]], die Abtheilung, der Theil, bes. eine größere Abtheilung des spartanischen Fußvolks, Xen. Hell. 4, 3, 8 u. A., die zu verschiedenen Zeiten von verschiedener Größe war; nach Xen. Lac. 11, 4 theilte Lykurg alle streitbaren Männer in sechs μόραι, jede zu 400 Mann, nach Ephorus betrug jede 500, nach Kallisthenes 700, nach Pol. 900 Mann, Plut. Pelop. 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] ἡ, eigtl. = [[μοῖρα]], von [[μείρομαι]], [[ἔμμορα]], die Abtheilung, der Teil, bes. eine größere Abtheilung des spartanischen Fußvolks, Xen. Hell. 4, 3, 8 u. A., die zu verschiedenen Zeiten von verschiedener Größe war; nach Xen. Lac. 11, 4 theilte Lykurg alle streitbaren Männer in sechs μόραι, jede zu 400 Mann, nach Ephorus betrug jede 500, nach Kallisthenes 700, nach Pol. 900 Mann, Plut. Pelop. 17.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />portion, part ; <i>particul. (à Lacédémone)</i> corps d'infanterie.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μείρομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μόρᾱ:''' ἡ дор. (= [[μοῖρα]]) мора (отряд лакедемонской пехоты численностью от 400 до 900 человек) Xen., Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόρα''': ἡ, ([[μείρομαι]], ἔμμορα) [[τάγμα]] στρατιωτικὸν ἐν Σπάρτῃ εἰς ὃ κατεγράφοντο πάντες οἱ στρατεύσιμοι τὴν ἡλικίαν Σπαρτιᾶται, αἱ μόραι (αἵτινες συνίσταντο ἐξ ἱππέων καὶ ὁπλιτῶν) κατ’ ἀρχὰς ἦσαν ἓξ τὸν ἀριθμόν, Ξεν. Λακ. 11, 4, Ἀριστ. Ἀποσπ. 497· ὁ δὲ ἐν ἑκάστῃ αὐτῶν [[ἀριθμὸς]] ἐποίκιλλεν ([[ἀναλόγως]] πρὸς τὸ καλούμενον εἰς τὰ ὅπλα [[πλῆθος]]) ἀπὸ 400 (κατὰ Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.)., 500 (κατὰ Ἔφορον Ἀποσπ. 140), 700 (κατὰ Καλλισθένη) [[μέχρι]] 900 (κατὰ τὸν Πολύβ.): πρβλ. Müll. Dor. 3. 12, Thirlw. Hist. of Gr. i. Append. 2· καὶ ἴδε ἐν λ. [[λόχος]].
|lstext='''μόρα''': ἡ, ([[μείρομαι]], [[ἔμμορα]]) [[τάγμα]] στρατιωτικὸν ἐν Σπάρτῃ εἰς ὃ κατεγράφοντο πάντες οἱ στρατεύσιμοι τὴν ἡλικίαν Σπαρτιᾶται, αἱ μόραι (αἵτινες συνίσταντο ἐξ ἱππέων καὶ ὁπλιτῶν) κατ’ ἀρχὰς ἦσαν ἓξ τὸν ἀριθμόν, Ξεν. Λακ. 11, 4, Ἀριστ. Ἀποσπ. 497· ὁ δὲ ἐν ἑκάστῃ αὐτῶν [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] ἐποίκιλλεν ([[ἀναλόγως]] πρὸς τὸ καλούμενον εἰς τὰ ὅπλα [[πλῆθος]]) ἀπὸ 400 (κατὰ Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.)., 500 (κατὰ Ἔφορον Ἀποσπ. 140), 700 (κατὰ Καλλισθένη) [[μέχρι]] 900 (κατὰ τὸν Πολύβ.): πρβλ. Müll. Dor. 3. 12, Thirlw. Hist. of Gr. i. Append. 2· καὶ ἴδε ἐν λ. [[λόχος]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[μόρα]])<br />στρατιωτικό [[τάγμα]] από ιππείς και οπλίτες στην αρχαία [[Σπάρτη]] στο οποίο κατατάσσονταν όλοι οι στρατεύσιμοι πολίτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μορ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>μερ</i>- του [[μείρομαι]]].<br /> <b>(II)</b><br />η<br />[[δυσφορία]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ύπνου, [[εφιάλτης]], [[βραχνάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> σλαβ. <i>mora</i>].<br /> <b>(III)</b><br />η<br />ιταλικό [[παιχνίδι]] στο οποίο ο [[καθένας]] από τους δύο παίκτες προτάσσει [[ξαφνικά]] αριθμό δακτύλων του ενός χεριού και κερδίζει αυτός που κατορθώνει να απαγγείλει [[αμέσως]] τον ακριβή αριθμό τών προτεταμένων δακτύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>morra</i>, ονομ. ιταλ. παιχνιδιού].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μόρα:''' ἡ ([[μείρομαι]]), [[μόρα]], ένα από τα έξι στρατιωτικά τάγματα, στο οποίο εγγράφονταν όλοι οι σε στρατεύσιμη [[ηλικία]] Σπαρτιάτες, σε Ξεν.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[μείρομαι]]
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μόρα]], ἡ, [[μείρομαι]]<br />a [[mora]], one of the six regiments in [[which]] all spartans of [[military]] age were enrolled, Xen.
}}
}}
{{bailly
{{mantoulidis
|btext=ας () :<br />portion, part ; <i>particul. (à Lacédémone)</i> corps d’infanterie.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μείρομαι]].
|mantxt=(=[[τάγμα]] στρατιωτικό στή [[Σπάρτη]]). Ἀπό τό [[μείρομαι]] (=[[συμμετέχω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}