3,273,788
edits
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
m (Text replacement - "erathen" to "eraten") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] (s. [[κρίνω]]), [[trennen]], sondern, absondern, [[scheiden]], auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες [[ῥεῖα]] διακρίνωσιν, [[ἐπεί]] κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' [[ἀλαός]] τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 [[οὐδέ]] κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, [[πρίν]] γ' ὅτε δὴ θανάτοιο [[μέλαν]] [[νέφος]] ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει [[μένος]] ἀνδρῶν; 7, 292 [[ὕστερον]] [[αὖτε]] μαχησόμεθ', εἰς ὅ κε [[δαίμων]] [[ἄμμε]] διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 [[καί]] νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηθήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ [[μέτασσαι]], χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 [[ἔνθα]] [[τότε]] Τρῶές τε διέκριθεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινθέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 [[φρονέω]] δὲ διακρινθήμεναι [[ἤδη]] Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσθε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ [[θάνατος]] καὶ [[μοῖρα]] τέτυκται, 102 τεθναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινθεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. [[Ἀργείους καὶ Τρῶας]]: ἡ [[διπλῆ]] περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει [[Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες]], ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινθῆναι [[διχῶς]] χωρισθῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήθως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ [[ἀναιμωτί]] γε διακρινέεσθαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, [[ἐπεί]] κε [[μέλαθρον]] ὑπέλθῃ; 20, 180 [[πάντως]] [[οὐκέτι]] νῶι διακρινέεσθαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασθαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχθράν Rep. II, 376 b; κατὰ [[γένος]] Soph. 253 e; <span class="ggns">Gegensatz</span> συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεθα χωρὶς τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαθάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurteilen, λόγον ἀνθρώπων, ὀρθᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῦτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; [[ὁπότερος]] ἀληθῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεθα [[νεῖκος]] Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίθην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' [[ἀλλήλων]] Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; [[πόλεμος]] διακριθήσεται Her. 7, 206; [[περί]] τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] (s. [[κρίνω]]), [[trennen]], sondern, absondern, [[scheiden]], auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες [[ῥεῖα]] διακρίνωσιν, [[ἐπεί]] κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' [[ἀλαός]] τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ [[σῆμα]] ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 [[οὐδέ]] κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, [[πρίν]] γ' ὅτε δὴ θανάτοιο [[μέλαν]] [[νέφος]] ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει [[μένος]] ἀνδρῶν; 7, 292 [[ὕστερον]] [[αὖτε]] μαχησόμεθ', εἰς ὅ κε [[δαίμων]] [[ἄμμε]] διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 [[καί]] νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηθήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ [[μέτασσαι]], χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 [[ἔνθα]] [[τότε]] Τρῶές τε διέκριθεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινθέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 [[φρονέω]] δὲ διακρινθήμεναι [[ἤδη]] Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσθε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ [[θάνατος]] καὶ [[μοῖρα]] τέτυκται, 102 τεθναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινθεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. [[Ἀργείους καὶ Τρῶας]]: ἡ [[διπλῆ]] περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει [[Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες]], ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινθῆναι [[διχῶς]] χωρισθῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήθως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ [[ἀναιμωτί]] γε διακρινέεσθαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, [[ἐπεί]] κε [[μέλαθρον]] ὑπέλθῃ; 20, 180 [[πάντως]] [[οὐκέτι]] νῶι διακρινέεσθαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασθαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχθράν Rep. II, 376 b; κατὰ [[γένος]] Soph. 253 e; <span class="ggns">Gegensatz</span> συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεθα χωρὶς τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαθάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurteilen, λόγον ἀνθρώπων, ὀρθᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῦτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; [[ὁπότερος]] ἀληθῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεθα [[νεῖκος]] Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίθην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' [[ἀλλήλων]] Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; [[πόλεμος]] διακριθήσεται Her. 7, 206; [[περί]] τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand geraten, kämpfen, μάχῃ [[πρός]] τινα Her. 9, 58; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12. 17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3, 111; vgl. 2, 22, 11. 18, 35, 4; abs., sich streiten, Ath. XII, 554 c; – zweifeln, [[NT|N.T.]] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |