3,277,649
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "erathen" to "eraten") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empiprimi | |Transliteration C=empiprimi | ||
|Beta Code=e)mpi/prhmi | |Beta Code=e)mpi/prhmi | ||
|Definition=(pres. not in Hom. who has impf. [[ἐνέπρηθον]],<br><span class="bld">A</span> v. [[ἐμπρήθω]]), 3pl. impf. ἐνεπίμπρασαν Th.6.94; also (as if from ἐμπιπράω) inf. ἐμπιπρᾶν Plu.Cor.26; part. ἐμπιπρῶν Plb.1.53.4: impf. ἐνεπίμπρων X.HG6.5.22: fut. ἐνιπρήσω Il.15.702, ἐμπρήσω Ar.Th.749, 3pl. -πρήσοντι Tab.Heracl.1.145: aor. 1 ἐνέπρησα Hom., etc.: aor. 1 Med. ἐνεπρησάμην PTeb.61 (b).289 (ii B.C.), Q.S.5.485:—Pass., part. ἐμπιπράμενος Hdt.1.19: fut. [[ | |Definition=(pres. not in Hom. who has impf. [[ἐνέπρηθον]],<br><span class="bld">A</span> v. [[ἐμπρήθω]]), 3pl. impf. ἐνεπίμπρασαν Th.6.94; also (as if from ἐμπιπράω) inf. ἐμπιπρᾶν Plu.Cor.26; part. ἐμπιπρῶν Plb.1.53.4: impf. ἐνεπίμπρων X.HG6.5.22: fut. ἐνιπρήσω Il.15.702, ἐμπρήσω Ar.Th.749, 3pl. -πρήσοντι Tab.Heracl.1.145: aor. 1 ἐνέπρησα Hom., etc.: aor. 1 Med. ἐνεπρησάμην PTeb.61 (b).289 (ii B.C.), Q.S.5.485:—Pass., part. ἐμπιπράμενος [[Herodotus|Hdt.]]1.19: fut. ἐμπεπρήσομαι ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐμπρήσομαι]], as in Id.6.9), Paus.4.7.10; Ep.inf. ἐνιπρήσεσθαι Q.S.1.494: aor. ἐνεπρήσθην [[Herodotus|Hdt.]] 5.102, 6.25, Th.4.29, etc.: pf. ἐμπέπρησμαι [[Herodotus|Hdt.]]8.144 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐμπέπρημαι]]), Ph.1.391:—[[kindle]], [[set on fire]], πυρὶ νῆας Il.8.182, al.; τῷ Λημνίῳ . . πυρὶ ἔμπρησον S.Ph.801; τὸν [νηὸν] ἐνέπρησαν [[Herodotus|Hdt.]]1.19, cf. 5.101, al.: c. gen., πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι [[burn]] them by [[force]] of [[fire]], Il.16.82; ἐμπιμπράναι οἰκίαν Ar.Nu.1484, cf. Pl.R.471c:—Pass., to [[be set on fire]], [[Herodotus|Hdt.]]1.19, etc.; ῥίζαι ἐμπεπρησμέναι Ph. [[l.c.]]; to [[be inflamed]], Aret.SA2.10: metaph. of anger, Luc.Cat.12. (Freq. written [[ἐμπίπρημι]] in codd., but cf. [[ἐμπιμπράντων]] Phld.Ir.p.53 W.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0813.png Seite 813]] (s. [[πίμπρημι]]), anzünden, in Brand stecken; Her. 1, 17; οἰκήματα ἐμπεπρησμένα 8, 144; οἰκίαν Ar. Nubb. 1484; Plat. Rep. V, 470 u. öfter; ἐνεπίμπρασαν Xen. An. 7, 4, 15; ἐμπιπράντες 5, 2, 3; ἐνεπρήσθη ὁ [[ὀπισθόδομος]] Dem. 24, 135; ὗς ἐμπεπρημένη (v. l. -σμένη), ein gesengtes oder nach Andern ein aufgeblasenes, dickes (s. [[ἐμπρήθω]]), Ar. Vesp. 36. Übertr., pass in Zorn | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0813.png Seite 813]] (s. [[πίμπρημι]]), anzünden, in Brand stecken; Her. 1, 17; οἰκήματα ἐμπεπρησμένα 8, 144; οἰκίαν Ar. Nubb. 1484; Plat. Rep. V, 470 u. öfter; ἐνεπίμπρασαν Xen. An. 7, 4, 15; ἐμπιπράντες 5, 2, 3; ἐνεπρήσθη ὁ [[ὀπισθόδομος]] Dem. 24, 135; ὗς ἐμπεπρημένη ([[varia lectio|v.l.]] -σμένη), ein gesengtes oder nach Andern ein aufgeblasenes, dickes (s. [[ἐμπρήθω]]), Ar. Vesp. 36. Übertr., pass in Zorn geraten, Luc. – Hom. [[ἐμπρήθω]] u, [[ἐνιπρήθω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐνεπίμπρην, <i>f.</i> [[ἐμπρήσω]], <i>ao.</i> [[ἐνέπρησα]], <i>pf.</i> ἐμπέπρηκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐνεπρήσθην, <i>pf.</i> ἐμπέπρησμαι <i>ou</i> ἐμπέπρημαι;<br />incendier, brûler, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐμπίπραμαι]] (<i>f.</i> ἐμπρήσομαι, <i>ao.</i> ἐνεπρησάμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], πίπρημι. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπίπρημι:''' (impf. ἐνεπίμπρην, fut. [[ἐμπρήσω]] - эп. ἐνιπρήσω, aor. [[ἐνέπρησα]], pf. ἐμπέπρηκα; pass.: aor. ἐνεπρήσθην, pf. ἐμπέπρησμαι и ἐμπέπρημαι) (тж. ἐ. πυρί, реже [[πυρός]] Hom.) зажигать, поджигать, сжигать ([[νῆας]], [[ἄστυ]] Hom.; τὸν νηόν Her.; οἰκίαν Arph.; τὸ [[οἴκημα]] Xen.); pass. гореть, сгорать (ὁ [[ὀπισθόδομος]] ἐνεπρήσθη Dem.; [[ὕλη]] ἐμπεπρησμένη Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπίπρημι''': (οὐχὶ ἐμπίμπρημι, ἴδε [[ἐμπίπλημι]]): γ΄ πληθ. παρατ. ἐνεπίμπρασαν Θουκ. 6. 94· [[ὡσαύτως]] (ὡς εἰ ἐκ τύπου ἐμπιπράω) ἀπαρ. ἐμπιπρᾶν, Πλουτ. Κορ. 26· μετ. ἐμπιπρῶν Πολύβ. 1. 53, 4: παρατ. ἐνεπίμπρων Ξεν. Ἑλλην. 6. 5, 22: μέλλ. ἐμπρήσω Ἀριστοφ. Θεσμ. 749: ἀόρ. ἐνέπρησα Ὅμ. (μέλλ. ἐνιπρήσω Ἰλ. Ο. 702· πρβλ. [[ἐμπρήθω]]): μέσ. ἀόρ. ἐνεπρήσατο Κόϊντ. Σμ. 5. 485: ― Παθ., μετοχ. ἐμπιπραμένος Ἡρόδ. 1. 19: μέλλ. ἐμπεπρήσομαι ἢ (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐμπρήσομαι Ἡρόδ. 6. 9, πρβλ. Παυσ. 4. 7, 10, Κόϊντ. Σμ. 1. 494: ἀόρ. ἐνεπρήσθην Ἡρόδ. 5. 102., 6. 25, Θουκ., κτλ.: πρκμ. ἐμπέπρησμαι 8. 114. Καίω τι διὰ τοῦ [[πυρός]], πυρπολῶ, ἄστυ, νῆας, συχνὰ ἐν Ἰλ., τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς προσθήκης: πυρί· οὕτω, τῷ Λημνίῳ... πυρὶ ἔμπρησον Σοφ. Φ. 801· τὸν νηὸν ἐνέπρησαν Ἡρόδ. 1. 19· πρβλ. 5. 101 κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι Ἰλ. Π. 82· οἰκίαν ἐμπιπράναι Ἀριστοφ. Νεφ. 1484, κτλ.: ― Παθ., καίομαι, πυρπολοῦμαι, κλ.· ἴδε ἀνωτέρω. | |lstext='''ἐμπίπρημι''': (οὐχὶ ἐμπίμπρημι, ἴδε [[ἐμπίπλημι]]): γ΄ πληθ. παρατ. ἐνεπίμπρασαν Θουκ. 6. 94· [[ὡσαύτως]] (ὡς εἰ ἐκ τύπου ἐμπιπράω) ἀπαρ. ἐμπιπρᾶν, Πλουτ. Κορ. 26· μετ. ἐμπιπρῶν Πολύβ. 1. 53, 4: παρατ. ἐνεπίμπρων Ξεν. Ἑλλην. 6. 5, 22: μέλλ. ἐμπρήσω Ἀριστοφ. Θεσμ. 749: ἀόρ. ἐνέπρησα Ὅμ. (μέλλ. ἐνιπρήσω Ἰλ. Ο. 702· πρβλ. [[ἐμπρήθω]]): μέσ. ἀόρ. ἐνεπρήσατο Κόϊντ. Σμ. 5. 485: ― Παθ., μετοχ. ἐμπιπραμένος Ἡρόδ. 1. 19: μέλλ. ἐμπεπρήσομαι ἢ (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐμπρήσομαι Ἡρόδ. 6. 9, πρβλ. Παυσ. 4. 7, 10, Κόϊντ. Σμ. 1. 494: ἀόρ. ἐνεπρήσθην Ἡρόδ. 5. 102., 6. 25, Θουκ., κτλ.: πρκμ. ἐμπέπρησμαι 8. 114. Καίω τι διὰ τοῦ [[πυρός]], πυρπολῶ, ἄστυ, νῆας, συχνὰ ἐν Ἰλ., τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς προσθήκης: πυρί· οὕτω, τῷ Λημνίῳ... πυρὶ ἔμπρησον Σοφ. Φ. 801· τὸν νηὸν ἐνέπρησαν Ἡρόδ. 1. 19· πρβλ. 5. 101 κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., μὴ δὴ πυρὸς αἰθομένοιο νῆας ἐνιπρήσωσι Ἰλ. Π. 82· οἰκίαν ἐμπιπράναι Ἀριστοφ. Νεφ. 1484, κτλ.: ― Παθ., καίομαι, πυρπολοῦμαι, κλ.· ἴδε ἀνωτέρω. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπίπρημι:''' όχι [[ἐμπίμπρημι]], επίσης (όπως αν προερχόταν από το [[ἐμπιπράω]]), απαρ. <i>ἐμπιπρᾶν</i>· παρατ. <i>ἐνεπίμπρων</i>, γʹ πληθ. <i>-πίμπρασαν</i>· μέλ. [[ἐμπρήσω]], αόρ. αʹ [[ἐνέπρησα]] — Παθ., μέλ. <i>ἐμπεπρήσομαι</i> ή (σε Μέσ. τύπο) <i>ἐμπρήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνεπρήσθην</i>, παρακ. <i>ἐμπέπρησμαι</i> (<i>ἐν</i>)· [[ανάβω]], [[καίω]], [[πυρπολώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.· επίσης με γεν., πυρὸς [[νῆας]] [[ἐνιπρῆσαι]], τα έκαψαν, τα πυρπόλησαν με τη [[δύναμη]] της φωτιάς, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐμπίπρημι:''' όχι [[ἐμπίμπρημι]], επίσης (όπως αν προερχόταν από το [[ἐμπιπράω]]), απαρ. <i>ἐμπιπρᾶν</i>· παρατ. <i>ἐνεπίμπρων</i>, γʹ πληθ. <i>-πίμπρασαν</i>· μέλ. [[ἐμπρήσω]], αόρ. αʹ [[ἐνέπρησα]] — Παθ., μέλ. <i>ἐμπεπρήσομαι</i> ή (σε Μέσ. τύπο) <i>ἐμπρήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνεπρήσθην</i>, παρακ. <i>ἐμπέπρησμαι</i> (<i>ἐν</i>)· [[ανάβω]], [[καίω]], [[πυρπολώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.· επίσης με γεν., πυρὸς [[νῆας]] [[ἐνιπρῆσαι]], τα έκαψαν, τα πυρπόλησαν με τη [[δύναμη]] της φωτιάς, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':™mpr»qw 恩-普雷拖<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':在內-著火<br />'''字義溯源''':點燃,燃燒,燒毀;由([[ἐν]] / [[ἐμμέσῳ]] / [[ἐννόμως]])*=在,入)與([[πρεσβῦτις]])X*=點火,焚燒)組成<br />'''出現次數''':總共(1);太(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 燒毀(1) 太22:7 | |sngr='''原文音譯''':™mpr»qw 恩-普雷拖<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':在內-著火<br />'''字義溯源''':點燃,燃燒,燒毀;由([[ἐν]] / [[ἐμμέσῳ]] / [[ἐννόμως]])*=在,入)與([[πρεσβῦτις]])X*=點火,焚燒)組成<br />'''出現次數''':總共(1);太(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 燒毀(1) 太22:7 | ||
}} | }} |