σῆψις: Difference between revisions

m
Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German"
(6_6)
m (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sipsis
|Transliteration C=sipsis
|Beta Code=sh=yis
|Beta Code=sh=yis
|Definition=Dor. σᾶψις, εως, ἡ, (σήπομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fermentation, putrefaction, decay</b>, αὐχμηραί τε νόσοι καὶ σήψιες <span class="bibl">Emp.121</span>; ὑγρῶν σάψιες <span class="bibl">Ti.Locr. 102c</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>569a28</span>; τὸ τέλος τῆς κατὰ φύσιν φθορᾶς σ. ἐστιν <span class="bibl">Id.<span class="title">Mete.</span>379a8</span>; σ. χλωρή <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>1.99</span>; <b class="b3">σ. ὀστέων</b>,= <b class="b3">σφάκελος</b>, Moer.<span class="bibl">p.342P.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (σήπω) <b class="b2">the process by which the intestines reject that part of food which is not nutritious</b>, opp. <b class="b3">πέψις</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>762a14</span>, cf. <span class="bibl">Ath.7.276d</span>, and v. [[σήπω]] <span class="bibl">11.4</span>. (Acc. to Gal.19.373 Empedocles said that <b class="b3">πέψις</b> took place <b class="b3">σήψει</b>.)</span>
|Definition=Dor. [[σᾶψις]], εως, ἡ, ([[σήπομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[fermentation]], [[putrefaction]], [[decay]], αὐχμηραί τε νόσοι καὶ σήψιες Emp.121; ὑγρῶν σάψιες Ti.Locr. 102c, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''569a28; τὸ τέλος τῆς κατὰ φύσιν φθορᾶς σῆψις ἐστιν Id.''Mete.''379a8; σῆψις χλωρή Hp.''Prorrh.''1.99; [[σῆψις ὀστέων]] = [[σφάκελος]], Moer.p.342P.<br><span class="bld">II</span> ([[σήπω]]) the [[process]] by which the [[intestine]]s [[reject]] that part of [[food]] which is not [[nutritious]], opp. [[πέψις]], Arist.''GA''762a14, cf. Ath.7.276d, and v. [[σήπω]] II.4. (Acc. to Gal.19.373 [[Empedocles]] said that [[πέψις]] took place [[σήψει]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] ἡ, 1) Fäulniß, Gährung; Tim. Locr. 101 a; Plat. Ax. 365 d; Arist. H. A. 6, 15. Bei Hippocr. auch Verdauung, vgl. aber Arist. gen. an. 3, 11. – 2) das Faulmachen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0876.png Seite 876]] ἡ, 1) [[Fäulniß]], [[Gährung]]; Tim. Locr. 101 a; Plat. Ax. 365 d; Arist. H. A. 6, 15. Bei Hippocr. auch Verdauung, vgl. aber Arist. gen. an. 3, 11. – 2) das Faulmachen, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''σῆψις:''' дор. σᾰψις, εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[гниение]], [[загнивание]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[извержение экскрементов]] Arst.
}}
{{elnl
|elnltext=σῆψις -εως, ἡ [σήπω] Ion. nom. plur. σήψιες, [[rotting]], [[ontbinding]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[σῆψις]], -ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [[σήπομαι]]<br />[[αποσύνθεση]] ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, [[σάπισμα]], [[σαπίλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βοτ.-ξυλ.) γενική [[ονομασία]] φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται από την [[αποσύνθεση]] τών ιστών τών [[φυτών]], του ξύλου, τών ξύλινων κατασκευών, τών ριζών και τών σπερμάτων, ως [[αποτέλεσμα]] της ενζυμικής δραστηριότητας τών βακτηρίων και μυκήτων, [[καθώς]] και της επίδρασης τών δυσμενών συνθηκών του περιβάλλοντος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[έκλυση]] ηθών, [[διαφθορά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σήψη]] του γόνου»<br /><b>ζωοτ.</b> μεταδοτική [[νόσος]] που προσβάλλει τις νύμφες και προκαλεί τον θάνατο όλων τών μελών της κυψέλης, κν. [[πανούκλα]] τών [[μελισσών]]<br />β) «[[σήψη]] τών σταφυλιών»<br /><b>βοτ.</b> [[νόσος]] που προσβάλλει τις ρώγες τών σταφυλιών και προκαλεί την [[διάρρηξη]] του φλοιού τους<br />γ) «καστανή [[σήψη]]»<br />(βοτ.-ξυλ.) η [[σήψη]] του ξύλου τών δένδρων που έχουν προσβληθεί από μύκητες οι οποίοι καταστρέφουν την [[κυτταρίνη]] και αφήνουν ως κατάλοιπο την καστανόχρωμη [[λιγνίνη]]<br />δ) «λευκή [[σήψη]]»<br />(βοτ.-ξυλ.) η [[σήψη]] του ξύλου τών δένδρων τα οποία έχουν προσβληθεί από μύκητες που καταστρέφουν την [[λιγνίνη]] και αφήνουν ως κατάλοιπο την λευκή [[κυτταρίνη]]<br />ε) «μαλακή [[σήψη]]»<br />(βοτ.-ξυλ.) [[φυτονόσος]] [[κατά]] την οποία οι ιστοί τών προσβεβλημένων τμημάτων γίνονται μαλακοί λόγω του ότι τα ένζυμα του παθογόνου μικροοργανισμού αποικοδομούν τα κυτταρικά τοιχώματα<br />στ) «[[ξηρή]] [[σήψη]]»<br />(βοτ.-ξυλ.) [[σήψη]] φυτικών τμημάτων [[κατά]] την οποία τα προσβεβλημένα κύτταρα θρυμματίζονται και μεταβάλλονται σε κονιώδη [[μάζα]]<br />ζ) «πικρή [[σήψη]]»<br />(βοτ.-ξυλ.) [[σήψη]] τών καρπών [[κατά]] την οποία η [[σάρκα]] τους αποκτά πικρή [[γεύση]]<br />η) «υγρή σκήψη»<br />(βοτ.-ξυλ.) [[σήψη]] η οποία προκαλεί [[ταχεία]] και πλήρη [[αποδιοργάνωση]] τών ιστών με ταυτόχρονη [[απελευθέρωση]] νερού από τα κατεστραμμένα κύτταρα<br /><b>αρχ.</b><br />η [[λειτουργία]] του πεπτικού συστήματος με την οποία αποβάλλονται τα μη θρεπτικά συστατικά της τροφής («ἡ δὲ [[σῆψις]] καὶ τὸ σηπτόν, [[περίττωμα]] τοῦ πεφθέντος ἐστίν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῆψις''': Δωρ. σᾶψις, εως, ἡ, (σήπομαι) [[ζύμωσις]], σάπισμα, «σαπήλα», [[φθορά]], [[κατάπτωσις]], ὑγρῶν Τίμ. Λοκρ. 102C, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 4· τὸ [[τέλος]] τῆς κατὰ φύσιν φθορᾶς σ. ἐστιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 1, 5 κἑξ.· σ. χλωρὴ Ἱππ. Προρρ. 75· σ. ὀστέων = [[σφάκελος]], Μοῖρις. ΙΙ. ([[σήπω]]) ἡ [[ἐνέργεια]] τοῦ στομάχου, καθ’ ἣν [[οὗτος]] ἀπορρίπτει τὸ [[μέρος]] τῆς τροφῆς τὸ μὴ θρεπτικόν, ἀντίθετον τῷ [[πέψις]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 15, πρβλ. Ἀθήν. 276Ε, καὶ ἴδε [[σήπω]] ΙΙ. 4.
|lstext='''σῆψις''': Δωρ. σᾶψις, εως, ἡ, (σήπομαι) [[ζύμωσις]], σάπισμα, «σαπήλα», [[φθορά]], [[κατάπτωσις]], ὑγρῶν Τίμ. Λοκρ. 102C, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 4· τὸ [[τέλος]] τῆς κατὰ φύσιν φθορᾶς σ. ἐστιν ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 1, 5 κἑξ.· σ. χλωρὴ Ἱππ. Προρρ. 75· σ. ὀστέων = [[σφάκελος]], Μοῖρις. ΙΙ. ([[σήπω]]) ἡ [[ἐνέργεια]] τοῦ στομάχου, καθ’ ἣν [[οὗτος]] ἀπορρίπτει τὸ [[μέρος]] τῆς τροφῆς τὸ μὴ θρεπτικόν, ἀντίθετον τῷ [[πέψις]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 15, πρβλ. Ἀθήν. 276Ε, καὶ ἴδε [[σήπω]] ΙΙ. 4.
}}
{{trml
|trtx====[[decay]]===
Bulgarian: разлагане; Czech: rozklad, hniloba; Danish: nedbrydning, forfald; Dutch: [[verval]]; Finnish: lahoaminen, laho; French: [[décrépitude]]; German: [[Verfall]], [[Verwesung]], [[Fäulnis]]; Greek: [[σήψη]]; Ancient Greek: [[σῆψις]]; Hebrew: דעיכה‎; Hungarian: bomlás; Ido: dekado; Irish: meath; Japanese: 腐敗; Korean: 부패; Latin: [[caries]], [[tabes]]; Low German: Fuulnis; Malayalam: ജീർണ്ണിക്കൽ; Maori: hanehane, popo; Norwegian Bokmål: nedbryting; Persian: تباهی‎, واپاشی‎; Polish: rozkład; Portuguese: [[deterioração]], [[apodrecimento]], [[putrefação]], [[decomposição]]; Romanian: descompunere; Russian: [[разложение]], [[распад]], [[гниение]]; Sanskrit: क्षय; Scottish Gaelic: crìonadh, mùthadh; Spanish: [[descomposición]], [[deterioración]], [[putrefacción]], [[podredumbre]]; Swedish: förruttnelse, sönderfall, förfall; Tagalog: pugnaw
===[[fermentation]]===
Bulgarian: ферментация; Catalan: fermentació; Chinese Cantonese: 發酵, 发酵; Mandarin: 發酵, 发酵; Min Dong: 發酵, 发酵; Min Nan: 發酵, 发酵; Czech: kvašení; Danish: fermentering, gæring; Dutch: [[fermentatie]], [[gisting]]; Finnish: käyminen; Galician: fermentación; Georgian: დუღილი; German: [[Fermentation]], [[Gärung]]; Greek: [[ζύμωση]]; Indonesian: fermentasi, peragian; Irish: coipeadh; Italian: [[fermentazione]]; Japanese: 発酵, 醗酵; Korean: 발효(醱酵); Kurdish Northern Kurdish: meyandin; Latvian: rūgšana; Macedonian: вриење, ферментација; Malay: penapaian; Maori: whakamoītanga; Mongolian: исэлт, хөөлт; Norwegian Bokmål: gjæring, fermentering; Nynorsk: gjæring, fermentering; Occitan: fermentacion; Polish: fermentacja; Portuguese: [[fermentação]]; Quechua: p'uchquy; Romanian: fermentare, fermentație; Russian: [[ферментация]], [[брожение]]; Slovene: vrenje; Spanish: [[fermentación]]; Swedish: jäsning, fermentering; Tagalog: pagbuburo, pamamanis, pagkapanis; Turkish: fermantasyon; Vietnamese: lên men; Volapük: färmäntam; Westrobothnian: görning
===[[putrefaction]]===
Finnish: mädätys, mädättäminen, mädännyttäminen; French: [[putréfaction]]; Galician: putrefacción; German: [[Fäulnis]], [[Verwesung]], [[Verrottung]], [[Zersetzung]], [[Putrefaktion]], [[Putreszenz]], [[Verjauchung]]; Greek: [[σήψη]], [[αποσύνθεση]], [[σάπισμα]]; Ancient Greek: [[σῆψις]]; Ido: putro; Bulgarian: гниене; Dutch: [[verrotting]]; Low German: Fuulnis; Portuguese: [[putrefação]]; Romanian: putrefacție, putreziciune; Swedish: förruttnelse c
}}
}}