μυαλό: Difference between revisions

m
Text replacement - "νοῦς, φρήν;" to "νόος, νοῦς, φρήν;"
(26)
 
m (Text replacement - "νοῦς, φρήν;" to "νόος, νοῦς, φρήν;")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μνυαλό, το (Μ [[μυαλό]] και μυαλόν)<br /><b>1.</b> [[εγκέφαλος]] («με αλοσκόρπιστα μυαλά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[μυελός]] τών οστών, το [[μεδούλι]] («αυτό το [[κόκαλο]] [[είναι]] γεμάτο [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]]<br /><b>4.</b> [[νους]], [[κρίση]], [[διάνοια]] («κοφτερό [[μυαλό]]»)<br />5) [[φρόνηση]], [[σύνεση]], [[ευφυΐα]] («αν είχε [[μυαλό]] δεν θα είχε καταντήσει [[τώρα]] [[έτσι]]»)<br /><b>4.</b> [[σκέψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] σαν [[μυαλό]]» (για [[φαγητό]]) [[είναι]] τρυφερό, μαλακό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αυτός [[είναι]] [[μυαλό]]» και «έχει γερό [[μυαλό]]» και «έχει τετραγωνικό [[μυαλό]]» — [[είναι]] [[άνθρωπος]] με ορθή και [[διαυγή]] [[κρίση]], [[είναι]] πολύ [[ευφυής]]<br />β) «έχει θηλυκό [[μυαλό]]» ή «γεννάει το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ευφυής]], [[είναι]] [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]]<br />γ) «έχασε τα μυαλά του» — τρελάθηκε<br />δ) «πήραν τα μυαλά του αέρα» — επιθυμεί και επιδιώκει τα ανέφικτα ή υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και γίνεται [[αλαζόνας]]<br />ε) «του πήρε το [[μυαλό]]» — του ενέπνευσε σφοδρό έρωτα<br />στ) «δεν έπηξε [[ακόμη]] το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ακόμη]] πνευματικά [[ανώριμος]], φέρεται [[ακόμη]] επιπόλαια<br />ζ) «[[μυαλό]] [[κουκούτσι]]» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[κουτός]], [[ανόητος]]<br />η) «τα μυαλά σου και μια [[λύρα]] και του μπογιατζή ο [[κόπανος]]» — λέγεται ως [[επίπληξη]] σε κάποιον που δίνει εσφαλμένες απαντήσεις ή μιλά ασυνάρτητα και ανόητα<br />θ) «πού είχες το [[μυαλό]] σου;» — [[γιατί]] δεν πρόσεξες ή [[γιατί]] δεν προνόησες;<br />ι) «του φάνη το [[γουλί]] [[μυαλό]] και το [[ζουμί]] του [[μέλι]]» — λέγεται για κάποιον που πεινά πολύ<br />ια) «δεν έχω [[μυαλό]] για δουλειά» — δεν [[μπορώ]] να συγκεντρωθώ<br /><b>μσν.</b><br />το [[κρανίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[μυελόν]] <span style="color: red;"><</span> [[μυαλός]] <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]], με [[αλλαγή]] γένους [[κατά]] το [[γένος]] τών λ. [[κρανίο]], [[κεφάλι]] (<b>πρβλ.</b> <i>η [[πεύκη]] &GT; [[πεύκο]], <i>η [[ελάτη]] &GT; [[έλατο]], [[κατά]] το [[δέντρο]])].
|mltxt=και μνυαλό, το (Μ [[μυαλό]] και μυαλόν)<br /><b>1.</b> [[εγκέφαλος]] («με αλοσκόρπιστα μυαλά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[μυελός]] τών οστών, το [[μεδούλι]] («αυτό το [[κόκαλο]] [[είναι]] γεμάτο [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]]<br /><b>4.</b> [[νους]], [[κρίση]], [[διάνοια]] («κοφτερό [[μυαλό]]»)<br />5) [[φρόνηση]], [[σύνεση]], [[ευφυΐα]] («αν είχε [[μυαλό]] δεν θα είχε καταντήσει [[τώρα]] [[έτσι]]»)<br /><b>4.</b> [[σκέψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] σαν [[μυαλό]]» (για [[φαγητό]]) [[είναι]] τρυφερό, μαλακό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «αυτός [[είναι]] [[μυαλό]]» και «έχει γερό [[μυαλό]]» και «έχει τετραγωνικό [[μυαλό]]» — [[είναι]] [[άνθρωπος]] με ορθή και [[διαυγή]] [[κρίση]], [[είναι]] πολύ [[ευφυής]]<br />β) «έχει θηλυκό [[μυαλό]]» ή «γεννάει το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ευφυής]], [[είναι]] [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]]<br />γ) «έχασε τα μυαλά του» — τρελάθηκε<br />δ) «πήραν τα μυαλά του αέρα» — επιθυμεί και επιδιώκει τα ανέφικτα ή υπερεκτιμά τις δυνάμεις του και γίνεται [[αλαζόνας]]<br />ε) «του πήρε το [[μυαλό]]» — του ενέπνευσε σφοδρό έρωτα<br />στ) «δεν έπηξε [[ακόμη]] το [[μυαλό]] του» — [[είναι]] [[ακόμη]] πνευματικά [[ανώριμος]], φέρεται [[ακόμη]] επιπόλαια<br />ζ) «[[μυαλό]] [[κουκούτσι]]» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[κουτός]], [[ανόητος]]<br />η) «τα μυαλά σου και μια [[λύρα]] και του μπογιατζή ο [[κόπανος]]» — λέγεται ως [[επίπληξη]] σε κάποιον που δίνει εσφαλμένες απαντήσεις ή μιλά ασυνάρτητα και ανόητα<br />θ) «πού είχες το [[μυαλό]] σου;» — [[γιατί]] δεν πρόσεξες ή [[γιατί]] δεν προνόησες;<br />ι) «του φάνη το [[γουλί]] [[μυαλό]] και το [[ζουμί]] του [[μέλι]]» — λέγεται για κάποιον που πεινά πολύ<br />ια) «δεν έχω [[μυαλό]] για δουλειά» — δεν [[μπορώ]] να συγκεντρωθώ<br /><b>μσν.</b><br />το [[κρανίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[μυελόν]] <span style="color: red;"><</span> [[μυαλός]] <span style="color: red;"><</span> [[μυελός]], με [[αλλαγή]] γένους [[κατά]] το [[γένος]] τών λ. [[κρανίο]], [[κεφάλι]] (<b>πρβλ.</b> η [[πεύκη]] > [[πεύκο]], η [[ελάτη]] > [[έλατο]], [[κατά]] το [[δέντρο]])].
}}
{{trml
|trtx====[[mind]]===
Ainu: ケウトゥㇺ, ラㇺ, ラマ, ラマッ, ラム; Albanian: mendje; Amharic: አዕምሮ; Arabic: عَقْل‎, ذِهْن‎, خَلَد‎; Egyptian Arabic: عقل‎; Hijazi Arabic: عَقِل‎; Armenian: բանականություն, խելք; Old Armenian: միտ; Aromanian: minte; Assamese: মন; Asturian: mente; Azerbaijani: ağıl, fikir, zehin; Bashkir: аҡыл; Basque: adimen, buru, gogo, sen; Belarusian: розум; Bengali: মন; Bulgarian: ум, разум, мисъл, акъл; Burmese: စိတ်; Catalan: ment; Cherokee: ᎣᏓᏅᏛ; Chinese Mandarin: 智力, 悟性, 精神, 心智; Chiricahua: -́nii; Chukchi: кувчемгъон; Coptic: ⲙⲉⲩⲓ; Czech: mysl, rozum; Danish: sind, sjæl; indstilling; Dutch: [[verstand]], [[geest]], [[psyche]], [[denkvermogen]], [[rede]]; Esperanto: menso; Estonian: mõistus; Finnish: mieli, järki, ymmärrys, pää; French: [[esprit]], [[raison]], [[intelligence]]; Friulian: ment; Galician: mente; Georgian: ჭკუა, გონება; German: [[Verstand]], [[Geist]], [[Sinn]]; Gothic: 𐌷𐌿𐌲𐍃, 𐍆𐍂𐌰𐌸𐌹, 𐌰𐌷𐌰; Greek: [[νους]], [[διάνοια]], [[μυαλό]]; Ancient Greek: [[νόος]], [[νοῦς]], [[φρήν]]; Guaraní: anãngua, apytu'ũ; Hawaiian: manaʻo, waihona, noʻonoʻa, naʻau; Hebrew: רוּחַ‎, מוח‎, שׂכל‎; Higaonon: hunahuna; Hindi: मन, दिल; Hungarian: értelem, elme; Icelandic: hugur; Ido: mento; Igbo: uchè; Irish: intinn, meabhair; Middle Irish: menma; Old Irish: menmae; Italian: [[mente]]; Japanese: 心, 精神, 知性; Jicarilla: -́nii; Kazakh: ақыл; Khmer: សតិ; Korean: 마음, 심성; Kumyk: гьакъыл; Kurdish Northern Kurdish: hîş; Kyrgyz: акыл; Lao: ດວງຈິດ, ຈິດ; Latgalian: pruots; Latin: [[mens]], [[animus]]; Latvian: prāts; Lithuanian: protas; Luxembourgish: Verstand, Geescht; Macedonian: ум, разум; Malay: akal; Malayalam: മനസ്; Maltese: għaqal; Maori: ihomatua; Mongolian: ухаан, оюун; Nanai: мурун; Navajo: bíniʼ; Ngazidja Comorian: âkili Norwegian: forstand, intellekt; Occitan: esperit, ment; Old Church Slavonic Cyrillic: оумъ, разоумъ; Old East Slavic: розумъ; Old English: mōd; Pali: sati; Pashto: ذهن‎, عقل‎; Persian: ذهن‎, عقل‎; Middle Persian: mānag; Pitjantjatjara: kata; Polish: rozum inan, umysł inan, um; Portuguese: [[mente]]; Romagnol: mént; Romanian: minte; Russian: [[ум]], [[разум]], [[рассудок]], [[интеллект]]; Rusyn: розум; Sanskrit: मनस्, चित्; Sardinian: mente, menti; Scottish Gaelic: aire; Serbo-Croatian Cyrillic: у̑м, ра̏зӯм; Roman: ȗm, rȁzūm; Shor: ағыл; Slovak: myseľ, rozum, myslenie; Slovene: um, razum; Spanish: [[mente]]; Swedish: förstånd, intellekt, psyke; Tajik: ақл; Tatar: зиһен, акыл; Telugu: మనసు, దిమాక్; Thai: จิตใจ, จิต; Tibetan: སེམས; Tocharian B: palsko; Turkish: akıl, zihin, us; Turkmen: akyl; Ukrainian: розум, ум, інтелект; Urdu: عقل‎; Uyghur: ئەقىل‎, زېھىن‎; Uzbek: aql, fikr, zehn, ong; Vietnamese: tinh thần, lòng, tâm trí; Welsh: meddwl; Western Apache: -́niʼ; Yucatec Maya: tuukul; Zulu: ingqondo
}}
}}