Anonymous

ὠχρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung"
(13)
 
m (Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung")
 
(31 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ochros
|Transliteration C=ochros
|Beta Code=w)xro/s
|Beta Code=w)xro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pale, wan</b>, of complexion, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>438</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1016</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>422</span>, etc.: esp. <b class="b2">pale-yellow, sallow</b>, τὸ δὲ ὠ. [γίγνεται] λευκοῦ ξανθῷ μειγνυμένου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>68c</span>; of a frog, <span class="bibl">Batr.81</span>; χρῶμα δ' ἀσίτων . . γίνεται ὠχρόν <span class="bibl">Alex.162.9</span>(anap.); <b class="b3">ὠχρὸς κἀνυπόδητος</b>, of a Pythagorean, <span class="bibl">Theoc.14.6</span>: freq. in Luc. of philosophers, <span class="bibl"><span class="title">JTr.</span>1</span>, al.; <b class="b3">ὠ. καὶ αὐχμηρός</b>, of a miser, <span class="bibl">Id.<span class="title">Cat.</span>17</span>; of bile, etc., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Int.</span>37</span>, Gal.15.554; <b class="b3">τὸ ὠ. τοῦ ᾠοῦ</b> the <b class="b2">yolk</b> of the egg, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>560a21</span>; <b class="b3">τὸ ὠ</b>. the <b class="b2">colour yellow</b> (v. supr.), <span class="bibl">Id.<span class="title">Cat.</span>12a18</span>; cf. <b class="b3">ὤχρα</b>.</span>
|Definition=ά, όν, [[pale]], [[wan]], of complexion, E.''Ba.''438, Ar.''Nu.''1016 (anap.), ''Pl.''422, etc.: esp. [[pale-yellow]], [[sallow]], τὸ δὲ ὠ. [γίγνεται] λευκοῦ ξανθῷ μειγνυμένου Pl.''Ti.''68c; of a frog, Batr.81; χρῶμα δ' ἀσίτων.. γίνεται ὠχρόν Alex.162.9(anap.); <b class="b3">ὠχρὸς κἀνυπόδητος</b>, of a Pythagorean, Theoc.14.6: freq. in Luc. of philosophers, ''JTr.''1, al.; <b class="b3">ὠ. καὶ αὐχμηρός</b>, of a miser, Id.''Cat.''17; of bile, etc., Hp.''Int.''37, Gal.15.554; <b class="b3">τὸ ὠ. τοῦ ᾠοῦ</b> the [[yolk]] of the egg, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''560a21; <b class="b3">τὸ ὠ.</b> the [[colour yellow]] (v. supr.), Id.''Cat.''12a18; cf. [[ὤχρα]].
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />[[d'un jaune pâle]], [[pâle]].<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. sûre.
}}
{{pape
|ptext=<i>blaß</i>, insbes. <i>[[blaßgelb]], [[bleich]]</i>; Eur. <i>Bacch</i>. 438; Alexis bei Ath. II.55a; Ar. <i>Nub</i>. 1016, <i>Plut</i>. 422 und [[öfter]]; Plat. erkl. τὸ δὲ ὠχρὸν γίγνεται λευκοῦ ξανθῷ μεμιγμένου, <i>Tim</i>. 68c.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠχρός:''' изжелта-бледный, бледно-желтый или бледный Eur., Arph., Plat., Theocr., Plut., Luc.
}}
{{ls
|lstext='''ὠχρός''': -ά, -όν, ὡς καὶ νῦν, χλωμός, ἐπὶ χροιᾶς, Εὐρ. Βάκχ. 438, Ἀριστοφ. Νεφ. 1016, Πλοῦτος 422, κλπ.· [[μάλιστα]] λευκοκίτρινος, ἀσπροπράσινος, ἢ πρασινοκίτρινος, (πρβλ. [[χλωρός]]), τὸ δὲ ὠχρὸν γίγνεται λευκοῦ ξανθῷ μεμιγμένου Πλάτ. Τίμ. 68C· ἐπὶ βατράχου, Βατράχ. 81· [[χρῶμα]] δ’ ἀσίτων.. γίνεται ὠχρὸν Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 8· ὠχρὸς κἀνυπόδατος, ἐπὶ Πυθαγορείου, Θεόκρ. 14. 6, καὶ συχν. παρὰ τῷ Λουκ. ἐπὶ φιλοσόφων, π. χ. ἐν Διὶ Τραγῳδῷ 1· ὠχρὸς καὶ [[αὐχμηρός]], ἐπὶ φιλαργύρου, ὁ αὐτ. ἐν Κατάπλῳ 17· ἐπὶ τῆς χολῆς, κλπ., Ἱππ., Γαλην.· ἐπὶ οἴνου, 2. 692Ε· - τὸ ὠχρὸν τοῦ ᾠοῦ, τὸ «κιτρινάδι», ὁ [[κρόκος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 1· - τὸ ὠχρόν, τὸ κίτρινον [[χρῶμα]], Πλάτ. Τίμ. 68C, Ἀριστ. Κατηγ. 10, 8· - πρβλ. [[ὤχρα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠχρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της ώχρας, [[υποκίτρινος]] (α. «ωχρή όψη» β. «αἰσχυνθεὶς γὰρ τις, ἐρυθρὸς ἐγένετο<br />και φοβηθείς,[[ὠχρός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) [[χλομός]], [[ασθενικός]]<br />β) [[ασαφής]], [[αμυδρός]], [[άτονος]] («ωχρή [[ανάμνηση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ωχρό [[σωμάτιο]]»<br />(ανατ.-βιολ.) αδενική [[δομή]] του θηλυκού αναπαραγωγικού συστήματος, που σχηματίζεται περιοδικά στην [[ωοθήκη]] από το ώριμο [[ωοθυλάκιο]] [[μετά]] την [[ωορρηξία]] και παράγει [[προγεστερόνη]] και άλλα οιστρογόνα<br />β) «ωχροί σύνδεσμοι»<br /><b>ανατ.</b> [[βραχείς]] σύνδεσμοι [[μεταξύ]] τών τόξων τών σπονδύλων<br />γ) «ωχρή [[σφαίρα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μοίρα]] του ραβδωτού σώματος του εγκεφάλου<br />δ) «ωχρή [[κηλίδα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) μικρή [[κατάδυση]] του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, κιτρινωπού χρώματος, αντίστοιχα με το οπίσθιο [[άκρο]] ενός νοητού άξονα που συνδέει το [[κέντρο]] της κόρης και του κρυσταλλοειδούς φακού με τον βυθό του οφθαλμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠχρόν</i><br />α) το κίτρινο [[χρώμα]]<br />β) ο [[κρόκος]] του αβγού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του επιθ. <i>ὠ</i>-<i>χρός</i> με το αρχ. ινδ. <i>vy</i>-<i>ā</i>-<i>ghra</i>- «[[τίγρις]]» και η [[υπόθεση]] ότι ο [[αρκτικός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- [[είναι]] προθεματικό [[φωνήεν]] δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠχρός:''' -ά, -όν, [[ωχρός]], [[χλωμός]], [[κιτρινωπός]], λέγεται για την [[επιδερμίδα]], σε Ευρ., Αριστοφ.· λέγεται επίσης για βάτραχο, σε Βατραχομ.· <i>τὸ ὠχρόν</i>, το κίτρινο [[χρώμα]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὠχρός]], ή, όν<br />[[pale]], wan, [[sallow]], of [[complexion]], Eur., Ar.; of a [[frog]], Batr. :—τὸ ὠχρόν the [[colour]] [[yellow]], Plat.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ὠχρός''': {ōkhrós}<br />'''Meaning''': [[blaßgelb]], [[blaß]], [[bleich]] (ion. att.; zur Bed. Capelle RhM 101, 23 ff.; vgl. [[χλωρός]] und [[ξανθός]]).<br />'''Composita''' : Einige Kompp., z.B. [[ὠχρομέλας]] [[blaßgelb und dunkelfarben]], von einem Gelbsüchtigen (Mediz.; vgl. Risch IF59,60), [[ἔξωχρος]] [[sehr blaß]] (Arist., Thphr., Aret.; Strömberg Prefix Studies 68).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[ὦχρος]] m. (urspr. n.?; vgl. unten) [[Blässe]] (Γ35; danach ''AP'' u.a.), gew. N. eines blaßgelben Schotengewächses, [[Lathyrus Ochrus]] (Kom. IV<sup>a</sup>, Arist., Thphr., hell. Pap. u.a.). 2. [[ὤχρα]] f. [[blaßgelbe Farbe]], [[Ockerfarbe]] (Arist., Thphr., hell. Pap. u.a.); auch = [[ἐρυσίβη]], [[Mehltau]] (LXX), in diesem Sinn auch -ία f. (''EM''; Scheller Oxytonierung 56). 3. -ίας m. [[Mann mit blasser Ansichtsfarbe]] (Arist.). 4. -ότης f. [[Blässe]] (Pl., Arist. u.a.), -οσύνη f. ib. (sp.). 5. Verba: a) ὠχρῆσαι (κατ-) Aor. [[blaß werden]] (λ 529, Aret., ''AP''); b) -ιάω (κατ-) [[ds]] (Ar., Arist., Babr. u.a.) mit -ίασις (sp.); c) -αίνω [[blaß werden]] (Nik.), [[blaß machen]] (Orph.), -αίνομαι [[blaß werden]] (S. E., Sor. u.a.) mit -αντικῶς Adv. [[blaß machend]] (S. E.). — Neugr. μουχρώνει [[es dunkelt]] aus μῶχρος, μι̯ῶχρος < ἡμίωχρος (Hatzidakis; s. Kretschmer Glotta 7, 342).<br />'''Etymology''' : Unerklärt. Seit Persson Beitr. 1, 300 A. 4 mit aind. ''vyāghrá''- m. [[Tiger]] verglichen. Die Zerlegung in ''vy''-''ā''-''ghra''- (mit zwei Präfixen und einem isolierten -''ghra''-) ist aber ebenso fraglich wie ein entsprechendes [[ὠχρός]]. Nach Brugmann Grundr.<sup>2</sup> II : 2, 817 (mit derselben Analyse) dagegen zu [[χαροπός]]. Wenn Wackernagel mit seiner zögernden [[Vermutung]] (Unt. 234 f.) im Recht ist, ein neutr. [[ὦχρος]] (wie [[μάκρος]] : [[μακρός]]) hätte im Homertext ein älteres *ὦχος n. ersetzt (wie [[αἶσχος]] : [[αἰσχρός]], [[ψῦχος]] : [[ψυχρός]] usw.), werden die obigen Etymologien sowieso hinfällig.<br />'''Page''' 2,1153-1154
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[pale]], [[pale of complexion]], [[pale of face]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[χλωμός]], [[πρασινοκίτρινος]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ὤχρα]], [[ὠχραίνω]], [[ὠχραντικός]], [[ὠχράω]] -ῶ (=[[χλωμιάζω]]), [[ὠχρίασις]], [[ὠχριάω]] (=[[χλωμιάζω]]), [[ὠχρότης]] (=[[κιτρινάδα]]), [[ὦχρος]], ὁ (=[[κιτρινάδα]]), [[ὤχρωμα]], τό (=[[κιτρινάδα]]), [[ὠχροειδής]] (=[[κίτρινος]]), [[ὠχρόξανθος]] (=αὐτός πού [[ἔχει]] ξανθοκίτρινο [[χρῶμα]]), [[ὠχρομέλας]] (=[[μαυροκίτρινος]]).
}}
}}