Anonymous

ἔξαλλος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
(12)
mNo edit summary
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksallos
|Transliteration C=eksallos
|Beta Code=e)/callos
|Beta Code=e)/callos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">special, distinguishing</b>, ἐσθῆτες <span class="bibl">Plb.6.7.7</span>, cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ki.</span> 6.14</span>; στέφανος <span class="title">OGI</span>737.19 (ii B.C.); στολαί <span class="bibl">Ph.1.468</span>; τὰ ἔ. τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου Plu.2.330a. Adv. <b class="b3">-ως</b> <b class="b2">strangely</b>, of superstitious veneration, <span class="bibl">Plb.32.15.7</span>.</span>
|Definition=ἔξαλλον, [[special]], [[distinguishing]], ἐσθῆτες Plb.6.7.7, cf. [[LXX]] ''2 Ki.'' 6.14; στέφανος ''OGI''737.19 (ii B.C.); στολαί Ph.1.468; τὰ ἔξαλλα τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου Plu.2.330a. Adv. [[ἐξάλλως]] = [[strangely]], of superstitious veneration, Plb.32.15.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[distinto]], [[diferente]] οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη sus leyes son diferentes de las de todos los pueblos</i> [[LXX]] <i>Es</i>.3.8<br /><b class="num">•</b>ref. pers. o su aspecto [[extraño]], [[exótico]] ἐμμανεῖς ἐξάλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντες [[LXX]] <i>Sap</i>.14.23, τὰ ἔξαλλα καὶ τραγικὰ τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου παραιτησάμενος rechazando lo extraño y teatral del adorno bárbaro</i> ref. al atuendo persa, Plu.2.329f, τὸ τοῦ προσώπου ἔξαλλον Zonar.<br /><b class="num">2</b> [[diferente]], [[fuera de lo común]], sent. posit. [[extraordinario]], [[lujoso]] de vestidos y ornamentos ἐσθῆτες Plb.6.7.7, Δαυιδ ἐνδεδυκὼς στολὴν ἔξαλλον [[LXX]] 2<i>Re</i>.6.14, cf. Ph.1.468, Hippol.<i>Haer</i>.5.9.7, Ephr.Syr.1.205B, Eust.1676.56<br /><b class="num">•</b>[[escogido]], [[de primera calidad]] de premios y distinciones στεφανοῦσθαι διὰ παντὸς ἐξάλλῳ στεφάνῳ <i>OGI</i> 737.19 (II a.C.), cf. D.C.52.35.1<br /><b class="num">•</b>sent. neg. [[inexplicable]], [[cruel]] ἐπὶ ταῖς ἐξάλλοις τιμωρίαις [[LXX]] 3<i>Ma</i>.4.4.<br /><b class="num">3</b> ref. la palabra [[ultrajante]], [[injuriante]] neutr. plu. subst. [[injurias]] ἐπὶ τὸν θεὸν τῶν θεῶν ἔξαλλα λαλήσει [[LXX]] <i>Da</i>.11.36.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐξάλλως]] = [[de manera extraordinaria]] λιπαρεῖν ἐ. Plb.32.15.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0866.png Seite 866]] verschieden, – a) fremd, [[στολή]], LXX. – b) ausgezeichnet, ausgesucht; Pol. 6, 7, 7; Plut. u. a. Sp. – Adv., Pol. 32, 25, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0866.png Seite 866]] verschieden, – a) [[fremd]], [[στολή]], LXX. – b) [[ausgezeichnet]], [[ausgesucht]]; Pol. 6, 7, 7; Plut. u. a. Sp. – Adv., Pol. 32, 25, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[choisi]], [[recherché]], [[superbe]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἄλλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξαλλος:''' [[особый]], [[необычный]], [[своеобразный]] (ἐσθῆτες Polyb.; τὰ [[ἔξαλλα]] τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξαλλος''': -ον, [[ὅλως]] [[διάφορος]], ἐξάλλους μὲν ἐσθῆτας ὑπέλαβον [[δεῖν]] ἔχειν τοὺς ἡγουμένους τῶν ὑποταττομένων Πολύβ. 6. 7, 7· τὰ ἔξαλλα, τὰ ἀσυνήθη καὶ παράξενα, Πλούτ. 2. 329F. 2) [[λαμπρός]], [[ἔξοχος]], Ἑβδ. (Β΄, Βασιλ. ϛ΄, 14). ― Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 32. 25, 7.
|lstext='''ἔξαλλος''': -ον, [[ὅλως]] [[διάφορος]], ἐξάλλους μὲν ἐσθῆτας ὑπέλαβον [[δεῖν]] ἔχειν τοὺς ἡγουμένους τῶν ὑποταττομένων Πολύβ. 6. 7, 7· τὰ ἔξαλλα, τὰ ἀσυνήθη καὶ παράξενα, Πλούτ. 2. 329F. 2) [[λαμπρός]], [[ἔξοχος]], Ἑβδ. (Β΄, Βασιλ. ϛ΄, 14). ― Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 32. 25, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />choisi, recherché, superbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἄλλος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[distinto]], [[diferente]] οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη sus leyes son diferentes de las de todos los pueblos</i> LXX <i>Es</i>.3.8<br /><b class="num">•</b>ref. pers. o su aspecto [[extraño]], [[exótico]] ἐμμανεῖς ἐξάλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντες LXX <i>Sap</i>.14.23, τὰ ἔξαλλα καὶ τραγικὰ τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου παραιτησάμενος rechazando lo extraño y teatral del adorno bárbaro</i> ref. al atuendo persa, Plu.2.329f, τὸ τοῦ προσώπου ἔξαλλον Zonar.<br /><b class="num">2</b> [[diferente]], [[fuera de lo común]], sent. posit. [[extraordinario]], [[lujoso]] de vestidos y ornamentos ἐσθῆτες Plb.6.7.7, Δαυιδ ἐνδεδυκὼς στολὴν ἔξαλλον LXX 2<i>Re</i>.6.14, cf. Ph.1.468, Hippol.<i>Haer</i>.5.9.7, Ephr.Syr.1.205B, Eust.1676.56<br /><b class="num">•</b>[[escogido]], [[de primera calidad]] de premios y distinciones στεφανοῦσθαι διὰ παντὸς ἐξάλλῳ στεφάνῳ <i>OGI</i> 737.19 (II a.C.), cf. D.C.52.35.1<br /><b class="num">•</b>sent. neg. [[inexplicable]], [[cruel]] ἐπὶ ταῖς ἐξάλλοις τιμωρίαις LXX 3<i>Ma</i>.4.4.<br /><b class="num">3</b> ref. la palabra [[ultrajante]], [[injuriante]] neutr. plu. subst. [[injurias]] ἐπὶ τὸν θεὸν τῶν θεῶν ἔξαλλα λαλήσει LXX <i>Da</i>.11.36.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de manera extraordinaria]] λιπαρεῖν ἐ. Plb.32.15.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλλος]], -ον)<br />ο εντελώς [[διαφορετικός]] από ό,τι ήταν [[προηγουμένως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο αλλοιωμένος από ισχυρό [[συναίσθημα]], έξω φρενών, [[σφοδρός]] («[[έξαλλος]] από [[χαρά]], από θυμό»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) [[ασυγκράτητος]], [[ανεξέλεγκτος]] («έξαλλη [[χαρά]]», «έξαλλο [[μίσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εντελώς [[ξεχωριστός]]<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[εκλεκτός]], [[πολύτιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά έξαλλα</i><br />παράξενα, ασυνήθιστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άλλος]]. Η [[λέξη]], όπως δείχνει και η [[ετυμολογία]] της, δήλωνε αρχικά τον εντελώς διαφορετικό, τον ξεχωριστό, τον ασυνήθιστο, απ' όπου και τον εκλεκτό, τον έξοχο. Στη νέα Ελληνική όμως από τη σημ. του εντελώς διαφορετικού δήλωσε αυτόν που άλλαξε, αλλοιώθηκε από κάποιο ισχυρό [[συναίσθημα]] ή [[πάθος]] και ήλθε [[εκτός]] [[εαυτού]] ([[έξαλλος]] από θυμό</i>). Παρ' όλ' αυτά διατηρήθηκε και η αρχική σημ. του ασυνήθιστου, του εκκεντρικού («έξαλλη [[κοπέλα]]», «έξαλλο [[ντύσιμο]]»)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλλος]], -ον)<br />ο εντελώς [[διαφορετικός]] από ό,τι ήταν [[προηγουμένως]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο αλλοιωμένος από ισχυρό [[συναίσθημα]], έξω φρενών, [[σφοδρός]] («[[έξαλλος]] από [[χαρά]], από θυμό»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) [[ασυγκράτητος]], [[ανεξέλεγκτος]] («έξαλλη [[χαρά]]», «έξαλλο [[μίσος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εντελώς [[ξεχωριστός]]<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[εκλεκτός]], [[πολύτιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά έξαλλα</i><br />παράξενα, ασυνήθιστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[άλλος]]. Η [[λέξη]], όπως δείχνει και η [[ετυμολογία]] της, δήλωνε αρχικά τον εντελώς διαφορετικό, τον ξεχωριστό, τον ασυνήθιστο, απ' όπου και τον εκλεκτό, τον έξοχο. Στη νέα Ελληνική όμως από τη σημ. του εντελώς διαφορετικού δήλωσε αυτόν που άλλαξε, αλλοιώθηκε από κάποιο ισχυρό [[συναίσθημα]] ή [[πάθος]] και ήλθε [[εκτός]] [[εαυτού]] ([[έξαλλος]] από θυμό</i>). Παρ' όλ' αυτά διατηρήθηκε και η αρχική σημ. του ασυνήθιστου, του εκκεντρικού («έξαλλη [[κοπέλα]]», «έξαλλο [[ντύσιμο]]»)].
}}
}}