3,274,216
edits
mNo edit summary |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperfyis | |Transliteration C=yperfyis | ||
|Beta Code=u(perfuh/s | |Beta Code=u(perfuh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερφυές, Att. acc. sg.<br><span class="bld">A</span> ὑπερφυᾶ [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''141, ''Nu.''76: Att. neut. pl. ὑπερφυῆ [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 467b, ὑπερφυᾶ Ar.''Ra.''611: ([[φύομαι]]):<br><span class="bld">I</span> literally, [[growing above]] the [[ground]], Dsc.4.73, Luc.''Lex.''6; [[growing higher than]] the rest, οἱ ὑ. τῶν ἀσταχύων D.L.1.100.<br><span class="bld">2</span> [[overgrown]], [[enormous]], σμίνθος A.''Fr.''227 (troch.); λίθοι ὑ. τὸ μέγαθος [[Herodotus|Hdt.]] 2.175, cf. Ar.''Pax''229, ''Pl.''734; ὑ. τῷ μεγέθει ψόφος Arist.''Cael.''291a21.<br><span class="bld">II</span> without a distinct sense of bulk, [[monstrous]], [[extraordinary]], in good and bad sense, ἔργον ὑ. μέγαθός τε καὶ κάλλος [[Herodotus|Hdt.]]9.78; ἔργον ὑ. ἐργάσατο Id.8.116; ἀτραπὸς δαιμονίως ὑ. Ar.''Nu.''76; ὑ. [[τέχνη]] Id.''Eq.''141; <b class="b3">πῶς οὐχ ὑπερφυές</b>; = is it not [[most]] [[strange]]? D.29.14; <b class="b3">κἀκεῖν' ὑ., εἰ</b>.. Isoc.17.30; <b class="b3">τὸ δὲ πάντων ὑπερφυέστατον, ὅτι</b>.. Lys.27.12, cf. Ar. ''Th.''831 (troch.): freq. joined with a relat., [[ὄχλος]] ὑπερφυὴς ὅσος Id.''Pl.''750; ὑπερφυεῖ τινι.. ὡς μεγάλῃ βλάβῃ [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 477d: freq. also joined with other Adjs., in which case, as a rule, it stands second, σχέτλια λέγεις καὶ ὑπερφυῆ ib.467b; δεινὸν ὡς [[ἀληθῶς]] καὶ ὑπερφυές D.21.88, etc.; but it stands first in Plu.2.12b, 155a, al.<br><span class="bld">2</span> Sup. ὑπερφυέστατος, as an honorific title, ''Stud.Pal.''20.129.3 (v A. D.), etc.: also in Posit., ἡ ὑ. ὑμῶν ἐξουσία ''PMasp.''2i 1 (vi A. D.), etc.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[ὑπερφυῶς]] = [[marvellously]], [[strangely]], [[exceedingly]], [[φιλαθήναιος]] ἦν ὑπερφυῶς [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'' 142; ὑπερφυῶς σπουδάζειν [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 481b; in affirm. answers, ὑπερφυῶς μὲν οὖν Id.''R.'' 525b: Comp. ὑπερφυεστέρως Philostr.''Gym.''36.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ὑπερφυῶς ὡς</b>... before a Verb, ὑπερφυῶς ὡς χαίρω [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 173c, cf. ''Tht.''155c; before an Adj., ὑπερφυῶς ὡς ἀληθῆ λέγεις Id.''Phd.''66a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui pousse sur terre]];<br /><b>2</b> [[qui croît démesurément]], [[qui passe les bornes]] ; extraordinaire, prodigieux, | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui pousse sur terre]];<br /><b>2</b> [[qui croît démesurément]], [[qui passe les bornes]] ; [[extraordinaire]], [[prodigieux]], [[merveilleux]] ; ὑπερφυὴς [[ὅσος]] AR prodigieux;<br /><i>Sp.</i> ὑπερφυέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερφύομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές / [[ὑπερφυής]], ὑπερφυές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τη [[φύση]], που βρίσκεται [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο, [[υπερφυσικός]] (α. «[[υπερφυής]] [[κόσμος]]» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῦς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι.<br />γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>2.</b> [[μέγας]], [[τεράστιος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως τιμητ. [[τίτλος]]) εξοχότατος, [[λαμπρότατος]] («ὑπερφυοῦς γερουσίας», Ευάγρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερφυές</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπερφυούς, το να βρίσκεται [[κάτι]] [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο («τὸ ὑπερφυὲς τοῦ περὶ αὐτὸν θεοπρεποῦς ἀξιώματος», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τα συνηθισμένα [[μέτρα]], ο [[υπέρογκος]] (α. «λίθους τε ἄλλους εἰς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ [[μέγαθος]] ἐκόμισε», Ηρόδ<br />β. «θυείαν ἑσπέραν ὑπερφυᾱ τὸ [[μέγεθος]] εἰσηνέγκατο», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πανύψηλος]] («εἰς ὑπερφυῆ καὶ ὑπέρλοφον πολιτείαν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]] ή [[θαυμαστός]] (α. «[[ἔργον]] εἰργασταί τοι ὑπερφυὲς [[μέγαθος]] τε καὶ [[κάλλος]]», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὑπερφυεῖ τινι ἄρα ὡς [[μεγάλη]] βλάβῃ καὶ κακῷ θαυμασίῳ ὑπερβάλλουσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για φυτά και τμήματα [[φυτών]]) [[υπέργειος]] («λάχανα τά τε ὑπόγεια καὶ τὰ ὑπερφυῆ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που ξεπερνάει τους άλλους στο ύψος («οἱ υπερφυεῖς τῶν ἀσταχύων», Διογ. Λαέρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερφυώς]] / <i>ὑπερφυῶς</i> ΝΜΑ<br />με υπερφυή, με υπερφυσικό τρόπο, [[κατά]] τρόπο ασυνήθιστο, θαυμαστό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε καταφατική [[απάντηση]]) [[μάλιστα]], βεβαιότατα («ὑπερφυῶς μὲν οὖν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> υπερβολικά, [[πάρα]] πολύ («[[φιλαθήναιος]] ἦν ὑπερφυῶς», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>4.</b> ([[μαζί]] με το <i>ως</i> και [[ρήμα]] ή επίθ.) [[πράγματι]], αληθινά («ὑπερφυῶς... ὡς ἀληθῆ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), | |mltxt=-ές / [[ὑπερφυής]], ὑπερφυές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τη [[φύση]], που βρίσκεται [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο, [[υπερφυσικός]] (α. «[[υπερφυής]] [[κόσμος]]» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῦς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι.<br />γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>2.</b> [[μέγας]], [[τεράστιος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως τιμητ. [[τίτλος]]) εξοχότατος, [[λαμπρότατος]] («ὑπερφυοῦς γερουσίας», Ευάγρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερφυές</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπερφυούς, το να βρίσκεται [[κάτι]] [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο («τὸ ὑπερφυὲς τοῦ περὶ αὐτὸν θεοπρεποῦς ἀξιώματος», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τα συνηθισμένα [[μέτρα]], ο [[υπέρογκος]] (α. «λίθους τε ἄλλους εἰς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ [[μέγαθος]] ἐκόμισε», Ηρόδ<br />β. «θυείαν ἑσπέραν ὑπερφυᾱ τὸ [[μέγεθος]] εἰσηνέγκατο», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πανύψηλος]] («εἰς ὑπερφυῆ καὶ ὑπέρλοφον πολιτείαν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]] ή [[θαυμαστός]] (α. «[[ἔργον]] εἰργασταί τοι ὑπερφυὲς [[μέγαθος]] τε καὶ [[κάλλος]]», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὑπερφυεῖ τινι ἄρα ὡς [[μεγάλη]] βλάβῃ καὶ κακῷ θαυμασίῳ ὑπερβάλλουσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για φυτά και τμήματα [[φυτών]]) [[υπέργειος]] («λάχανα τά τε ὑπόγεια καὶ τὰ ὑπερφυῆ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που ξεπερνάει τους άλλους στο ύψος («οἱ υπερφυεῖς τῶν ἀσταχύων», Διογ. Λαέρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερφυώς]] / <i>ὑπερφυῶς</i> ΝΜΑ<br />με υπερφυή, με υπερφυσικό τρόπο, [[κατά]] τρόπο ασυνήθιστο, θαυμαστό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε καταφατική [[απάντηση]]) [[μάλιστα]], βεβαιότατα («ὑπερφυῶς μὲν οὖν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> υπερβολικά, [[πάρα]] πολύ («[[φιλαθήναιος]] ἦν ὑπερφυῶς», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>4.</b> ([[μαζί]] με το <i>ως</i> και [[ρήμα]] ή επίθ.) [[πράγματι]], αληθινά («ὑπερφυῶς... ὡς ἀληθῆ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. [[προσφυής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[astonishing]], [[extraordinary]], [[extravagant]], [[huge]], [[strange]], [[vast]], [[out of the way]], [[very great]] | |woodrun=[[astonishing]], [[extraordinary]], [[extravagant]], [[huge]], [[strange]], [[vast]], [[out of the way]], [[very great]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[ineffable]]=== | |||
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: [[onuitsprekelijk]], [[onzeggelijk]], [[onnoembaar]]; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[ineffable]], [[innommable]]; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: [[unaussprechlich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]], [[άρρητος]], [[άφατος]], [[που δεν λέγεται]], [[που δεν τον πιάνω στο στόμα μου]]; Ancient Greek: [[ἄφατος]], [[ἄφραστος]], [[οὐ φατός]], [[ἀνωνόμαστος]], [[ἀμύθητος]], [[ἄρρητος]], [[ἀπόρρητος]], [[ἄγρυκτος]], [[ἀναύδητος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[δύσφατος]], [[ἄσπετος]], [[ἀφώνητος]], [[ἀναυδής]], [[ἄεπτος]], [[ἀνέκφραστος]], [[ἀθέσφατος]], [[ἀπειρέσιος]], [[ἄλαλος]], [[ἀνεκφώνητος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἀπόφημος]], [[ἄναυδος]], [[ἀλάλητος]]; Latin: [[ineffabilis]]; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: [[inefável]], [[indescritível]]; Romanian: inefabil; Russian: [[невыразимый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Spanish: [[inefable]]; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol | |||
===[[unspeakable]]=== | |||
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[indicible]]; German: [[unsäglich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[ακατανόμαστος]], [[απερίγραπτος]], [[άφατος]]; Ancient Greek: [[ἀάσπετος]], [[ἀλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[ἀμύθευτος]], [[ἀμύθητος]], [[ἀναύδητος]], [[ἄναυδος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἀνεξήγητος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀπόφθεγκτος]], [[ἀπρεπής]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄρρητος]], [[ἄσπετος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἄφραστος]], [[ἀφώνητος]], [[ἄφωνος]], [[θεσπέσιος]], [[οὔ τι φατειός]], [[οὐ φατός]], [[ὑπέρφατος]], [[ὑπερφυής]]; Italian: [[indicibile]]; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: [[непередаваемый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Telugu: చెప్పరాని | |||
}} | }} |