κυψέλη: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kypseli
|Transliteration C=kypseli
|Beta Code=kuye/lh
|Beta Code=kuye/lh
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">any hollow vessel: chest, box</b> (whence Cypselus was called), <span class="bibl">Hdt.5.92</span>.έ, Plu.2.164a, <span class="bibl">Paus.5.17.5</span>; <b class="b3">ἑξμέδιμνος κ</b>., of [[a cornchest]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>631</span>; [[bee-hive]], Plu.2.601c: metaph., <b class="b3">κυψέλαι φρονημάτων</b> [[boxes]] full of thoughts, <span class="title">Com.Adesp.</span>703. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[hollow of the ear]], <span class="bibl">Poll.2.85</span>, Hsch.: hence, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[κυψελίς]] <span class="bibl">11</span>, [[ear-wax]], <b class="b3">κυψέλην… ἔχεις… ἐν τοῖς ὠσίν</b>, prov. of stupid men, <span class="title">Com.Adesp.</span>620, cf. <span class="bibl">Eup. 213</span>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.63</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> any [[hollow]] [[vessel]]: [[chest]], [[box]] (whence Cypselus was called), [[Herodotus|Hdt.]]5.92.έ, Plu.2.164a, Paus.5.17.5; [[ἑξμέδιμνος]] κυψέλη, of a [[cornchest]], Ar.''Pax''631; [[beehive]], Plu.2.601c: metaph., <b class="b3">κυψέλαι φρονημάτων</b> [[box]]es full of thoughts, ''Com.Adesp.''703.<br><span class="bld">II</span> [[hollow of the ear]], Poll.2.85, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: hence,<br><span class="bld">2</span> = [[κυψελίς]] ''ΙΙ'', [[earwax]], [[κυψέλην δ' ἔχεις ἄπλατον ἐν τοῖς ὠσίν]] = you've got an enormous quantity of wax in your ears, [[proverb|prov.]] of [[stupid]] men, ''Com.Adesp.''620, cf. Eup. 213, Alex.Aphr.''Pr.''2.63.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1539.png Seite 1539]] ἡ (vgl. [[κύπη]]), jede Höhlung, bes. die [[Ohrhöhle]], auch das darin befindliche Schmalz, VLL. Vgl. [[κύφελλον]]. – Gefäß, [[Kasten]], Kiste, Her. 5, 92; vgl. Paus. 5, 17, 5 τὰς λάρνακας οἱ [[τότε]] ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας, bes. geflochtener [[Bienenkorb]], Plut., VLL.; auch zu Getreide, von Thon, Ar. Pax 631, [[ἀγγεῖον]] εἰς ἀπόθεσιν πυρῶν, u. dah. übertr., κυψέλαι φρονημάτων, bei B. A. 47, 15, οἷον θῆκαι φρονήσεως.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1539.png Seite 1539]] ἡ (vgl. [[κύπη]]), jede Höhlung, bes. die [[Ohrhöhle]], auch das darin befindliche Schmalz, VLL. Vgl. [[κύφελλον]]. – Gefäß, [[Kasten]], Kiste, Her. 5, 92; vgl. Paus. 5, 17, 5 τὰς λάρνακας οἱ [[τότε]] ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας, bes. geflochtener [[Bienenkorb]], Plut., VLL.; auch zu Getreide, von Thon, Ar. Pax 631, [[ἀγγεῖον]] εἰς ἀπόθεσιν πυρῶν, u. dah. übertr., κυψέλαι φρονημάτων, bei B. A. 47, 15, οἷον θῆκαι φρονήσεως.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κυψέλη''': ἡ, πᾶν κοῖλον [[ἀγγεῖον]]· ― [[κιβώτιον]], [[θήκη]] ([[ὅθεν]] ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. [[ἑξμέδιμνος]], [[σκεῦος]] πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― [[κυψέλη]] μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. [[κύτταρος]]· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ [[κοιλότης]] τοῦ [[ὠτός]], Πολυδ. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ [[κυψελίς]], ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κύπτω]], κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula).
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[saleté dans le creux de l'oreille]];<br /><b>2</b> [[boîte]], [[coffre]];<br /><b>3</b> [[cellule d'abeille]].<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυψέλη -ης, ἡ [[kist]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> saleté dans le creux de l’oreille;<br /><b>2</b> boîte, coffre;<br /><b>3</b> cellule d’abeille.<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]].
|elrutext='''κυψέλη:''' [[ящик]], [[сундук]], [[ларь]] Her., Arph., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κυψέλη]], Α και [[κυψάλη]])<br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[κατοικία]] σμήνους [[μελισσών]], κυ. [[κουβέλι]], [[μελισσοκόφινο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συνολικός]] [[πληθυσμός]] μιας κυψέλης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τόπος]] ή [[εργαστήρι]] όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι [[μαζί]]<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε μικρούς χώρους που συμβάλλουν στη [[δομή]] μερικών οστών και πολλών ιστών (α. «ηθμοειδείς κυψέλες» β. «μαστοειδείς κυψέλες»)<br />(μσν. -αρχ.) η [[κηροειδής]] ύλη που βρίσκεται [[μέσα]] στο [[αφτί]], η [[κυψελίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κοίλο]] [[αγγείο]], [[θήκη]] ή [[κιβώτιο]] («τὰς λάρνακας οἱ [[τότε]] ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κοιλότητα]] του αφτιού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐξμέδιμνος [[κυψέλη]]» — [[σκεύος]] για [[εναπόθεση]] σίτου χωρητικότητας έξι μεδίμνων)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῑς ὠσίν» — λεγόταν για ηλιθίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ku</i>-<i>bh</i>-, παρεκτεταμένη (με χειλικό -<i>bh</i>-) [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[κάμπτω]], κουλουριάζομαι, στρέφομαι». Συνδέεται πιθ. με τα [[κύπη]], [[κύπελλον]], [[κύπτω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>έλη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νεφ</i>-<i>έλη</i>). Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο <i>Kupesero</i>, που αντιστοιχεί πιθ. στο <i>Κύψελος</i>. Η αρχική σημ. της λ. πιθ. [[είναι]] γενικά «[[κοιλότητα]], και [[κυψέλη]]», ενώ η σημ. «[[κοιλότητα]] τών αφτιών» και «[[κηρός]] τών αφτιών» οφείλεται [[προφανώς]] στο [[σχήμα]] της, που μοιάζει με [[κυψέλη]]].
|mltxt=η (AM [[κυψέλη]], Α και [[κυψάλη]])<br /><b>1.</b> [[φυσική]] ή τεχνητή [[κατοικία]] σμήνους [[μελισσών]], κυ. [[κουβέλι]], [[μελισσοκόφινο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συνολικός]] [[πληθυσμός]] μιας κυψέλης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τόπος]] ή [[εργαστήρι]] όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι [[μαζί]]<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε μικρούς χώρους που συμβάλλουν στη [[δομή]] μερικών οστών και πολλών ιστών (α. «ηθμοειδείς κυψέλες» β. «μαστοειδείς κυψέλες»)<br />(μσν. -αρχ.) η [[κηροειδής]] ύλη που βρίσκεται [[μέσα]] στο [[αφτί]], η [[κυψελίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κοίλο]] [[αγγείο]], [[θήκη]] ή [[κιβώτιο]] («τὰς λάρνακας οἱ [[τότε]] ἐκάλουν Κορίνθιοι κυψέλας», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κοιλότητα]] του αφτιού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐξμέδιμνος [[κυψέλη]]» — [[σκεύος]] για [[εναπόθεση]] σίτου χωρητικότητας έξι μεδίμνων)<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν» — λεγόταν για ηλιθίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ku</i>-<i>bh</i>-, παρεκτεταμένη (με χειλικό -<i>bh</i>-) [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[κάμπτω]], κουλουριάζομαι, στρέφομαι». Συνδέεται πιθ. με τα [[κύπη]], [[κύπελλον]], [[κύπτω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>έλη</i> ([[πρβλ]]. [[νεφέλη]]). Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο <i>Kupesero</i>, που αντιστοιχεί πιθ. στο <i>Κύψελος</i>. Η αρχική σημ. της λ. πιθ. [[είναι]] γενικά «[[κοιλότητα]], και [[κυψέλη]]», ενώ η σημ. «[[κοιλότητα]] τών αφτιών» και «[[κηρός]] τών αφτιών» οφείλεται [[προφανώς]] στο [[σχήμα]] της, που μοιάζει με [[κυψέλη]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυψέλη:''' ἡ, [[κάθε]] βαθύ [[αγγείο]]· [[κιβώτιο]], [[θήκη]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''κυψέλη:''' ἡ, [[κάθε]] βαθύ [[αγγείο]]· [[κιβώτιο]], [[θήκη]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κυψέλη:''' ἡ ящик, сундук, ларь Her., Arph., Plut.
|lstext='''κυψέλη''': ἡ, πᾶν κοῖλον [[ἀγγεῖον]]· ― [[κιβώτιον]], [[θήκη]] ([[ὅθεν]] ὠνομάσθη ὁ Κύψελος), Ἡρόδ. 5. 92, 4, 5, Πλούτ. 2. 164Α, Παυσ. 5. 17, 5· κ. [[ἑξμέδιμνος]], [[σκεῦος]] πρὸς ἐναπόθεσιν σίτου χωροῦν ἕξ μεδίμνους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 631 ― [[κυψέλη]] μελισσῶν, Πλούτ. 2. 601C πρβλ. [[κύτταρος]]· μεταφ., κυψέλαι φρονημάτων Κωμ. Ἀνώμ. 268. ΙΙ. ἡ [[κοιλότης]] τοῦ [[ὠτός]], Πολυδ. Β΄, 85, Ἡσύχ.· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) ὡς τὸ [[κυψελίς]], ἡ ἐν τῷ ὠτὶ κηροειδὴς ὕλη, κυψέλην... ἔχεις... ἐν τοῖς ὠσίν, παροιμ. ἐπὶ ἠλιθίων, Κωμ. Ἀνώμ. 28, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 17. (Πιθαν. ἐκ τοῦ [[κύπτω]], κύψω· πρβλ. Λατ. capsa, capsula).
}}
{{elnl
|elnltext=κυψέλη -ης, ἡ kist.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">chest, box, bee-hive</b> (Hdt., Ar., Plu.), [[earwax]] (com.), [[hollow of the ear]] (Poll., H.).<br />Other forms: <b class="b3">-άλη</b> (pap.); cf. Mayser Pap. 1 : 3, 22)<br />Derivatives: [[κυψέλιον]] [[bee-hive]], <b class="b3">-ελίς</b> [[birds nest]] (Arist.), [[earwax]] (Ruf., Aret.) with <b class="b3">κυψελίτης ῥύπος</b> (EM; Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 112); backformation [[κύψελος]] m. name of a swallow-like bird (Arist., H.; cf. Thompson Birds s.v.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Not to [[κύπη]] etc. From aor. [[κύψαι]]?- Fur. 327 compares <b class="b3">κυψέλον κύβερον μελισσῶν</b> H. Clearly a Pre-Greek word.
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[chest]], [[box]], [[bee-hive]] (Hdt., Ar., Plu.), [[earwax]] (com.), [[hollow of the ear]] (Poll., H.).<br />Other forms: <b class="b3">-άλη</b> (pap.); cf. Mayser Pap. 1: 3, 22)<br />Derivatives: [[κυψέλιον]] [[bee-hive]], <b class="b3">-ελίς</b> [[birds nest]] (Arist.), [[earwax]] (Ruf., Aret.) with <b class="b3">κυψελίτης ῥύπος</b> (EM; Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 112); backformation [[κύψελος]] m. name of a swallow-like bird (Arist., H.; cf. Thompson Birds s.v.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Not to [[κύπη]] etc. From aor. [[κύψαι]]?- Fur. 327 compares <b class="b3">κυψέλον κύβερον μελισσῶν</b> H. Clearly a Pre-Greek word.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''κυψέλη''': {kupsélē}<br />'''Forms''': (Pap. -άλη; vgl. Mayser Pap. 1 : 3, 22)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Kasten]], [[Kiste]], [[Bienenkorb]] (Hdt., Ar., Plu. u. a.), [[Ohrenschmalz]] (Kom.), [[Ohrhöhle]] (Poll., H.).<br />'''Derivative''': Davon [[κυψέλιον]] [[Bienenkorb]], -ελίς [[Vogelnest]] (Arist.), [[Ohrenschmalz]] (Ruf., Aret. u. a.) mit [[κυψελίτης]] ῥ’ύπος (''EM''; Redard Les noms grecs en -της 112); Rückbildung [[κύψελος]] m. N. eines schwalbenähnlichen Vogels (Arist., H.; zur Begriffsbestimmung Thompson Birds s.v.).<br />'''Etymology''' : Wenn Erbwort, ''l''-Ableitung eines ''s''-Stamms (vgl. Schwyzer 517); letzten Endes zu [[κύπη]] u. Verw.; s. [[κύπελλον]]. — Oder vom Aor. κύψαι?<br />'''Page''' 2,58
|ftr='''κυψέλη''': {kupsélē}<br />'''Forms''': (Pap. -άλη; vgl. Mayser Pap. 1: 3, 22)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Kasten]], [[Kiste]], [[Bienenkorb]] (Hdt., Ar., Plu. u. a.), [[Ohrenschmalz]] (Kom.), [[Ohrhöhle]] (Poll., H.).<br />'''Derivative''': Davon [[κυψέλιον]] [[Bienenkorb]], -ελίς [[Vogelnest]] (Arist.), [[Ohrenschmalz]] (Ruf., Aret. u. a.) mit [[κυψελίτης]] ῥ’ύπος (''EM''; Redard Les noms grecs en -της 112); Rückbildung [[κύψελος]] m. N. eines schwalbenähnlichen Vogels (Arist., H.; zur Begriffsbestimmung Thompson Birds s.v.).<br />'''Etymology''': Wenn Erbwort, ''l''-Ableitung eines ''s''-Stamms (vgl. Schwyzer 517); letzten Endes zu [[κύπη]] u. Verw.; s. [[κύπελλον]]. — Oder vom Aor. κύψαι?<br />'''Page''' 2,58
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[θήκη]]). Ἴσως ἀπό το [[κύπτω]], συγγενικό ἀκόμη μέ τό [[κυφός]].
}}
{{trml
|trtx====[[beehive]]===
Abaza: щхамартан, мартан; Abkhaz: а-шьхымӡа; Adyghe: бжьэматэ; Albanian: koshere, zgjua, kurpi, qengjë, korube, krodhë; Amharic: ቀፎ; Arabic: خَلِيَّة, قَفِير, كُوَارَة, جَبْح, عَسَّالَة, مَنْحَل; Egyptian Arabic: خلاية; Aramaic Jewish: כַּוְּורְתָּא / כַּוְּרְתָּא, כַּוְּורָא / כַּוְּרָא; Syriac: ܟܘܪܬܐ, ܟܘܪܐ; Armenian: մեղվաբույն, փեթակ; Assamese: মৌচাক, চাক; Avar: найил тӏала; Azerbaijani: pətək, arı səbəti; Bashkir: солоҡ, умарта; Basque: erlauntza; Bats: სკა; Belarusian: вулей; Bulgarian: кошер, улище; Burmese: ပျားအုံ; Catalan: arna, buc, casera, rusc; Chechen: никх; Chinese Mandarin: 蜂箱, 蜂巢, 蜂房; Corsican: arna, arnia, bugna, bugnu; Czech: hnízdo, úl, včelín; Dalmatian: alviar, buc; Danish: bikube; Dirasha: kakurt; Dutch: [[bijenkorf]], [[bijenhuif]], [[huif]], [[bijennest]], [[immenhuif]], [[immenkorf]], [[korf]]; Erzya: нешке; Estonian: taru; Farefare: sĩn-yoko; Finnish: mehiläispesä, pesä; French: [[ruche]]; Galician: colmea, trobo, albariza, covo, cortizo, arna; Georgian: სკა; German: [[Bienenstaat]], [[Bienenstock]], [[Bienenkorb]]; Greek: [[κυψέλη]]; Ancient Greek: [[γαυλός]], [[κηρών]], [[κυψέλη]], [[κυψέλιον]], [[μελίσσειον]], [[μελισσία]], [[μελίσσιον]], [[μελισσουργεῖον]], [[μελισσοφάτνη]], [[μελιττία]], [[μελίττιον]], [[μελιττουργεῖον]], [[μελιττοφάτνη]], [[νεοσσιά]], [[νεοσσιή]], [[νεοττιά]], [[νοσσιά]], [[νοσσιή]], [[σίμβλος]], [[σμᾶνος]], [[σμῆνος]], [[τεῦχος]]; Hebrew: כוורת \ כַּוֶּרֶת; Hindi: छत्ता, मधुमक्खी का छत्ता; Hungarian: méhkas; Icelandic: býkúpa, býflugnabú; Ingrian: mehiläispatsas; Ingush: накх; Interlingua: apiculario; Irish: coirceog bheach; Italian: [[alveare]], [[arnia]]; Japanese: 蜂巣, 蜂の巣; Kabardian: бжьэматэ; Kannada: ಜೇನುಗೂಡು; Kazakh: ара ұясы; Khmer: បង្គងឃ្មុំ; Khonso: kaakurta; Korean: 벌통, 벌집; Kyrgyz: бал челек; Ladin: sant; Lao: ຮັງເຜິ້ງ; Latgalian: aviļs, kūzuls; Latin: [[alvearium]], [[mellarium]]; Latvian: strops; Laz: მცქა, კავრანი, ღუნი; Lithuanian: avilys; Louisiana Creole French: rish; Macedonian: кошница, улиште; Malay: rumah lebah; Maori: whare mīere; Marathi: पोळे; Mingrelian: სკა, ბუკი, ქოფე; Mongolian Cyrillic: зөгийн үүр; Navajo: tsísʼná bighan; Norman: rueûque; Norwegian Bokmål: bikube; Nynorsk: biekube, bikube; Occitan: bornat, bornhon, buc, brusc; Old Church Slavonic Cyrillic: улии; Old English: hȳf; Old Portuguese: colmẽa; Ongota: gorgora; Oromo: gaagura; Ossetian: мыдычыргъӕд; Ottoman Turkish: آریلق; Persian: کندو, شان; Plautdietsch: Bieeromp; Polabian: väul; Polish: ul; Portuguese: [[colmeia]]; Romanian: stup; Romansch: avieuler, aviouler, ualer; Russian: [[улей]]; Scots: byke, bink; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏шница, пчѐлиња̄к; Roman: kȍšnica, pčèlinjāk; Slovak: úľ; Slovene: panj; Sorbian Lower Sorbian: wul; Upper Sorbian: kołć; Spanish: [[colmena]]; Svan: ღუ̂ებ; Swahili: mzinga; Swedish: bikoloni, bisamhälle, kupa, bikupa; Sylheti: ꠝꠌꠣꠇ; Tagalog: panilan, bahay-pukyutan; Tajik: канду; Telugu: తేనెగూడు; Thai: รวงผึ้ง; Tibetan: སྦྲང་ཚང; Turkish: kovan, arı kovanı; Ukrainian: вулик, вулій, улик, улій; Urdu: چهتا; Uyghur: ھەرە ئۇۋىسى, ھەرە كۆنىكى; Uzbek: asalari uyasi, asalari qutisi, arixona; Vietnamese: tổ ong; Volapük: bienabäset; Walloon: tchetoere; Welsh: cwch gwenyn, llestr gwenyn; Yiddish: בינשטאָק
}}
}}