μειδάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ"
(1ba)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶῶ")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meidao
|Transliteration C=meidao
|Beta Code=meida/w
|Beta Code=meida/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">smile</b>, Ep. Verb, only 3sg. aor. μείδησε <span class="bibl">Il.1.595</span>, <span class="bibl">5.426</span>, <span class="bibl">Od.4.609</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span> 115</span>, etc.; part. μειδήσας, -σασα <span class="bibl">Il.1.596</span>, etc.; inf. μειδῆσαι <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span> 204</span>; <b class="b3">μείδησε σαρδάνιον</b> (v. <b class="b3">Σαρδάνιος</b>) <span class="bibl">Od.20.301</span>; opp. <b class="b3">γελᾶν</b>, <b class="b2">laugh aloud</b>, <b class="b3">μειδῆσαι γελάσαι τε</b> <span class="title">h.Cer.</span>l.c.; <b class="b3">κάρχαρόν τι μειδήσας</b> <b class="b2">grinning</b> so as to show his teeth, <span class="bibl">Babr.94.6</span>:—pres. is supplied by μειδιάω, used by Hom. only in Ep. part. μειδιόων <span class="bibl">Il.7.212</span>, <span class="bibl">23.786</span>; -ιόωσα <span class="bibl">21.491</span>: later 3sg. μειδιάει <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>10.3</span>, μειδιᾷ <span class="bibl">Theoc.30.5</span>; part. μειδιάων <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>7.14</span>, μειδιῶσα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>513</span>; inf. μειδιᾶν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prm.</span>130a</span>: impf. ἐμειδία <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMeretr.</span>3.2</span>; Ep. μειδιάασκε <span class="bibl"><span class="title">PLit.Lond.</span>41</span>, <span class="bibl">Q.S. 9.117</span>: aor. I ἐμειδίᾱσα Plu.2.172b, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>20.11</span>; inf. μειδιᾶσαι <span class="bibl">Apollod.1.5.3</span>; part. μειδιάσας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>86d</span>; Aeol. fem. -ιάσαισα Sapph.1.14. (Cf. Skt. <b class="b2">smáyati</b>, Lett. <b class="b2">smaidīt</b> 'smile', etc.)</span>
|Definition=[[smile]], Ep. Verb, only 3sg. aor. μείδησε Il.1.595, 5.426, Od.4.609, Hes.''Sc.'' 115, etc.; part. μειδήσας, -σασα Il.1.596, etc.; inf. μειδῆσαι ''h.Cer.'' 204; <b class="b3">μείδησε σαρδάνιον</b> (v. [[Σαρδάνιος]]) Od.20.301; opp. [[γελᾶν]], [[laugh aloud]], <b class="b3">μειδῆσαι γελάσαι τε</b> ''h.Cer.''l.c.; <b class="b3">κάρχαρόν τι μειδήσας</b> [[grinning]] so as to show his teeth, Babr.94.6:—pres. is supplied by μειδιάω, used by Hom. only in Ep. part. μειδιόων Il.7.212, 23.786; -ιόωσα 21.491: later 3sg. μειδιάει ''h.Hom.''10.3, μειδιᾷ Theoc.30.5; part. μειδιάων ''h.Hom.''7.14, μειδιῶσα Ar.''Th.''513; inf. μειδιᾶν Pl.''Prm.''130a: impf. ἐμειδία Luc.''DMeretr.''3.2; Ep. [[μειδιάασκε]] ''PLit.Lond.''41, Q.S. 9.117: aor. I ἐμειδίᾱσα Plu.2.172b, Luc.''DDeor.''20.11; inf. μειδιᾶσαι Apollod.1.5.3; part. μειδιάσας [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 86d; Aeol. fem. -ιάσαισα Sapph.1.14. (Cf. Skt. smáyati, Lett. [[smaidīt]] 'smile', etc.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] = [[μειδιάω]], lächeln, Hom. Il. 5, 426 u. sonst, immer im aor. I., wie Hes. Sc. 115; σαρδάνιον μειδῆσαι, Od. 20, 301, s. [[σαρδάνιος]]; – κάρχαρον μειδῆσαι, grinsend, höhnisch lächeln, Babr. 94, 6; sp. D., auch von leblosen Dingen, lächelnd, freundlich aussehen, vgl. [[μειδιάω]]. Von [[γελάω]] wird es so unterschieden, daß dieses das laute, schallende Lachen ist, [[μειδάω]] das lautlose, sanfte Lächeln, weshalb man es auch von μὴ αὐδᾶν ableiten wollte; eine Steigerung ist angedeutet H. h. Cer. 204 in der Vrbdg μειδῆσαι γελάσαι τε. Vom praes. scheinen sich keine Formen zu finden, daher Einige μειδέω als praes. annahmen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] = [[μειδιάω]], lächeln, Hom. Il. 5, 426 u. sonst, immer im aor. I., wie Hes. Sc. 115; σαρδάνιον μειδῆσαι, Od. 20, 301, s. [[σαρδάνιος]]; – κάρχαρον μειδῆσαι, grinsend, höhnisch lächeln, Babr. 94, 6; sp. D., auch von leblosen Dingen, lächelnd, freundlich aussehen, vgl. [[μειδιάω]]. Von [[γελάω]] wird es so unterschieden, daß dieses das laute, schallende Lachen ist, [[μειδάω]] das lautlose, sanfte Lächeln, weshalb man es auch von μὴ αὐδᾶν ableiten wollte; eine Steigerung ist angedeutet H. h. Cer. 204 in der Vrbdg μειδῆσαι γελάσαι τε. Vom praes. scheinen sich keine Formen zu finden, daher Einige μειδέω als praes. annahmen.
}}
{{bailly
|btext=[[μειδῶ]] :<br /><i>seul. ao. poét.</i> μείδησα;<br />sourire : σαρδάνιον OD avoir un sourire sardonique, moqueur ; κάρχαρον BABR sourire méchamment <i>ou</i> grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' p. *σμειδάω, de la R. Σμι, sourire = R. <i>skr.</i> Smi &gt; smayè « je souris », smitam « le rire » ; cf. <i>lat.</i> [[mirus]], [[miror]].
}}
{{elru
|elrutext='''μειδάω:''' (только aor. μειδῆσαι) эп. = [[μειδιάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μειδάω''': μειδιῶ, «χαμογελῶ», Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἀορ. μείδησε (-εν) Ἰλ. Α. 595, Ε. 426, Ὀδ. Δ. 609, κτλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 115: μετοχ. μειδήσας, -σασα Ἰλ. Α. 596, κτλ.: ἀπαρ. μειδῆσαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204· Σαρδάνιον μείδησε (ἴδε ἐν λέξ. Σαρδάνιος)· κάρχαρόν τι μειδήσας, μειδιάσας [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ δεικνύῃ τοὺς ὀδόντας του, Βάβριος 94. 6· ― ὁ ἐνεστὼς παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ μειδιάω, [[ὅπερ]] [[ὅμως]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. μειδιόων Ἰλ. Η. 212, Ψ. 786· -ιόωσα Φ. 491· ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], γ΄ ἑνικ. μειδιάει Ὁμ. Ὕμν. 9. 3: μετοχ. μειδιάων Ζ. 14, μειδιῶσα Ἀριστοφ. Θεσμ. 513: ἀπαρέμφ. μειδιᾶν Πλάτ. Παρμ. 130A: παρατ., ἐμειδία Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 2, Ἐπικ. μειδιάασκε Κόϊντ. Σμ. 9. 117: ἀόρ. α΄ ἐμειδίᾱσα Πλούτ., Λουκ.: μετοχ. μειδιάσας Πλάτ. Φαίδ. 86D, Αἰολ. θηλ. -ιάσαισα Σαπφὼ 1. 14. ― Ἡ μεταξὺ τοῦ γελᾶν καὶ μειδιᾶν διαφορὰ [[εἶναι]] ὅτι τὸ μὲν πρῶτον σημαίνει γέλωτα πλήρη, τὸ δὲ δεύτερον [[ἁπλῶς]] τὴν ἐπὶ τὸ γελαστικώτερον διαστολὴν τῶν χειλέων, τὸ «χαμόγελον», [[ὥστε]] ὑπάρχει τις κλῖμαξ ἐν τῷ μειδῆσαι γελάσαι τε, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 82. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει μεῖδος = [[μείδημα]]· πρβλ. Σανσκρ. smi, sma-yê (subrideo), smit-am (risus)· Ἀρχ. Γερμ. smie-len (Ἀγγλ. to smile)· Σλαυ. smij-ati s? (γελᾶν), Λεττ. smeet· ― [[ὥστε]] ἡ Ἑλλην. [[ῥίζα]] ἔχει ἀπολέσῃ τὸ σ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὸ Λατ. mir-us, mi-ror).
|lstext='''μειδάω''': μειδιῶ, «χαμογελῶ», Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἀορ. μείδησε (-εν) Ἰλ. Α. 595, Ε. 426, Ὀδ. Δ. 609, κτλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 115: μετοχ. μειδήσας, -σασα Ἰλ. Α. 596, κτλ.: ἀπαρ. μειδῆσαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204· Σαρδάνιον μείδησε (ἴδε ἐν λέξ. Σαρδάνιος)· κάρχαρόν τι μειδήσας, μειδιάσας [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ δεικνύῃ τοὺς ὀδόντας του, Βάβριος 94. 6· ― ὁ ἐνεστὼς παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ μειδιάω, [[ὅπερ]] [[ὅμως]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. μειδιόων Ἰλ. Η. 212, Ψ. 786· -ιόωσα Φ. 491· ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], γ΄ ἑνικ. μειδιάει Ὁμ. Ὕμν. 9. 3: μετοχ. μειδιάων Ζ. 14, μειδιῶσα Ἀριστοφ. Θεσμ. 513: ἀπαρέμφ. μειδιᾶν Πλάτ. Παρμ. 130A: παρατ., ἐμειδία Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 2, Ἐπικ. μειδιάασκε Κόϊντ. Σμ. 9. 117: ἀόρ. α΄ ἐμειδίᾱσα Πλούτ., Λουκ.: μετοχ. μειδιάσας Πλάτ. Φαίδ. 86D, Αἰολ. θηλ. -ιάσαισα Σαπφὼ 1. 14. ― Ἡ μεταξὺ τοῦ γελᾶν καὶ μειδιᾶν διαφορὰ [[εἶναι]] ὅτι τὸ μὲν πρῶτον σημαίνει γέλωτα πλήρη, τὸ δὲ δεύτερον [[ἁπλῶς]] τὴν ἐπὶ τὸ γελαστικώτερον διαστολὴν τῶν χειλέων, τὸ «χαμόγελον», [[ὥστε]] ὑπάρχει τις κλῖμαξ ἐν τῷ μειδῆσαι γελάσαι τε, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 82. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει μεῖδος = [[μείδημα]]· πρβλ. Σανσκρ. smi, sma-yê (subrideo), smit-am (risus)· Ἀρχ. Γερμ. smie-len (Ἀγγλ. to smile)· Σλαυ. smij-ati s? (γελᾶν), Λεττ. smeet· ― [[ὥστε]] ἡ Ἑλλην. [[ῥίζα]] ἔχει ἀπολέσῃ τὸ σ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὸ Λατ. mir-us, mi-ror).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. ao. poét.</i> μείδησα;<br />sourire : σαρδάνιον OD avoir un sourire sardonique, moqueur ; κάρχαρον BABR sourire méchamment <i>ou</i> grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' p. *σμειδάω, de la R. Σμι, sourire = R. <i>skr.</i> Smi &gt; smayè « je souris », smitam « le rire » ; cf. <i>lat.</i> mirus, miror.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μειδάω:''' χρησιμ. μόνο στο Επικ. γʹ ενικ. αόρ. αʹ <i>μείδησε</i>, μτχ. <i>μειδήσας -σασα</i>, [[χαμογελώ]], σε Όμηρ.· [[μορφάζω]], βλ. [[σαρδάνιος]]· πρβλ. [[μειδιάω]].
|lsmtext='''μειδάω:''' χρησιμ. μόνο στο Επικ. γʹ ενικ. αόρ. αʹ <i>μείδησε</i>, μτχ. <i>μειδήσας -σασα</i>, [[χαμογελώ]], σε Όμηρ.· [[μορφάζω]], βλ. [[σαρδάνιος]]· πρβλ. [[μειδιάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μειδάω:''' (только aor. μειδῆσαι) эп. = [[μειδιάω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=only used in epic 3rd sg. aor1 μείδησε, [[part]]. μειδήσας, -σασα]<br />to [[smile]], Hom.: to [[grin]], v. [[σαρδάνιος]]. Cf. [[μειδιάω]].
|mdlsjtxt=only used in epic 3rd sg. aor1 μείδησε, [[part]]. μειδήσας, -σασα]<br />to [[smile]], Hom.: to [[grin]], v. [[σαρδάνιος]]. Cf. [[μειδιάω]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μειδιῶ]], [[μειδιάω]])<br /><b>1.</b> [[γελώ]] μόνο με [[σύσπαση]] τών χειλιών μου [[χωρίς]] ήχο γέλιου, [[χαμογελώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω [[διάθεση]] ευνοϊκή [[απέναντι]] σε κάποιον («η [[τύχη]] άρχισε να μού μειδιά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαμογελώ]] ειρωνικά («[[μόλις]] διάβασε το [[γράμμα]] μειδίασε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>μειδιῶ</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>smei</i>- «[[χαμογελώ]]» [για το <i>s</i>- της ρίζας [[πρβλ]]. <i>φιλομ</i>(<i>μ</i>)<i>μειδής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλοσμειδής</i>] και συνδέεται με: αρχ. ινδ. <i>smayate</i>, -<i>ti</i> «[[χαμογελώ]]», λεττον. <i>smeju</i> «[[χαμογελώ]]», αρχ. σλαβ. <i>sm</i><i>ě</i><i>jọse</i>, <i>smijatise</i> «[[γελώ]]», τοχαρ. Β' <i>smi</i>-<i>mare</i>, λατ. <i>m</i><i>ī</i><i>rus</i> «[[θαυμαστός]]» ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>smile</i>). Ανερμήνευτη [[ωστόσο]] παραμένει η [[παρουσία]] οδοντικού συμφώνου <i>smeid</i>- στην Ελληνική, [[καθώς]] δεν εμφανίζεται σε [[καμιά]] [[άλλη]] ΙΕ [[γλώσσα]], [[εκτός]] ίσως από το λεττον. <i>smaida</i> «[[χαμογελώ]]». Το ρ. [[μειδιάω]], -<i>ιῶ</i> απαντά στον Όμηρο μόνο στη [[μετοχή]] <i>μειδ</i>-<i>ιόων</i>, -<i>ιόωσα</i>, [[μορφή]] προσαρμοσμένη μετρικά για τις ανάγκες του έπους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μειδίαμα]], [[μειδιαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειδίασις]], [[μειδιασμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[επιμειδιώ]], [[προσμειδιώ]], [[υπομειδιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>διαμειδιώ</i>, [[εμμειδιώ]], [[καταμειδιώ]], [[συνεπιμειδιώ]]].
}}
{{trml
|trtx====[[smile]]===
Abkhaz: аҧышәырччара; Afrikaans: glimlag; Albanian: buzëqesh; Arabic: اِبْتَسَمَ‎; Armenian: ժպտալ; Asturian: sonrir, sorrir; Azerbaijani: gülümsəmək, təbəssüm etmək, qımışmaq; Bashkir: йылмайыу; Belarusian: усміхацца, усміхнуцца; Breton: mousc'hoarzhin; Bulgarian: усмихвам се, усмихна се; Burmese: ပြုံး; Catalan: somriure; Chepang: ङीःसा; Chinese Cantonese: 笑, 微笑; Mandarin: 微笑, 笑; Min Nan: 麻微笑; Crimean Tatar: külümsemek; Czech: usmívat se, usmát se; Danish: smile; Drung: etsheu; Dutch: [[glimlachen]], [[smuilen]]; Eastern Cham: ꨯꨆꨵꨱ; Esperanto: rideti; Estonian: naeratama; Faroese: smíla, brosa; Finnish: hymyillä; French: [[sourire]]; Galician: sorrir; Georgian: გაღიმება; German: [[lächeln]]; Greek: [[χαμογελώ]], [[χαμογελάω]]; Ancient Greek: [[γελάω]], [[διαμειδιάω]], [[διαμειδιῶ]], [[ἐμμειδιάω]], [[ἐμμειδιῶ]], [[μειδάω]], [[μειδιάω]], [[μειδιῶ]], [[μειδῶ]], [[ὑπογελάω]]; Guaraní: pukavy; Gujarati: મલકવું; Hawaiian: minoʻaka; Hebrew: חייך \ חִיֵּךְ‎; Hindi: मुस्काना, मुस्कुराना; Hungarian: mosolyog; Hunsrik: lechle; Icelandic: brosa; Ido: ridetar; Indonesian: tersenyum; Ingrian: myhhiä; Interlingua: surrider; Irish: déan miongháire; Italian: [[sorridere]]; Iu Mien: njeic; Japanese: 微笑む, 笑う; Kazakh: езу тарту, жылмың кағу; Khmer: ញញឹម; Korean: 미소를 짓다, 미소짓다, 웃다, 미소하다; Kurdish Central Kurdish: زەردەخەنە کردن‎; Northern Kurdish: bişirîn, girrnijîn, bişkurrîn, bêdeng kenîn; Kyrgyz: жагуу, жылмаюу, күлүмсүрөө; Lao: ຍິ້ມ; Latin: [[subrideo]], [[surrideo]]; Latvian: smaidīt; Lithuanian: šypsotis; Lun Bawang: merimud; Luxembourgish: lächelen, schmunzen, schmunzelen, schmonzen; Macedonian: се насмевнува, се насмевне; Malayalam: ചിരിക്കുക, പുഞ്ചിരിക്കുക, മന്ദഹസിക്കുക, മന്ദസ്മിതം തൂകുക; Maltese: tbissem; Marathi: हास्य; Mirandese: sunrir; Mongolian Cyrillic: инээмсэглэх; Nahuatl: paqui; Navajo: chʼídinidlóóh; Nepali: मुस्कुराउनु, मुस्काउनु; Occitan: sorire; Old English: smearcian; Oromo: seequu; Pacoh: cacháng; Pashto: تبسم کول‎, مسکا کول‎; Persian: لبخند زدن‎, تبسم کردن‎; Pipil: paki, paqui; Polish: uśmiechać się, uśmiechnąć się; Portuguese: [[sorrir]]; Quechua: asiy; Rajasthani: मुळकणौ; Romanian: zâmbi, surâde; Romansch: surrir; Russian: [[улыбаться]], [[улыбнуться]], [[усмехаться]], [[усмехнуться]]; Rwanda-Sanskrit: स्मयते; Scottish Gaelic: dèan gàire, dèan snodha-gàire, dèan fàite-gàire; Serbo-Croatian Cyrillic: насмешити се, насмијешити се, осмјехнути се; Roman: nasmešiti se, nasmiješiti se, osmjéhnuti se; S'gaw Karen: နံၤကမှံ; Shan: ယုမ်ႉ, ယုမ်ႉၶူဝ်; Sinhalese: හිනා වෙනවා; Slovak: usmievať sa, usmiať sa; Slovene: nasmihati se, nasmehniti se; Spanish: [[sonreír]]; Swahili: tabasamu; Swedish: le; Tagalog: ngumiti; Tajik: лабханд задан, табассум кардан; Tatar: елмаерга; Tboli: gemé; Thai: ยิ้ม; Tocharian B: smi-; Turkish: gülümsemek, tebessüm etmek; Turkmen: ýyrşarmak; Tuvan: хүлүмзүрүүр; Ukrainian: посміхатися, посміхнутися; Urdu: مسکانا‎, مسکرانا‎; Uyghur: كۈلۈمسىرىمەك‎, كۈلمەك‎, خۇش خۇيلۇق‎, تەبەسسۇم قىلماق‎; Uzbek: iljaymoq, jilmaymoq, tabassum qilmoq; Vietnamese: cười, cười mỉm; Volapük: smililön, smilülön; Welsh: gwenu; White Hmong: luag; Yiddish: שמייכלען‎, צעשמייכלען‎; ǃXóõ: ǁqʻàẽ
}}
}}