3,276,318
edits
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oloscheris | |Transliteration C=oloscheris | ||
|Beta Code=o(losxerh/s | |Beta Code=o(losxerh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁλοσχερές,<br><span class="bld">A</span> [[whole]], [[entire]], [[complete]], Hp. ''Alim.''26, Theoc.25.210; παρατίθημ' ὁλοσχερῆ ἄρνα Diph.90; [[ἀνήρ]] [S.]''Fr.''1127.4; [[νόμισμα]] ''IG''12(7).67 ''B'' (Amorgos); dub. in ib.12(5).593 (Ceos), cf. [[δολοσχερής]].<br><span class="bld">b</span> [[in large pieces]], ὁ [[ἐλλέβορος]] ὁλοσχερέστερος ληφθείς, opp. εἰς πάνυ σμικρὰ τριφθείς, Aristo Stoic.1.89, cf. Chrysipp. ib.2.158.<br><span class="bld">2</span> [[absolute]], ἐξουσία ''BGU''86.24 (ii A. D.); [[universal]], [[widespread]], ὁ. κρίσις Plb.1.57.6; φόβοι καὶ θόρυβοι Id.1.73.7; [[παλίρροια]] Id.1.82.3; [[προτέρημα]] Id.1.18.6; ὁλοσχερεστέρα [[συμπλοκή]] Id.1.40.11; τὸ ὁλοσχερέστερον [[μέρος]] Id.3.37.8; ὁλοσχερεστέρα [[σπάνις]] ''IG''42(1).66.28 (Epid., i A. D.).<br><span class="bld">3</span> [[in rough outline]] or [[in general outline]], [[τὸ ὁλοσχερές]], as adverb, [[roughly]], Thphr.''HP''3.18.5; irreg. Sup. αἱ ὁλοσχερώταται δόξαι Epicur.''Ep.''1p.3U., cf. Phld.''Oec.''p.75 J. (Comp.); opp. [[ἀκριβής]], Str.2.1.41, cf. 30; γενικαὶ καὶ ὡσανεὶ ὁλοσχερεῖς διαφοραί Heliod. ap. Orib.49.1.1; ὁλοσχερεῖ λόγῳ Plot.1.6.9; of an [[emetic]] ([[ἀποφορτισμός]]), [[incomplete]], opp. [[ἀκριβής]], Archig. ap. Orib.8.23.2.<br><span class="bld">4</span> ὁλοσχερέστερα διαιτήματα [[fuller]] [[diet]], Gal.19.194.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[ὁλοσχερῶς]], [[συνθλάω|συνθλάσαι]] = [[pound]] [[coarsely]], Dsc.5.72 : Comp. ὁλοσχερέστερον, συγκοπέντα Id.2.76.10, cf. Gal.13.1044.<br><span class="bld">2</span> [[entirely]], [[altogether]], [[utterly]], Diph.27, ''IG''9(2).338.4 (Thessaly, ii B. C.), Plb.1.10.1, Cic.''Att.''6.5.2, etc.; ὁ. καὶ [[κατὰ κράτος]] [[λαβεῖν]] J. BJ Prooem.8; [[ὁλοσχερῶς]] [[διακεῖσθαι]] πρός τι to be [[quite]] bent upon a thing, [[varia lectio|v.l.]] in Isoc.5.135; [[ὁλοσχερῶς]] οἰκοδομῆσαι = [[build]] [[completely]], [[LXX]] ''1 Es.''6.27(28).<br><span class="bld">3</span> [[roughly]], [[in a general way]], Str.2.1.30, Longin.43.4; opp. [[ἀκριβῶς]], Plot.3.8.9 : Comp. ὁλοσχερέστερον Gal.2.901. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0327.png Seite 327]] ές ([[σχερός]]), ganz vollständig, VLL. erkl. [[τέλειος]], [[ὁλόκληρος]]; [[ἀνήρ]], Soph. frg. 708; Theocr. 25, 110. Oft bei Pol. = das Ganze betreffend, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0327.png Seite 327]] ές ([[σχερός]]), ganz vollständig, VLL. erkl. [[τέλειος]], [[ὁλόκληρος]]; [[ἀνήρ]], Soph. frg. 708; Theocr. 25, 110. Oft bei Pol. = das Ganze betreffend, [[hauptsächlich]], [[wichtig]], [[ἔγκλιμα]] 1, 19, 11, [[κρίσις]] 1, 57, 5, [[ἀγών]] 11, 16, 6, φόβοι 1, 73, 7, περιστάσεις 17, 15, 2, u. sonst; τὸ ὁλοσχερέστατον [[μέρος]], der wichtigste, größte Teil, 5, 37, 8; adv., τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβάλλειν, 1, 11, 7; ὁλοσχερέστερον ἐπιτρέπειν τινί, Einem das Ganze übergeben, 5, 68, 2; auch ὁλοσχερῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τι, ganz auf Etwas versessen sein, vulg. Isocr. 5, 135; ὁλοσχερῶς κόπτειν, θλάσαι, grob zerstoßen, Diosc.; ὡς ἂν ὁλοσχερέστερον εἴποι τις, S. Emp. pyrrh. 1, 31, der auch ὁ ὁλ. καὶ ἐν πλάτει [[χρόνος]] dem ὁ κατ' ἀκρίβειαν entgegstzt, adv. astrol. 64; das adv. wird aus Diphil. citirt B. A. 110, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[entier]], [[complet]], [[accompli]].<br />'''Étymologie:''' [[ὅλος]], [[σχεῖν]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁλοσχερής:'''<br /><b class="num">1</b> [[целый]], [[полный]], [[законченный]] ([[δόξαι]] Epicur.);<br /><b class="num">2</b> [[главный]], [[важный]], [[важнейший]] ([[ἀγών]], [[κρίσις]], [[ἔγκλιμα]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλοσχερής''': -ές, ὡς τὸ [[ὁλόκληρος]], [[ὅλος]], [[ἀκέραιος]], [[πλήρης]], Λατ. integer, Ἱππ. 381. 54, Θεόκρ. 25. 210· [[παρατίθημι]] ὁλοσχερῆ ἄρνα Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· - ὁλ. ἀνὴρ ἐν Ἀποσπ. [[ἐσφαλμένως]] ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (708)· ὁλοσχερέστεραι δόξαι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 35. 2) ἀναφερόμενος εἰς τὸ σύνολον, [[σπουδαῖος]], [[μέγας]], συχν. παρὰ Πολυδ., ὁλ. [[κρίσις]], φόβοι, [[ἀγών]] 1. 57, 7, 73. 7, κτλ· ὁλοσχερεστέρα συμπλοκὴ 1. 40, 11· τὸ ὁλοσχερέστερον [[μέρος]] 3, 37, 8. 2) ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, τελείως, Δίφιλ. ἐν «Ἑγκαλοῦσιν» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 4, Πολύβ. 1. 10, 1 κλ.· ὁλ. καὶ κατὰ [[κράτος]] λαβεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 8· ὁλ. διακεῖσθαι [[πρός]] τι, εἶμαι ὁλοκλήρως δεδομένος εἴς τι, διαφ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 109D· ὁλ. ἐπελθεῖν, ἐπιπολαίως, [[καθόλου]], γενικῶς, Λογγῖν. 43. 4. | |lstext='''ὁλοσχερής''': -ές, ὡς τὸ [[ὁλόκληρος]], [[ὅλος]], [[ἀκέραιος]], [[πλήρης]], Λατ. integer, Ἱππ. 381. 54, Θεόκρ. 25. 210· [[παρατίθημι]] ὁλοσχερῆ ἄρνα Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· - ὁλ. ἀνὴρ ἐν Ἀποσπ. [[ἐσφαλμένως]] ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (708)· ὁλοσχερέστεραι δόξαι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 35. 2) ἀναφερόμενος εἰς τὸ σύνολον, [[σπουδαῖος]], [[μέγας]], συχν. παρὰ Πολυδ., ὁλ. [[κρίσις]], φόβοι, [[ἀγών]] 1. 57, 7, 73. 7, κτλ· ὁλοσχερεστέρα συμπλοκὴ 1. 40, 11· τὸ ὁλοσχερέστερον [[μέρος]] 3, 37, 8. 2) ὁλοκλήρως, ἐντελῶς, τελείως, Δίφιλ. ἐν «Ἑγκαλοῦσιν» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 1770. 4, Πολύβ. 1. 10, 1 κλ.· ὁλ. καὶ κατὰ [[κράτος]] λαβεῖν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 8· ὁλ. διακεῖσθαι [[πρός]] τι, εἶμαι ὁλοκλήρως δεδομένος εἴς τι, διαφ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 109D· ὁλ. ἐπελθεῖν, ἐπιπολαίως, [[καθόλου]], γενικῶς, Λογγῖν. 43. 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁλοσχερής]], -ές)<br />[[ολοκληρωτικός]], [[ολόκληρος]], [[πλήρης]], [[εντελής]], [[τέλειος]] («[[ολοσχερής]] [[καταστροφή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνολο]], [[γενικός]], [[εκτεταμένος]], [[σπουδαίος]], [[μεγάλος]] («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν [[γενέσθαι]] τὴν συμπλοκήν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απόλυτος]] («ὁλοσχερὴς [[ἐξουσία]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από μεγάλα τεμάχια<br /><b>4.</b> αυτός που εμφανίζεται σε γενικές γραμμές ( | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁλοσχερής]], -ές)<br />[[ολοκληρωτικός]], [[ολόκληρος]], [[πλήρης]], [[εντελής]], [[τέλειος]] («[[ολοσχερής]] [[καταστροφή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνολο]], [[γενικός]], [[εκτεταμένος]], [[σπουδαίος]], [[μεγάλος]] («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν [[γενέσθαι]] τὴν συμπλοκήν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απόλυτος]] («ὁλοσχερὴς [[ἐξουσία]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από μεγάλα τεμάχια<br /><b>4.</b> αυτός που εμφανίζεται σε γενικές γραμμές («ὁλοσχερεῖ λόγῳ», Πλωτ.)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὁλοσχερές</i><br />χονδρικώς, με γενικό τρόπο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολοσχερώς</i> (ΑΜ ὁλοσχερώς)<br />ολοκληρωτικά, [[τελείως]], εντελώς, [[κατά]] [[κράτος]] («τοὺς βαρβάρους ὁλοσχερῶς ἐκβαλεῖν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε μεγάλα τεμάχια («ὁλοσχερῶς συνθλάσαι», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> με γενικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχερός]] / <i>σχερόν</i> «[[συνέχεια]], [[σειρά]], [[ακολουθία]]», τ. που [[πρέπει]] να συνδέεται με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. <i>ἔχω</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i>, παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ηκα</i>), <b>βλ.</b> και [[επισχερώ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁλοσχερής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> όπως το [[ὁλόκληρος]], [[καθολικός]], [[εντελής]], [[ακέραιος]], [[πλήρης]], Λατ. [[integer]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που σχετίζεται με το [[σύνολο]], [[σημαντικός]], [[υπολογίσιμος]], [[σπουδαίος]], [[μέγας]], σε Πολύβ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, εντελώς, [[τελείως]], στον ίδ. (προέλ. του <i>-σχερής</i> αμφίβ.). | |lsmtext='''ὁλοσχερής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> όπως το [[ὁλόκληρος]], [[καθολικός]], [[εντελής]], [[ακέραιος]], [[πλήρης]], Λατ. [[integer]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που σχετίζεται με το [[σύνολο]], [[σημαντικός]], [[υπολογίσιμος]], [[σπουδαίος]], [[μέγας]], σε Πολύβ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, εντελώς, [[τελείως]], στον ίδ. (προέλ. του <i>-σχερής</i> αμφίβ.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ὁλοσχερής''': {holoskherḗs}<br />'''Meaning''': [[ganz]], [[vollständig]], [[allgemein]] (hell.)<br />'''Derivative''': mit [[ὁλοσχέρεια]] f. (Phld. ''Rh''.. Str. u.a.)<br />'''See also''': s. [[ἐπισχερώ]].<br />'''Page''' 2,381 | |ftr='''ὁλοσχερής''': {holoskherḗs}<br />'''Meaning''': [[ganz]], [[vollständig]], [[allgemein]] (hell.)<br />'''Derivative''': mit [[ὁλοσχέρεια]] f. (Phld. ''Rh''.. Str. u.a.)<br />'''See also''': s. [[ἐπισχερώ]].<br />'''Page''' 2,381 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ὁλόκληρος]]). Ἀπό τό [[ὅλος]] + [[σχερός]] (=[[συνεχής]] [[παραλία]], [[γραμμή]]). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[ὅλος]]. | |||
}} | }} |