3,274,216
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[νῶτον]], το, Α και [[νῶτος]], ό)<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) τα [[νώτα]] και, αρχ., <i>oἱ νῶτοι</i><br />η ραχιαία [[επιφάνεια]] του κορμού του ανθρώπου και τών ζώων, η [[ράχη]], η [[πλάτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>στρατ.</b> τα [[πίσω]] τμήματα της γραμμής του μετώπου, τα [[μετόπισθεν]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρέφω]] τα [[νώτα]]» — [[εγκαταλείπω]] τον αγώνα, τρέπομαι σε [[φυγή]]<br />β) «επιτίθεμαι από τα [[νώτα]]» — επιτίθεμαι ύπουλα από [[πίσω]]<br />γ) «[[καλύπτω]] τα [[νώτα]] μου»<br /><b>μτφ.</b> [[παίρνω]] [[μέτρα]] για την [[αντιμετώπιση]] [[κάθε]] ενδεχομένου, [[κάθε]] απρόβλεπτης ενέργειας [[εναντίον]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ευρεία [[επιφάνεια]], όπως η [[επιφάνεια]] της θάλασσας, της γης, ποταμού ή η κυρτή [[επιφάνεια]] του στερεώματος<br /><b>2.</b> το άνω [[μέρος]] περιοχής ή αντικειμένου, όπως, λ.χ. βράχου, όρους, τύμβου, πριονιού κ.λπ.<br /><b>3.</b> το κεντρικό [[μέρος]] του τροχού («αἱ χεῖρες αὐτῶν [τῶν τροχῶν] καὶ οἱ νῶτοι αὐτῶν... [[πάντα]] χωνευτά», ΠΔ)<br /><b>4.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] σελίδας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἕσπερα νῶτα» — το δυτικό [[μέρος]] του ορίζοντα, η [[δύση]]<br />β) «νῶτα [[εντρέπω]]» και «[[νῶτον]] [[ἐπιστρέφω]]» και «δίδωμί τινι νῶτα» και «[[δείκνυμι]] (ή [[δεικνύω]]) τὰ νῶτα» — τρέπομαι σε [[φυγή]]<br />γ) «[[πίπτω]] ἐπὶ νώτῳ» — [[πέφτω]] από [[πίσω]] [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]]<br />δ) «[[κατά]] νώτου» — από [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[νῶτον]] / <i>νῶτοι δ</i>εν μαρτυρείται με αυτήν τη [[μορφή]] σε [[καμιά]] [[άλλη]] ινδοευρωπαϊκή [[γλώσσα]], (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tergum</i> και <i>dorsum</i>, αρχ. ινδ. <i>sanu</i>-). Η [[σύνδεση]] του τ. με τα λατ. <i>natis</i>, θεματικό ουδ. σε -<i>i</i> και στον πληθ. <i>nates</i>, -<i>ium</i> «γλουτοί», θηλυκό σε -<i>i</i>, ενώ σημασιολογικά πλησιάζει τον ελλ. τ., μορφολογικά δεν ικανοποιεί, [[αφού]] προϋποθέτει μια [[εναλλαγή]] θεμάτων <i>n</i><i>ә</i>-<i>ti</i> / <i>n</i><i>ō</i>-<i>to</i> δυσερμήνευτη. Ακόμη πιο τολμηρή θεωρείται η [[υπόθεση]] ότι η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>honu</i>, <i>nowos</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>sanu</i>, γεν. <i>sn</i><i>ō</i><i>h</i>), από όπου με [[παρέκταση]] ο τ. <i>nowatos</i> και πληθ. <i>nowata</i> (<b>πρβλ.</b> [[γόνυ]] - [[γόνατο]]), από όπου τελικά νῶτα]. | |mltxt=το (ΑΜ [[νῶτον]], το, Α και [[νῶτος]], ό)<br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) τα [[νώτα]] και, αρχ., <i>oἱ νῶτοι</i><br />η ραχιαία [[επιφάνεια]] του κορμού του ανθρώπου και τών ζώων, η [[ράχη]], η [[πλάτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>στρατ.</b> τα [[πίσω]] τμήματα της γραμμής του μετώπου, τα [[μετόπισθεν]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρέφω]] τα [[νώτα]]» — [[εγκαταλείπω]] τον αγώνα, τρέπομαι σε [[φυγή]]<br />β) «επιτίθεμαι από τα [[νώτα]]» — επιτίθεμαι ύπουλα από [[πίσω]]<br />γ) «[[καλύπτω]] τα [[νώτα]] μου»<br /><b>μτφ.</b> [[παίρνω]] [[μέτρα]] για την [[αντιμετώπιση]] [[κάθε]] ενδεχομένου, [[κάθε]] απρόβλεπτης ενέργειας [[εναντίον]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] ευρεία [[επιφάνεια]], όπως η [[επιφάνεια]] της θάλασσας, της γης, ποταμού ή η κυρτή [[επιφάνεια]] του στερεώματος<br /><b>2.</b> το άνω [[μέρος]] περιοχής ή αντικειμένου, όπως, λ.χ. βράχου, όρους, τύμβου, πριονιού κ.λπ.<br /><b>3.</b> το κεντρικό [[μέρος]] του τροχού («αἱ χεῖρες αὐτῶν [τῶν τροχῶν] καὶ οἱ νῶτοι αὐτῶν... [[πάντα]] χωνευτά», ΠΔ)<br /><b>4.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] σελίδας<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἕσπερα νῶτα» — το δυτικό [[μέρος]] του ορίζοντα, η [[δύση]]<br />β) «νῶτα [[εντρέπω]]» και «[[νῶτον]] [[ἐπιστρέφω]]» και «δίδωμί τινι νῶτα» και «[[δείκνυμι]] (ή [[δεικνύω]]) τὰ νῶτα» — τρέπομαι σε [[φυγή]]<br />γ) «[[πίπτω]] ἐπὶ νώτῳ» — [[πέφτω]] από [[πίσω]] [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]]<br />δ) «[[κατά]] νώτου» — από [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[νῶτον]] / <i>νῶτοι δ</i>εν μαρτυρείται με αυτήν τη [[μορφή]] σε [[καμιά]] [[άλλη]] ινδοευρωπαϊκή [[γλώσσα]], (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>[[tergum]]</i> και <i>[[dorsum]]</i>, αρχ. ινδ. <i>sanu</i>-). Η [[σύνδεση]] του τ. με τα λατ. <i>natis</i>, θεματικό ουδ. σε -<i>i</i> και στον πληθ. <i>nates</i>, -<i>ium</i> «γλουτοί», θηλυκό σε -<i>i</i>, ενώ σημασιολογικά πλησιάζει τον ελλ. τ., μορφολογικά δεν ικανοποιεί, [[αφού]] προϋποθέτει μια [[εναλλαγή]] θεμάτων <i>n</i><i>ә</i>-<i>ti</i> / <i>n</i><i>ō</i>-<i>to</i> δυσερμήνευτη. Ακόμη πιο τολμηρή θεωρείται η [[υπόθεση]] ότι η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. <i>honu</i>, <i>nowos</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>sanu</i>, γεν. <i>sn</i><i>ō</i><i>h</i>), από όπου με [[παρέκταση]] ο τ. <i>nowatos</i> και πληθ. <i>nowata</i> (<b>πρβλ.</b> [[γόνυ]] - [[γόνατο]]), από όπου τελικά νῶτα]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |