καταδιαιτάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶῶ")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katadiaitao
|Transliteration C=katadiaitao
|Beta Code=katadiaita/w
|Beta Code=katadiaita/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[decide as arbitrator against]] one, [[give judgement against]], opp. ἀποδ-, ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ' ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν <span class="bibl">D.49.19</span>, cf. <span class="bibl">21.84</span>; <b class="b3">οἷός τ' ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν</b> ib.85; <b class="b3">ἔρημον κ. τινὸς</b> ([[δίκην]]) [[give judgement]] in default [[against]] one, <span class="bibl">Id.21.92</span>, cf. <span class="bibl">40.17</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pr.Im.</span>15</span>: metaph., [[condemn]], c. gen., <span class="bibl">Alciphr.1.31</span>:—Med., <b class="b3">καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος</b> to [[be the cause of an arbitration being given against]] one, <span class="bibl">Lys.25.16</span>.</span>
|Definition=[[decide as arbitrator against]] one, [[give judgement against]], opp. [[ἀποδιαιτάω]], ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ' ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν D.49.19, cf. 21.84; οἷός τ' ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν ib.85; ἔρημον κ. τινὸς ([[δίκη]]ν) [[give]] [[judgement]] in [[default]] [[against]] one, Id.21.92, cf. 40.17, Luc.Pr.Im.15: metaph., [[condemn]], c. gen., Alciphr.1.31:—Med., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος to = [[be the cause of an arbitration being given against]] one, Lys.25.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1346.png Seite 1346]] als Schiedsrichter, [[διαιτητής]], gegen Einen erkennen; κατεδιῄτησάν τινος, Is. frg. 1, 11; Dem. 27, 51 u. öfter; δίκην καταδεδιῃτήκει, im Ggstz von [[ἀποδιαιτάω]], 21, 85, wie ἐρήμην καταδιαιτήσας Luc. pro imag. 15. – Med., ἔφη με καταδιαιτήσασθαι τὴν δίκην [[αὑτοῦ]] Dem. 40, 18, zu seinen Gunsten ein schiedsrichterliches Urtheil fällen lassen; οὐδὲ δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός Lys. 25, 16. – Das pass., καταδεδιῃτημένοι, Poll. 8, 129.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1346.png Seite 1346]] als Schiedsrichter, [[διαιτητής]], gegen Einen erkennen; κατεδιῄτησάν τινος, Is. frg. 1, 11; Dem. 27, 51 u. öfter; δίκην καταδεδιῃτήκει, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἀποδιαιτάω]], 21, 85, wie ἐρήμην καταδιαιτήσας Luc. pro imag. 15. – Med., ἔφη με καταδιαιτήσασθαι τὴν δίκην [[αὑτοῦ]] Dem. 40, 18, zu seinen Gunsten ein schiedsrichterliches Urtheil fällen lassen; οὐδὲ δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός Lys. 25, 16. – Das pass., καταδεδιῃτημένοι, Poll. 8, 129.
}}
{{bailly
|btext=[[καταδιαιτῶ]] :<br /><i>f.</i> καταδιαιτήσω, <i>ao. avec double augm.</i> κατεδιῄτησα, <i>pf.</i> καταδεδιῄτηκα, <i>pqp.</i> καταδεδιῃτήκειν;<br />pf. Pass. καταδεδιῄτημαι;<br />condamner par un jugement arbitral;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καταδιαιτάομαι]], [[καταδιαιτῶμαι]] faire condamner par sentence arbitrale.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[διαιτάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-διαιτάω, met gen.: (in arbitragezaken) een beslissing nemen tegen:, ἐρήμην καταδιαιτήσας τοῦ βιβλίου het boek veroordelen zonder de tegenpartij te horen Luc. 50.15, abs. een uitspraak doen in iemands nadeel; med. causat.: δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός hoewel ik niemand een veroordeling door een scheidsrechter heb bezorgd Lys. 25.16.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδιαιτάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[в арбитражном порядке осудить]], [[решить в неблагоприятном]] (для кого-л.) смысле ([[δίκην]] Dem.): ἐρήμην κ. τινος Dem. заочно вынести неблагоприятное арбитражное решение по чьему-л. делу;<br /><b class="num">2</b> med. [[добиться осуждения]] (τινος Lys.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδιαιτάω''': (ἴδε [[διαιτάω]]) ὡς διαιτητὴς [[ἐκφέρω]] κρίσιν [[ἐναντίον]] τινός, ἀντίθετον τῷ [[ἀποδιαιτάω]], ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ’ ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν Δημ. 1190. 8, πρβλ. 542. 1· οἷός τ’ ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν [[αὐτόθι]] 6, πρβλ. 544. 7., 1013. 21· ἐρήμην καταδιαιτᾶν τινος, παταδικάζειν τινὰ ἐρήμην, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 15. ― Μέσ., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος, [[ὅταν]] ἐνεργήσῃ τις [[ὥστε]] νὰ ἐκδοθῇ [[ἀπόφασις]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἐν διαίτῃ, Λυσ. 172. 38· πρβλ. Reiske εἰς Δημ. 1013. 23., 1272. 9, καὶ ἴδε [[καταδικάζω]].
|lstext='''καταδιαιτάω''': (ἴδε [[διαιτάω]]) ὡς διαιτητὴς [[ἐκφέρω]] κρίσιν [[ἐναντίον]] τινός, ἀντίθετον τῷ [[ἀποδιαιτάω]], ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ’ ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν Δημ. 1190. 8, πρβλ. 542. 1· οἷός τ’ ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν [[αὐτόθι]] 6, πρβλ. 544. 7., 1013. 21· ἐρήμην καταδιαιτᾶν τινος, παταδικάζειν τινὰ ἐρήμην, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 15. ― Μέσ., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος, [[ὅταν]] ἐνεργήσῃ τις [[ὥστε]] νὰ ἐκδοθῇ [[ἀπόφασις]] [[ἐναντίον]] τινὸς ἐν διαίτῃ, Λυσ. 172. 38· πρβλ. Reiske εἰς Δημ. 1013. 23., 1272. 9, καὶ ἴδε [[καταδικάζω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καταδιαιτήσω, <i>ao. avec double augm.</i> κατεδιῄτησα, <i>pf.</i> καταδεδιῄτηκα, <i>pqp.</i> καταδεδιῃτήκειν;<br />pf. Pass. καταδεδιῄτημαι;<br />condamner par un jugement arbitral;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταδιαιτάομαι-ῶμαι faire condamner par sentence arbitrale.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[διαιτάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδιαιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. -[[δεδιῄτηκα]] (βλ. [[διαιτάω]]), ως [[διαιτητής]] [[κρίνω]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εκδίδω]] [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδικάζω]] με γεν., σε Δημ. — Παθ., καταδικάζομαι, στον ίδ.
|lsmtext='''καταδιαιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. -[[δεδιῄτηκα]] (βλ. [[διαιτάω]]), ως [[διαιτητής]] [[κρίνω]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εκδίδω]] [[απόφαση]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταδικάζω]] με γεν., σε Δημ. — Παθ., καταδικάζομαι, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-διαιτάω, met gen.: (in arbitragezaken) een beslissing nemen tegen:, ἐρήμην καταδιαιτήσας τοῦ βιβλίου het boek veroordelen zonder de tegenpartij te horen Luc. 50.15, abs. een uitspraak doen in iemands nadeel; med. causat.: δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός hoewel ik niemand een veroordeling door een scheidsrechter heb bezorgd Lys. 25.16.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδιαιτάω:'''<br /><b class="num">1)</b> в арбитражном порядке осудить, решить в неблагоприятном (для кого-л.) смысле ([[δίκην]] Dem.): ἐρήμην κ. τινος Dem. заочно вынести неблагоприятное арбитражное решение по чьему-л. делу;<br /><b class="num">2)</b> med. добиться осуждения (τινος Lys.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω perf. -[[δεδιῄτηκα]] [v. [[διαιτάω]]<br />to [[decide]] as [[arbitrator]] [[against]], [[give]] [[judgment]] [[against]] c. gen., Dem.: Pass. to be [[decided]] [[against]] one, Dem.
|mdlsjtxt=fut. ήσω perf. -[[δεδιῄτηκα]] [v. [[διαιτάω]]<br />to [[decide]] as [[arbitrator]] [[against]], [[give]] [[judgment]] [[against]] c. gen., Dem.: Pass. to be [[decided]] [[against]] one, Dem.
}}
}}