ἀκταίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "muthig" to "mutig"
(1)
m (Text replacement - "muthig" to "mutig")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aktaino
|Transliteration C=aktaino
|Beta Code=a)ktai/nw
|Beta Code=a)ktai/nw
|Definition== foreg., <b class="b3">ἀκταίνειν στάσιν</b> (γρ. βάσιν) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">keep</b> my stature <b class="b2">erect</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>36</span>: metaph., ἀ. μένος <span class="title">Trag.Adesp.</span>147; cf. [[ὑποακταίνομαι]].</span>
|Definition== [[ἀκταινόω]] ([[lift up]], [[raise]]), [[ἀκταίνειν]] στάσιν (γρ. βάσιν) [[keep]] my [[stature]] [[erect]], A. ''Eu.'' 36 ; ''metaph'', ἀ. μένος ''Trag.Adesp.'' 147 ; cf. [[ὑποακταίνομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[mantener en alto]] ἀ. στάσιν mantenerse en pie</i> A.<i>Eu</i>.36, fig. ἀ. μένος <i>Trag.Adesp</i>.147, cf. Pi.<i>Fr</i>.52m.21.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. al no poder darse por segura la rel. c. [[ἄγω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0086.png Seite 86]] (vgl. [[ἀΐσσω]]), auffahren, sich schnell bewegen (γαυριᾶν, ἀτάκτως πηδᾶν, VLL.), soll von muthigen Pferden gebraucht sein; Aesch. Eum. 36 trans., στάσιν (v. l. βάσιν) [[ἀκταίνω]], von Phryn. in B. A. 23 οὐκ ἔτ' ὀρθοῦν [[δύναμαι]] ἐμαυτόν, wie auch von Anderen μετεωρίζειν erkl. Seit Stephan. istvon den meisten Erkl. βάσιν ἀκτ. vorgezogen: sich schnell bewegen, s. Wellauer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0086.png Seite 86]] (vgl. [[ἀΐσσω]]), auffahren, sich schnell bewegen (γαυριᾶν, ἀτάκτως πηδᾶν, VLL.), soll von mutigen Pferden gebraucht sein; Aesch. Eum. 36 trans., στάσιν ([[varia lectio|v.l.]] βάσιν) [[ἀκταίνω]], von Phryn. in B. A. 23 οὐκ ἔτ' ὀρθοῦν [[δύναμαι]] ἐμαυτόν, wie auch von Anderen μετεωρίζειν erkl. Seit Stephan. istvon den meisten Erkl. βάσιν ἀκτ. vorgezogen: sich schnell bewegen, s. Wellauer.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mouvoir ; lever : μηδ' ἔτ' ἀκταίνειν βάσιν ESCHL n'avoir plus la force de se tenir debout.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀκταίνω''': [[ἐγείρω]], ὑψώνω, ἀκταίνειν στάσιν, [[ἐγείρω]] ἐμαυτὸν [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἵσταμαι [[ὄρθιος]], ἵσταμαι [[ὄρθιος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 36. (ἐν τῷ χειρογράφῳ [[ὑπεράνω]] τῆς λέξεως στάσιν ὑπάρχει ἐπιγεγραμμένον ὡς [[διόρθωσις]] ἡ [[λέξις]] βάσιν): - οὕτω καὶ κατὰ τὸν τύπον [[ἀκταινόω]], ἀκταινῶσαι, Ἀνακρ. 137. [[ὅταν]] ἀκταινώσῃ ἑαυτό, Πλάτ. Νόμ. 627C· - ἀμφοτέρους τοὺς τύπους ἀποδέχονται οἱ γραμματικοί, ἀκταινῶσαι ... τὸ ὑψῶσαι καὶ ἐξᾶραι καὶ μετεωρίσαι. (Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 9.), ... Αἰσχύλος οὐκέτ’ [[ἀκταίνω]] φησὶ βαρυτόνως, [[οἷον]] οὐκέτ’ ὀρθοῦν [[δύναμαι]] ἐμαυτήν, Φρύν. ἐν Α. Β. 23. 7. πρβλ. 373. 18, Ἐτυμ. Μ. 54, 34, κτλ. ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ., πρβλ. [[ἀκτάζω]] ΙΙ, [[ἀπακταίνω]], [[ὑπερικταίνομαι]].
|elnltext=[[ἀκταίνω]] [etym. onzeker] oprichten, recht maken:. ὡς … [[μήτε]] μ’ ἀκταίνειν στάσιν zodat ik niet rechtop kan staan Aeschl. Eum. 36.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>seul. prés.</i><br />mouvoir ; lever : μηδ’ ἔτ’ ἀκταίνειν βάσιν ESCHL n’avoir plus la force de se tenir debout.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτός]].
|elrutext='''ἀκταίνω:''' [[быстро двигать]], [[поднимать]]: ἀ. βάσιν Aesch. быстро двигаться ([[varia lectio|v.l.]] ἀ. στάσιν держаться прямо).
}}
}}
{{DGE
{{etym
|dgtxt=[[mantener en alto]] . στάσιν mantenerse en pie</i> A.<i>Eu</i>.36, fig. . μένος <i>Trag.Adesp</i>.147, cf. Pi.<i>Fr</i>.52m.21.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. al no poder darse por segura la rel. c. [[ἄγω]].
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[keep erect]] ([[στάσιν]], [[μένος]]) (A.); <b class="b3">ἀκταίνειν μετεωρίζειν</b> H.; <b class="b3">ὑποακταίνοντο ἔτρεμον</b> H. as [[varia lectio|v.l.]] in ψ 3 for [[ὑπερικταίνοντο]] ([[πόδες]]). Also <b class="b3">ἀπακταίνων ὁ κινεῖσθαι μη δυνάμενος</b> [[H]].<br />Other forms: aor. [[ἀκταινῶσαι]] (Anakr. s. Immisch Phil. Woch. 48, 908). Unclear <b class="b3">ἀκταίζων ἀκτᾳζων</b>, [[προθυμούμενος]], <b class="b3">η ὁρμῆς πληρῶν</b>, <b class="b3">η μετεωρὶζων</b> [[H]].<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: The only suggestion is that it is derived from [[ἄγω]] through <b class="b3">*ἀκτάω</b> or <b class="b3">*ἄκτω</b> (cf. Schwyzer 705f., Mélanges Pedersen 70), doubted by DELG. Cf. Bechtel Lex. For <b class="b3">-αίνω</b> cf. [[κρυσταίνω]].
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[ἀκταίνω]] (Α)<br />(στη φρ.) «[[ἀκταίνω]] στάσιν» (διαφ. [[γραφή]] «[[ἀκταίνω]] βάσιν», <b>Αισχ.</b> Ευμ. 36)<br />[[σηκώνω]], [[ορθώνω]] το [[ανάστημα]] μου, [[είμαι]] όρθιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο [[είναι]] πως η λ. συνδέεται με το <i>ἄγω</i>, [[οπότε]] το [[ἀκταίνω]] [[είναι]] επηυξημένος τ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>ἀκτάω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄκτω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτός]], ρημ. επίθ. του <i>ἄγω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀκόλαστος]] &GT; [[ἀκολασταίνω]], [[ἄλαστος]] &GT; [[ἀλασταίνω]]). Η [[μαρτυρία]] του Ησυχίου πως ο τ. <i>ἀπακταίνων</i> σήμαινε «ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος» στηρίξει την [[υπόθεση]] πως αρχικά το ρ. είχε τη [[σημασία]] του «κινούμαι» [[πράγμα]] που διευκολύνει στην [[ερμηνεία]] τών σημασιών που τελικά απέκτησε η [[λέξη]] («ορθώνομαι, [[πηδώ]], [[ορμώ]]»)].
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain].] only in pres.]<br />to [[lift]] up, [[raise]], ἀκταίνειν στάσιν to [[raise]] [[oneself]] so as to [[stand]], to [[stand]] [[upright]], Aesch.; so in the [[form]] [[ἀκταινόω]], Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκταινῶ (-όω) (Α)<br />[[σηκώνω]], [[υψώνω]], [[κρατώ]] [[μετέωρο]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρήμ. [[ἀκταίνω]]].
|mltxt=[[ἀκταίνω]] (Α)<br />(στη φρ.) «[[ἀκταίνω]] στάσιν» (διαφ. [[γραφή]] «[[ἀκταίνω]] βάσιν», <b>Αισχ.</b> Ευμ. 36)<br />[[σηκώνω]], [[ορθώνω]] το [[ανάστημα]] μου, [[είμαι]] όρθιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο [[είναι]] πως η λ. συνδέεται με το <i>ἄγω</i>, [[οπότε]] το [[ἀκταίνω]] [[είναι]] επηυξημένος τ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>ἀκτάω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄκτω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτός]], ρημ. επίθ. του <i>ἄγω</i> ([[πρβλ]]. και [[ἀκόλαστος]] > [[ἀκολασταίνω]], [[ἄλαστος]] > [[ἀλασταίνω]]). Η [[μαρτυρία]] του Ησυχίου πως ο τ. <i>ἀπακταίνων</i> σήμαινε «ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος» στηρίξει την [[υπόθεση]] πως αρχικά το ρ. είχε τη [[σημασία]] του «κινούμαι» [[πράγμα]] που διευκολύνει στην [[ερμηνεία]] τών σημασιών που τελικά απέκτησε η [[λέξη]] («ορθώνομαι, [[πηδώ]], [[ορμώ]]»)].<br />ἀκταινῶ (-όω) (Α)<br />[[σηκώνω]], [[υψώνω]], [[κρατώ]] [[μετέωρο]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του ρήμ. [[ἀκταίνω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκταίνω:''' μόνο σε ενεστ., [[σηκώνω]], [[υψώνω]], <i>ἀκταίνειν στάσιν</i>, σηκώνομαι έτσι ώστε να σταθώ όρθιος, [[στέκομαι]] όρθιος, σε Αισχύλ.· ομοίως και στον τύπο [[ἀκταινόω]], σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''ἀκταίνω:''' μόνο σε ενεστ., [[σηκώνω]], [[υψώνω]], <i>ἀκταίνειν στάσιν</i>, σηκώνομαι έτσι ώστε να σταθώ όρθιος, [[στέκομαι]] όρθιος, σε Αισχύλ.· ομοίως και στον τύπο [[ἀκταινόω]], σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ἀκταίνω:''' быстро двигать, поднимать: ἀ. βάσιν Aesch. быстро двигаться (v. l. . στάσιν держаться прямо).
|lstext='''ἀκταίνω''': [[ἐγείρω]], ὑψώνω, ἀκταίνειν στάσιν, [[ἐγείρω]] ἐμαυτὸν [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ἵσταμαι [[ὄρθιος]], ἵσταμαι [[ὄρθιος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 36. (ἐν τῷ χειρογράφῳ [[ὑπεράνω]] τῆς λέξεως στάσιν ὑπάρχει ἐπιγεγραμμένον ὡς [[διόρθωσις]] ἡ [[λέξις]] βάσιν): - οὕτω καὶ κατὰ τὸν τύπον [[ἀκταινόω]], ἀκταινῶσαι, Ἀνακρ. 137. [[ὅταν]] ἀκταινώσῃ ἑαυτό, Πλάτ. Νόμ. 627C· - ἀμφοτέρους τοὺς τύπους ἀποδέχονται οἱ γραμματικοί, ἀκταινῶσαι ... τὸ ὑψῶσαι καὶ ἐξᾶραι καὶ μετεωρίσαι. (Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 9.), ... Αἰσχύλος οὐκέτ’ [[ἀκταίνω]] φησὶ βαρυτόνως, [[οἷον]] οὐκέτ’ ὀρθοῦν [[δύναμαι]] ἐμαυτήν, Φρύν. ἐν Α. Β. 23. 7. πρβλ. 373. 18, Ἐτυμ. Μ. 54, 34, κτλ. ἴδε Ruhnk Τίμ. ἐν λ., πρβλ. [[ἀκτάζω]] ΙΙ, [[ἀπακταίνω]], [[ὑπερικταίνομαι]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἀκταίνω''': (A. ''Eu''. 36, στάσιν od. βάσιν; ''Trag''. ''Adesp''. 147, [[μένος]]),<br />{aktaínō}<br />'''Forms''': Aor. ἀκταινῶσαι (Anakr., Pl., vgl. Immisch Phil. Woch. 48, 908), ὑποακταίνοντο· ἔτρεμον H. als [[varia lectio|v.l.]] in ψ 3 für [[ὑπερικταίνοντο]] (πόδες).<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[aufrichten]]<br />'''Etymology''': Trotz der Bedeutung wohl am besten zu [[ἄγω]] als Erweiterung von *ἀκτάω oder *ἄκτω (s. über diesen Bildungstypus Schwyzer 705f., Mélanges Pedersen 70). Zu -αίνω vgl. besonders [[κρυσταίνω]]. Die von Boisacq herangezogenen τ-Bildungen [[ἀκολασταίνω]]: [[ἀκόλαστος]], [[ἀλασταίνω]]: [[ἄλαστος]] sind als Ableitungen lebendiger Verbaladjektiva mit [[ἀκταίνω]] nicht vergleichbar.<br />'''Page''' 1,60
}}
}}