μονομερής: Difference between revisions

m
Text replacement - "Theil" to "Teil"
(6_7)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monomeris
|Transliteration C=monomeris
|Beta Code=monomerh/s
|Beta Code=monomerh/s
|Definition=ές, (μέρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">consisting of one part, single</b>, opp. πολυμερής, φιλοσοφία <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">for one side</b>, of a bandage, Gal.18 (1).794. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐκ τοῦ μ</b>. <b class="b2">after hearing only one side</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>6</span>; <b class="b3">τὰ μ</b>. <b class="b2">ex parte</b> applications, Lyd.<span class="title">Mag.</span>3.15; μ. μαρτυρίαι <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>90.9</span>. Adv. -<b class="b3">μερῶς</b> <b class="b2">in a one-sided manner</b>, <span class="bibl">Vett.Val.136.2</span>.</span>
|Definition=μονομερές, ([[μέρος]])<br><span class="bld">A</span> [[consisting of one part]], [[single]],opp. [[πολυμερής]], φιλοσοφία S.E.''M.''7.2.<br><span class="bld">2</span> [[for one side]], of a bandage, Gal.18 (1).794.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐκ τοῦ μ.</b> [[after hearing only one side]], Luc.''Cal.''6; <b class="b3">τὰ μ.</b> [[ex parte]] applications, Lyd.''Mag.''3.15; μ. μαρτυρίαι Just.''Nov.''90.9. Adv. [[μονομερῶς]] = [[in a one-sided manner]], Vett.Val.136.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ές, aus <b class="b2">einem</b> Theile od. Stücke bestehend, einfach; S. Emp. adv. math. 7, 2; Luc. Calumn. 6; Hermogen. Stas. 1 p. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ές, aus [[einem]] Teile od. Stücke bestehend, einfach; S. Emp. adv. math. 7, 2; Luc. Calumn. 6; Hermogen. Stas. 1 p. 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ne forme qu'une part, <i>càd</i> un tout, simple ; <i>fig.</i> partial.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[μέρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονομερής:''' [[имеющий лишь одну часть или сторону]] Sext.: ἐκ τοῦ μονομεροῦς Luc. выслушав лишь одну сторону.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονομερής''': -ές, ([[μέρος]]) ὁ ἐξ ἑνὸς μόνου μέρους ἀποτελούμενος, [[μόνος]], ἀντίθετ. τῷ [[πολυμερής]], Ἐρανίου Φίλωνος περὶ διαφορᾶς σημασ. σελ. 155 ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου Valck.· ἐκ τοῦ μονομεροῦς, κατὰ μονομέρειαν, Λουκ. π. Διαβολ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. ὁ πρὸς τὸ ἓν μόνον [[μέρος]] κλίνων, [[ἄδικος]], μεροληπτικός, Φωτ. Ἐπιστ. 158.
|lstext='''μονομερής''': -ές, ([[μέρος]]) ὁ ἐξ ἑνὸς μόνου μέρους ἀποτελούμενος, [[μόνος]], ἀντίθετ. τῷ [[πολυμερής]], Ἐρανίου Φίλωνος περὶ διαφορᾶς σημασ. σελ. 155 ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου Valck.· ἐκ τοῦ μονομεροῦς, κατὰ μονομέρειαν, Λουκ. π. Διαβολ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. ὁ πρὸς τὸ ἓν μόνον [[μέρος]] κλίνων, [[ἄδικος]], μεροληπτικός, Φωτ. Ἐπιστ. 158.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μονομερής]])<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[μέρος]] ή [[τεμάχιο]], [[μονομελής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που εξετάζει [[κάτι]] μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, [[μονόπλευρος]], [[μεροληπτικός]] (α. «[[μονομερής]] [[ανάλυση]]» β. «μονομερεῖς μαρτυρίαι», Iουστιν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μονομερές</i><br />χημική [[ένωση]], στον μοριακό τύπο της οποίας οι δείκτες έχουν τις μικρότερες δυνατές τιμές, που καθορίζονται από τα [[σθένη]] τών αντίστοιχων ατόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για επίδεσμο) αυτός που προορίζεται μόνο για ένα [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ τοῦ μονομεροῦς» — μεροληπτικά, άδικα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονομερώς</i> (ΑΜ [[μονομερῶς]])<br /><b>1.</b> μεροληπτικά, άδικα<br /><b>2.</b> με μονομερή τρόπο, μονόπλευρα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> από τη μία μόνο [[μεριά]]<br /><b>2.</b> αυτοτελώς, μεμονωμένα, ανεξάρτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[ισομερής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονομερής:''' -ές ([[μέρος]]), αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[μέρος]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονο-μερής, ές [[μέρος]]<br />consisting of one [[part]], Luc.
}}
}}