3,273,006
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odoys | |Transliteration C=odoys | ||
|Beta Code=o)dou/s | |Beta Code=o)dou/s | ||
|Definition=όντος, ὁ, nom.<br><span class="bld">A</span> ὀδούς Arist.EN1161b23, [[LXX]] 1 Ki.14.4, Luc. Musc.Enc.3, Paus.5.12.2, Philostr.VA2.13, Ach.Tat.7.4; Ion. [[ὀδών]] Hdt.6.107 (bis), Hp.Epid.4.19,52, cf. Hdn.Gr.2.928 :—[[tooth]], Il.5.74, al.; ἕρκος ὀδόντων, v. [[ἕρκος]]; [[πρίειν]] ὀδόντας, v. [[πρίω]]; ὀδόντες ὀξεῖς = [[incisor]]s, opp. ὀδόντες [[πλατεῖς]] = [[molar]]s, Arist.PA661b8, al.<br><span class="bld">2</span> metaph., γλυκὺς ὀδοὺς ὁ τοῦ [[πόθος|πόθου]] Luc.Am.3; ὁ τῆς [[λύπη]]ς ὀδούς = the [[tooth]] of [[grief]], Ach.Tat. [[l.c.]]<br><span class="bld">II</span> anything [[pointed]] or [[sharp]], [[tooth]], [[prong]], [[spike]], etc., Nic. Th.85 : pl., [[teeth]] of a [[saw]], Arist.Ph.200b6; of a [[comb]], Antyll. ap. Orib.10.16.2; of a [[cogwheel]], Hero Spir.2.36, Theo. Sm.p.180 H.; [[ploughshare]], [[LXX]] 1 Ki.13.21; ὀδοὺς [[πέτρα]]ς = [[peak]], [[pike]], ib.14.4, Ps.77.30.<br><span class="bld">III</span> [[second]] [[vertebra]] of the [[neck]] or its [[apophysis]] (the [[odontoid]] [[process]]), so called from its shape, Hp.Epid.2.2.24, cf. Poll.2.131, Gal.UP12.7 (but the [[first]] [[vertebra]] acc. to Hp. ap. Ruf.Onom.154). (Old pres. part. of ''1''.-E. ed- (alternating with od- (cf. Arm. utem 'I eat') and d-), the root of [[ἔδω]], [[ἔδμεναι]], Lat. [[edo]], etc. : cf. Skt. acc. dántam 'tooth', Lat. [[dens]], Goth. tunpus, etc. : Aeol. ἔδοντες Procl. in Cra.p.39 P., etc.) | |Definition=όντος, ὁ, nom.<br><span class="bld">A</span> ὀδούς Arist.EN1161b23, [[LXX]] 1 Ki.14.4, Luc. Musc.Enc.3, Paus.5.12.2, Philostr.VA2.13, Ach.Tat.7.4; Ion. [[ὀδών]] [[Herodotus|Hdt.]]6.107 (bis), Hp.Epid.4.19,52, cf. Hdn.Gr.2.928 :—[[tooth]], Il.5.74, al.; ἕρκος ὀδόντων, v. [[ἕρκος]]; [[πρίειν]] ὀδόντας, v. [[πρίω]]; ὀδόντες ὀξεῖς = [[incisor]]s, opp. ὀδόντες [[πλατεῖς]] = [[molar]]s, Arist.PA661b8, al.<br><span class="bld">2</span> metaph., γλυκὺς ὀδοὺς ὁ τοῦ [[πόθος|πόθου]] Luc.Am.3; ὁ τῆς [[λύπη]]ς ὀδούς = the [[tooth]] of [[grief]], Ach.Tat. [[l.c.]]<br><span class="bld">II</span> anything [[pointed]] or [[sharp]], [[tooth]], [[prong]], [[spike]], etc., Nic. Th.85 : pl., [[teeth]] of a [[saw]], Arist.Ph.200b6; of a [[comb]], Antyll. ap. Orib.10.16.2; of a [[cogwheel]], Hero Spir.2.36, Theo. Sm.p.180 H.; [[ploughshare]], [[LXX]] 1 Ki.13.21; ὀδοὺς [[πέτρα]]ς = [[peak]], [[pike]], ib.14.4, Ps.77.30.<br><span class="bld">III</span> [[second]] [[vertebra]] of the [[neck]] or its [[apophysis]] (the [[odontoid]] [[process]]), so called from its shape, Hp.Epid.2.2.24, cf. Poll.2.131, Gal.UP12.7 (but the [[first]] [[vertebra]] acc. to Hp. ap. Ruf.Onom.154). (Old pres. part. of ''1''.-E. ed- (alternating with od- (cf. Arm. utem 'I eat') and d-), the root of [[ἔδω]], [[ἔδμεναι]], Lat. [[edo]], etc. : cf. Skt. acc. dántam 'tooth', Lat. [[dens]], Goth. tunpus, etc. : Aeol. [[ἔδοντες]] Procl. in Cra.p.39 P., etc.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] όντος, ὁ, ion. [[ὀδών]] ([[dens]], vgl. ἔδω), – 1) der [[Zahn]], von Menschen u. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] όντος, ὁ, ion. [[ὀδών]] ([[dens]], vgl. ἔδω), – 1) der [[Zahn]], von Menschen u. Tieren; θήγων λευκὸν ὀδόντα, vom Eber, Il. 11, 416; [[ἄραβος]] δὲ διὰ [[στόμα]] γίγνετ' ὀδόντων, 10, 375, wie [[πάταγος]] ὀδόντων 13, 283, Zähneklappern, u. [[καναχή]] 19, 365; Hes. (über [[ἕρκος]] ὀδόντων s. [[ἕρκος]]); ἀκμὰν δεινοτάτων ὀδόντων, Pind. N. 4, 64; in Prosa überall. – Übertr., ὁ τῆς λύπης [[ὀδούς]], der Zahn der Trauer, Iac. Ach. Tat. p. 888. – 2) jede hervorragende, scharfe Spitze, Zacken, Zinken, an Kämmen u. anderen Werkzeugen, Nic. Th. 85, s. bes. die compp. – 3) der zweite Halswirbel, von dem daran befindlichen Fortsatze, Medic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ὀδόντος (ὁ) :<br />[[dent]].<br />'''Étymologie:''' R. Ἐδ, manger. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀδούς:''' ὀδόντος, ион. [[ὀδών]] ὁ<br /><b class="num">1</b> [[зуб]]: [[ἕρκος]] ὀδόντων Hom. ограда из зубов, т. е. рот, уста; ὀδόντες ὀξεῖς Arst. резцы; ὀδόντες πλατεῖς Arst. коренные зубы;<br /><b class="num">2</b> [[зубец]], [[зуб]] (''[[sc.]]'' τοῦ πρίονος Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδούς''': ὀδόντος, ὁ˙ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ὀδὼν Ἡρόδ. 6. 107 (δίς)˙ - «δόντι», Ὅμ., Ἡσ., κλ.˙ [[ἕρκος]] ὀδόντων, ἴδε ἐν λέξ. [[ἕρκος]]˙ πρίειν ὀδόντας, ἴδε ἐν λέξ. [[πρίω]]˙ - ὁ Ἀριστ. καλεῖ τοὺς προσθίους ὀδόντας ὀξεῖς (τομεῖς), τοὺς δὲ ὀπισθίους πλατεῖς (dentes molares, maxillaries), καὶ τοὺς μεταξὺ κυνόδοντας, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ οἱ ὀδόντες τῶν σαρκοβόρων ἢ ἁρπακτικῶν ζῴων καὶ ἰχθύων λέγονται καρχαρόδοντες, ἴδε ἐν λ. 2) μεταφορ., ὁ τῆς λύπης [[ὀδούς]], ἡ δάκνουσα [[λύπη]], Ἰακωψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 888. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ «μυτερὸν» [[πρᾶγμα]], [[ὀβελός]], [[κέντρον]], κτλ., Νικ. Θηρ. 85˙ ὀδόντες, οἱ τοῦ πρίονος, Ἀριστ. Φυσ. 2. 9. 6˙ ὀδοὺς πέτρας, ἐξέχον αὐτῆς [[μέρος]] ἐν εἴδει ὀδόντος, Ἑβδ. (Ψαλμ.. ΟΖ΄, 30). ΙΙΙ. ὁ [[δεύτερος]] σπόνδυλος τοῦ τραχήλου κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 131. (Πρὸς τὴν γενικ. ὀδόντος, πρβλ. Σανσκρ. dant-as, Λατ. [[dens]], dentis, Λιθ. dantis, Κελτ. dant· danz· Γοτθ. tunth-us, Ἀρχ. Σκανδ. tönn, Ἀγγλο-Σαξον. tod, Ἀρχ. Γερμαν. zand (zahn)· ― [[καθόλου]] ἀναφέρεται εἰς τὴν √ΕΔ, ἔδω, μνημονεύεται δὲ ὑπὸ τῶν γραμματ. Αἰολικός τις [[τύπος]] ἔδοντες, ἴδε Ahr. D. Aeol. § 12. 5· ― ἀλλ’ ἡ [[παρατήρησις]] ὅτι τὸ ὀ- [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ὡς προθετικὸν [[γράμμα]] ἐν τῇ Ἑλληνικῇ καὶ ὅτι ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν συγγενῶν γλωσσῶν, παρακινεῖ τὸν M. Müller καὶ ἄλλους νὰ ἀναφέρωσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑ, [[δαίω]], δαίνυμαι) | |lstext='''ὀδούς''': ὀδόντος, ὁ˙ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ὀδὼν Ἡρόδ. 6. 107 (δίς)˙ - «δόντι», Ὅμ., Ἡσ., κλ.˙ [[ἕρκος]] ὀδόντων, ἴδε ἐν λέξ. [[ἕρκος]]˙ πρίειν ὀδόντας, ἴδε ἐν λέξ. [[πρίω]]˙ - ὁ Ἀριστ. καλεῖ τοὺς προσθίους ὀδόντας ὀξεῖς (τομεῖς), τοὺς δὲ ὀπισθίους πλατεῖς (dentes molares, maxillaries), καὶ τοὺς μεταξὺ κυνόδοντας, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ οἱ ὀδόντες τῶν σαρκοβόρων ἢ ἁρπακτικῶν ζῴων καὶ ἰχθύων λέγονται καρχαρόδοντες, ἴδε ἐν λ. 2) μεταφορ., ὁ τῆς λύπης [[ὀδούς]], ἡ δάκνουσα [[λύπη]], Ἰακωψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 888. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ «μυτερὸν» [[πρᾶγμα]], [[ὀβελός]], [[κέντρον]], κτλ., Νικ. Θηρ. 85˙ ὀδόντες, οἱ τοῦ πρίονος, Ἀριστ. Φυσ. 2. 9. 6˙ ὀδοὺς πέτρας, ἐξέχον αὐτῆς [[μέρος]] ἐν εἴδει ὀδόντος, Ἑβδ. (Ψαλμ.. ΟΖ΄, 30). ΙΙΙ. ὁ [[δεύτερος]] σπόνδυλος τοῦ τραχήλου κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 131. (Πρὸς τὴν γενικ. ὀδόντος, πρβλ. Σανσκρ. dant-as, Λατ. [[dens]], dentis, Λιθ. dantis, Κελτ. dant· danz· Γοτθ. tunth-us, Ἀρχ. Σκανδ. tönn, Ἀγγλο-Σαξον. tod, Ἀρχ. Γερμαν. zand (zahn)· ― [[καθόλου]] ἀναφέρεται εἰς τὴν √ΕΔ, ἔδω, μνημονεύεται δὲ ὑπὸ τῶν γραμματ. Αἰολικός τις [[τύπος]] ἔδοντες, ἴδε Ahr. D. Aeol. § 12. 5· ― ἀλλ’ ἡ [[παρατήρησις]] ὅτι τὸ ὀ- [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ὡς προθετικὸν [[γράμμα]] ἐν τῇ Ἑλληνικῇ καὶ ὅτι ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν συγγενῶν γλωσσῶν, παρακινεῖ τὸν M. Müller καὶ ἄλλους νὰ ἀναφέρωσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑ, [[δαίω]], [[δαίνυμαι]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 32: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(according to Etym. Magn. 615,21 ([[Pollux]] 6,38) from [[ἔδω]], Latin edere, etc., cf. [[Curtius]], § 289; others from the [[root]], Daniel, to [[divide]], cf. [[δαίω]], [[δάκνω]]; (Latin [[dens]]); Fick i., p. 100), ὀδόντος, ὁ, from Homer down; the Sept. for שֵׁן; a [[tooth]]: ὁ [[βρυγμός]] | |txtha=(according to Etym. Magn. 615,21 ([[Pollux]] 6,38) from [[ἔδω]], Latin edere, etc., cf. [[Curtius]], § 289; others from the [[root]], Daniel, to [[divide]], cf. [[δαίω]], [[δάκνω]]; (Latin [[dens]]); Fick i., p. 100), ὀδόντος, ὁ, from Homer down; the Sept. for שֵׁן; a [[tooth]]: ὁ [[βρυγμός]] τῶν ὀδόντων, [[see]] [[βρυγμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀδούς]], -όντος, Α ιων. τ. [[ὀδών]])<br /><b>1.</b> το [[δόντι]] (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ.<br />β. «ποῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυλινδροειδής]] [[απόφυση]] του δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε [[έτσι]] από το [[σχήμα]] της<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> («οφθαλμόν [[αντί]] οφθαλμού και) οδόντα [[αντί]] οδόντος» — άμεση και σκληρή [[εκδίκηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οπλισμένος μέχρις οδόντων» — πολύ καλά και πλήρως οπλισμένος, [[πάνοπλος]]<br /><b>φρ.</b> α) «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» — το [[κροτάλισμα]] τών δοντιών που οφείλεται στο [[ψύχος]] ή στον φόβο<br />β) «ὀδόντες | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὀδούς]], -όντος, Α ιων. τ. [[ὀδών]])<br /><b>1.</b> το [[δόντι]] (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ.<br />β. «ποῖόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυλινδροειδής]] [[απόφυση]] του δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε [[έτσι]] από το [[σχήμα]] της<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> («οφθαλμόν [[αντί]] οφθαλμού και) οδόντα [[αντί]] οδόντος» — άμεση και σκληρή [[εκδίκηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οπλισμένος μέχρις οδόντων» — πολύ καλά και πλήρως οπλισμένος, [[πάνοπλος]]<br /><b>φρ.</b> α) «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» — το [[κροτάλισμα]] τών δοντιών που οφείλεται στο [[ψύχος]] ή στον φόβο<br />β) «ὀδόντες ὀξεῖς» και «ὀδόντες πλατεῖς» — τα πρόσθια και οπίσθια δόντια, αντίστοιχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[ὀδών]] / [[ὀδούς]], -<i>όντος</i> εμφανίζουν [[θέμα]] <i>οδ</i>- / <i>εδ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἔδοντες</i>) και συνδέονται πιθ. με αρμ. <i>atamn</i>, [[παρά]] τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο αρμ. τ. Δύο [[είναι]] οι επικρατέστερες ετυμολ. για τη λ.: α) να θεωρηθεί μτχ. του <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]», αναγόμενη στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (-<i>δ</i>-) της ρίζας <i>ed</i>- (<i>ὀ</i>-<i>δ</i>-<i>ών</i>). Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της μαρτυρείται στον τ. <i>ἔδ</i>-<i>οντες</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐών</i>: ὤν μτχ. του [[εἰμί]]). Απορίες [[ωστόσο]] γεννά το αρκτικό ο<br />του [[ὀδών]], που [[είτε]] αποτελεί ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος <i>εδ</i>- [[είτε]] [[είναι]] [[προϊόν]] αφομοιώσεως του <i>ε</i>- (<i>ἔδοντες</i>) σε <i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> και [[ὀδύνη]]: <i>ἐδύνα</i>)<br />β) να θεωρηθεί το αρκτικό [[φωνήεν]] <i>ὀ</i>- της λ. [[πρόθεση]] (<b>πρβλ.</b> [[οβελός]]) και το [[θέμα]] -<i>δών</i>, -<i>δόντος</i>, όπως και οι αντίστοιχοι τ. τών υπόλοιπων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (<b>πρβλ.</b> λατ. [[dens]], <i>dentis</i>, αρχ. ινδ. <i>dan</i>, <i>datah</i>, αρχ. γερμ. <i>zand</i>, αρχ. ιρλδ. <i>det</i>, γαλατ. <i>dant</i>, λιθουαν. <i>dantis</i>), να αναχθούν σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>den</i>-<i>t</i>- / <i>don</i>-<i>t</i><br />/ <i>dņt</i> παράλληλη της <i>den</i>-<i>k</i><br />/ <i>dņk</i>- του ρ. [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>dasati</i>). Η λ. [[ὀδών]] μαρτυρείται έμμεσα και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] επιθ. <i>odatuweta</i> / <i>odatweta</i> = <i>ὀδάτFεντα</i> με σημ. «στολίσματα δοντιών, κοσμήματα με οδοντωτή [[μορφή]]», ενώ οι τ. <i>odakuweta</i> / <i>odakeweta</i> οφείλονται πιθ. σε ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>τσε</i> -<i>κ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ὀδάξ]]). Αρχικός θεωρείται ο τ. [[ὀδών]], ενώ ο τ. [[ὀδούς]] σχηματίστηκε [[υστερογενώς]], αναλογικά [[προς]] τις μτχ. του τύπου <i>δι</i>-<i>δούς</i>. Ο τ. [[ὀδών]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ωδων</i>, με [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- λόγω του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ., [[τέλος]], εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στα [[νωδός]], [[αἱμωδέω]]. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται ο [[λόγιος]] (στην [[επιστήμη]]) τ. [[οδούς]] και ο τ. [[δόντι]] με σίγηση του αρκτ. άτονου ο<br />(<b>πρβλ.</b> [[οφρύς]]: [[φρύδι]]).Σύνθ. και παρ. του [[οδούς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οδοντικός]], <i>οδοντώ</i>(-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδοντάριον]], [[οδοντίζω]], [[οδοντίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οδοντιώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οδοντάς]], [[οδοντίας]], [[οδόντιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οδοντίνη]], [[οδοντίτιδα]], [[οδοντώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οδοντάγρα]], [[οδονταλγώ]], <i>οδοντογλυφίς</i>(-<i>ίδα</i>), [[οδοντοειδής]], [[οδοντοξέστης]], [[οδοντότριμμα]], [[οδοντοφόρος]], [[οδοντοφυώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδοντόγλυφον]], [[οδοντόκερας]], [[οδοντοξυστήρ]], [[οδοντοποιώ]], [[οδοντοτύραννος]], [[οδοντοφυής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οδονταγωγόν]], [[οδοντοβολώ]], [[οδοντομάχης]], [[οδοντοπονία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[οδοντόσμηγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οδόβαινος]], [[οδοκοιλεύς]], [[οδόντασπις]], [[οδοντατροφία]], [[οδοντίατρος]], [[οδοντοβλάστη]], [[οδοντόβουρτσα]], [[οδοντογένεση]], [[οδοντόγλωσσο]], [[οδοντόγναθα]], [[οδοντογονία]], [[οδοντογραφία]], [[οδοντογράφος]], <i>οδοντοδυνία</i>, [[οδοντοθεραπεία]], [[οδοντοκεραμεική]], [[οδοντοκήλη]], [[οδοντοκήτη]], [[οδοντόκλαση]], <i>οδοντοκλάοτης</i>, [[οδοντοκοιλία]], [[οδοντοκονία]], [[οδοντόκονις]], [[οδοντοκοσμητικό]], [[οδοντόκρεμα]], <i>οδοντολαδίδα</i>, [[οδοντόλιθος]], [[οδοντολογία]], [[οδοντολόγος]], [[οδοντολοξία]], [[οδοντόμετρο]], [[οδοντομήλη]], [[οδοντοπάθεια]], [[οδοντόπαστα]], [[οδοντοπεριόστεο]], [[οδοντόπλυμα]], [[οδοντόπονος]], [[οδοντοπρόφερτος]], [[οδοντοπώμασμα]], [[οδοντορθωσία]], [[οδοντορραγία]], [[οδοντορραμφή]], [[οδοντοσάπων]], [[οδοντοσκευασία]], [[οδοντόσκονη]], [[οδοντοσκόπιο]], [[οδοντοσμηκτικός]], [[οδοντόσπερμο]], [[οδοντοστοιχία]], <i>οδοντοστοματολογία</i>, [[οδοντοσφράγιση]], [[οδοντοσφράγισμα]], [[οδοντοτεχνίτης]], [[οδοντότρηση]], <i>οδοντοτριδή</i>, [[οδοντοτριπτικός]], [[οδοντοφατνιακός]], [[οδοντοφύραμα]], [[οδοντόφωνος]], [[οδοντόψηκτρα]]. (Β' συνθετικό σε -<i>όδων</i> / -<i>ώδων</i>) <b>αρχ.</b> [[αμφόδων]] / -<i>ώδων</i>, <i>ανόδων</i>, <i>αργιόδων</i>, <i>εξώδων</i>, <i>εριώδων</i>, [[καρχαρόδων]], [[κυνόδων]], [[λαγώδων]], [[προόδων]] / -<i>ώδων</i>, [[συνόδων]], [[χαυλιόδων]]. (Β' συνθετικό σε -<i>όδους</i>) [[αραιόδους]], [[κυνόδους]], [[μεγαλόδους]], [[μονόδους]], [[μυλόδους]], [[χαυλιόδους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγκυλόδους]], [[αργιόδους]], [[διόδους]], [[καρχαρόδους]], [[κρατερόδους]], [[μυριόδους]], [[οξυόδους]], [[πολυόδους]], [[προόδους]], [[πυκνόδους]], [[συνόδους]], [[τραχυόδους]], [[τριόδους]], [[χαλκόδους]], [[χρυσεόδους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανόδους]], <i>γιγαντόδους</i>, <i>ελεφαντόδους</i>, [[θηκόδους]], [[λευκόδους]], [[μικρόδους]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀδούς:''' Ιων. [[ὀδών]], ὀδόντος, ὁ, Λατ. [[dens]], dentis, [[δόντι]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· [[ἕρκος]] ὀδόντων, βλ. [[ἕρκος]] I· <i>πρίειν ὀδόντας</i>, βλ. [[πρίω]]. | |lsmtext='''ὀδούς:''' Ιων. [[ὀδών]], ὀδόντος, ὁ, Λατ. [[dens]], dentis, [[δόντι]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· [[ἕρκος]] ὀδόντων, βλ. [[ἕρκος]] I· <i>πρίειν ὀδόντας</i>, βλ. [[πρίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 55: | Line 55: | ||
|sngr='''原文音譯''':ÑdoÚj 哦都士<br />'''詞類次數''':名詞(12)<br />'''原文字根''':牙齒 相當於: ([[שֵׁן]]‎)<br />'''字義溯源''':牙齒^,牙,齒;或出自([[ἐσθίω]] / [[ἔσθω]])=喫);而 ([[ἐσθίω]] / [[ἔσθω]])出自([[ἑδραίωμα]])X=喫*)<br />'''出現次數''':總共(12);太(8);可(1);路(1);徒(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 齒(7) 太8:12; 太13:42; 太13:50; 太22:13; 太24:51; 太25:30; 路13:28;<br />2) 牙齒(3) 可9:18; 徒7:54; 啓9:8;<br />3) 牙(2) 太5:38; 太5:38 | |sngr='''原文音譯''':ÑdoÚj 哦都士<br />'''詞類次數''':名詞(12)<br />'''原文字根''':牙齒 相當於: ([[שֵׁן]]‎)<br />'''字義溯源''':牙齒^,牙,齒;或出自([[ἐσθίω]] / [[ἔσθω]])=喫);而 ([[ἐσθίω]] / [[ἔσθω]])出自([[ἑδραίωμα]])X=喫*)<br />'''出現次數''':總共(12);太(8);可(1);路(1);徒(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 齒(7) 太8:12; 太13:42; 太13:50; 太22:13; 太24:51; 太25:30; 路13:28;<br />2) 牙齒(3) 可9:18; 徒7:54; 啓9:8;<br />3) 牙(2) 太5:38; 太5:38 | ||
}} | }} | ||
== | {{mantoulidis | ||
Abau: nays; Abkhaz: ахаԥыц; Afrikaans: tand; Ainu: ニマキ; Aklanon: ngipon; Albanian: dhëmb, dhâm; Ama: i; Amharic: ጥርስ; Apache Western Apache: iwoo; Arabic: سِنّ; Egyptian Arabic: سن, سنة, سنان; Moroccan Arabic: سنة; Aragonese: dient; Aramaic Classical Syriac: ܫܢܐ; Jewish Aramaic: שִׁנָּא; Armenian: ատամ, ակռա; Aromanian: dinti, dinte; Assamese: দাঁত; Asturian: diente, dentamen; Atong: wa; Avar: ца; Azerbaijani: diş; Balinese: gigi; Baluchi: دنتان, دتھاں; Bashkir: теш; Basque: hortz; Bau Bidayuh: jupon; Belarusian: зуб; Bengali: দাঁত, দান্দান, দন্ত, দশন, রদ, দংষ্ট্র; Borôro: o; Breton: dant, dent; Brunei Bisaya: nipon; Bulgarian: зъб; Burmese: သွား; Buryat: шүдэ, шүдэн; Canela: xwa; Catalan: dent; Cebuano: ngipon; Central Melanau: nyipen; Chamicuro: ajsi; Chechen: церг; Chepang: साय्क्; Cherokee: ᎦᏅᏙᎬ; Chichewa: dzino; Chinese Cantonese: 牙; Dungan: я, ня; Hakka: 牙齒, 牙齿; Mandarin: 牙齒, 牙齿, 牙, 齒, 齿; Min Dong: 牙; Min Nan: 喙齒, 喙齿; Wu: 牙齒, 牙齿, 牙子; Chuukese: ngii; Chuvash: шӑл; Coastal Kadazan: nipon; Cornish: dans; Crimean Tatar: tiş; Czech: zub; Dalmatian: diant; Danish: tand; Dargwa: цула; Darkinjung: dharra; Dhivehi: ދައިޔ; Dolgan: тиис; Dongxiang: shidun; Drung: sa; Dutch: tand; Erzya: пей; Esperanto: dento; Estonian: hammas; Even: ӣт; Evenki: иктэ; Faroese: tonn; Fijian: bati; Finnish: hammas; French: dent; Friulian: dint; Gagauz: diş; Galician: dente; Gamilaraay: yira; Garo: ওয়াগাম; Georgian: კბილი; German: Zahn; Gilaki: دندن; Gothic: 𐍄𐌿𐌽𐌸𐌿𐍃; Greek: δόντι; Ancient Greek: ὀδούς; Greenlandic: kigut; Guaraní: ãi; Gujarati: દાંત; Haitian Creole: dan; Hausa: haƙori; Hawaiian: niho; Hebrew: שֵׁן; Hindi: दाँत, दान्त; Hungarian: fog; Hunsrik: Zaan; Icelandic: tönn; Ido: dento; Indonesian: gigi, danta; Ingrian: hammaz; Ingush: цӏерг; Interlingua: dente; Iranun: nipen; Irish: fiacail; Isan: แข้ว; Italian: dente; Japanese: 歯; Javanese: untu; Kabyle: tuɣmest; Kaingang: jã; Kalmyk: шүдн; Kannada: ಹಲ್ಲು; Kapampangan: ipan; Karachay-Balkar: тиш; Karakalpak: tis; Kashubian: ząb; Kazakh: тіс; Khakas: тіс; Khinalug: цулоз; Khmer: ធ្មេញ; Khmu: ຫຣາງ; Komi-Permyak: пинь; Korean: 이, 니, 이빨, | |mantxt=-ὀδόντος (=[[δόντι]]). Πιθανόν ἀπό ρίζα εδ- τοῦ [[ἐσθίω]] (=[[τρώω]]) μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο, δηλ. αἰολ. ἔδοντες → ὀδόντες. Ἐκτός [[ἄν]] τό ο εἶναι, προθεμ. + ρίζα δα τοῦ δαίνυμαι (=[[μοιράζω]]) (Λατ. [[dens]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀδοντικός]], ὀδοντοφυῶ (=βγάζω δόντια), [[ὀδοντοφυής]], [[ὀδοντοφυΐα]], [[ὀδοντοφύησις]], [[νωδός]] (=[[χωρίς]] δόντια), [[χαυλιόδους]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[diente]] de asno ἔχε δὲ καὶ φυλακτήριον θηλείας ὄνου ὀδόντα τῶν ἄνωθεν δεξιοῦ σ<ι>αγονίου ἢ μόσχου πυρροῦ ἱεροθύτου <b class="b3">ten también como amuleto un diente de los de arriba del lado derecho de la quijada de un asno hembra o de un becerro rojizo ofrecido a los dioses</b> P IV 2898 de hiena νικᾶ<ν>· ὀδόντα ὑαίνης τῆς δεξιᾶς σιαγόνος τῶν ἄνω <b class="b3">para vencer: un diente de hiena, de la parte derecha de la mandíbula, de los de arriba</b> SM 96A 70 | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Abau: nays; Abkhaz: ахаԥыц; Afrikaans: tand; Ainu: ニマキ; Aklanon: ngipon; Albanian: dhëmb, dhâm; Ama: i; Amharic: ጥርስ; Apache Western Apache: iwoo; Arabic: سِنّ; Egyptian Arabic: سن, سنة, سنان; Moroccan Arabic: سنة; Aragonese: dient; Aramaic Classical Syriac: ܫܢܐ; Jewish Aramaic: שִׁנָּא; Armenian: ատամ, ակռա; Aromanian: dinti, dinte; Assamese: দাঁত; Asturian: diente, dentamen; Atong: wa; Avar: ца; Azerbaijani: diş; Balinese: gigi; Baluchi: دنتان, دتھاں; Bashkir: теш; Basque: hortz; Bau Bidayuh: jupon; Belarusian: зуб; Bengali: দাঁত, দান্দান, দন্ত, দশন, রদ, দংষ্ট্র; Borôro: o; Breton: dant, dent; Brunei Bisaya: nipon; Bulgarian: зъб; Burmese: သွား; Buryat: шүдэ, шүдэн; Canela: xwa; Catalan: dent; Cebuano: ngipon; Central Melanau: nyipen; Chamicuro: ajsi; Chechen: церг; Chepang: साय्क्; Cherokee: ᎦᏅᏙᎬ; Chichewa: dzino; Chinese Cantonese: 牙; Dungan: я, ня; Hakka: 牙齒, 牙齿; Mandarin: 牙齒, 牙齿, 牙, 齒, 齿; Min Dong: 牙; Min Nan: 喙齒, 喙齿; Wu: 牙齒, 牙齿, 牙子; Chuukese: ngii; Chuvash: шӑл; Coastal Kadazan: nipon; Cornish: dans; Crimean Tatar: tiş; Czech: zub; Dalmatian: diant; Danish: tand; Dargwa: цула; Darkinjung: dharra; Dhivehi: ދައިޔ; Dolgan: тиис; Dongxiang: shidun; Drung: sa; Dutch: tand; Erzya: пей; Esperanto: dento; Estonian: hammas; Even: ӣт; Evenki: иктэ; Faroese: tonn; Fijian: bati; Finnish: hammas; French: dent; Friulian: dint; Gagauz: diş; Galician: dente; Gamilaraay: yira; Garo: ওয়াগাম; Georgian: კბილი; German: Zahn; Gilaki: دندن; Gothic: 𐍄𐌿𐌽𐌸𐌿𐍃; Greek: δόντι; Ancient Greek: ὀδούς; Greenlandic: kigut; Guaraní: ãi; Gujarati: દાંત; Haitian Creole: dan; Hausa: haƙori; Hawaiian: niho; Hebrew: שֵׁן; Hindi: दाँत, दान्त; Hungarian: fog; Hunsrik: Zaan; Icelandic: tönn; Ido: dento; Indonesian: gigi, danta; Ingrian: hammaz; Ingush: цӏерг; Interlingua: dente; Iranun: nipen; Irish: fiacail; Isan: แข้ว; Italian: dente; Japanese: 歯; Javanese: untu; Kabyle: tuɣmest; Kaingang: jã; Kalmyk: шүдн; Kannada: ಹಲ್ಲು; Kapampangan: ipan; Karachay-Balkar: тиш; Karakalpak: tis; Kashubian: ząb; Kazakh: тіс; Khakas: тіс; Khinalug: цулоз; Khmer: ធ្មេញ; Khmu: ຫຣາງ; Komi-Permyak: пинь; Korean: 이, 니, 이빨, 치아; Koryak: вʼаннылӈын; Krymchak: чыш; Kumyk: тиш; Kurdish Central Kurdish: دان, ددان; Northern Kurdish: didan, diran; Kyrgyz: тиш; Lakota: hi; Lao: ແຂ້ວ, ທັນຕາ, ທົນ, ກາມ; Latin: dēns; Latvian: zobs; Laz: ǩibri; Ligurian: dénte; Lingala: lǐno; Lithuanian: dantis; Lombard: dent; Lotud: nipon; Low German: Tähn; Luganda: erinnyo; Luhya: liliino; Luo: lak; Lutshootseed: dᶻədis; Macedonian: заб; Maguindanao: ngipen; Malay: gigi, danta; Malayalam: പല്ല്, ദന്തം; Maltese: sinna; Mambae: nifan; Manchu: ᠸᡝᡳᡥᡝ; Mansaka: onto; Maori: niho; Mapudungun: ülnga, voro; Maranao: ngipen; Marathi: दात; Mari Eastern Mari: пӱй; Mbabaram: dirra; Middle English: tothe, toth; Middle High German: zan, zant; Mingrelian: კიბირი, კჷბირი; Moksha: пей; Mongolian: шүд; Mwani: rino; Nahuatl: tlantli; Nanai: хуктэ; Navajo: awooʼ; Neapolitan: dente; Nepali: दाँत; Nogai: тис; North Frisian: tus, Ter; Northern Northern Norwegian Bokmål: tann; Nynorsk: tann; Nottoway-Meherrin: otosag; Occitan: dent; Ojibwe: niibid; Okinawan: 歯; Old Church Slavonic Cyrillic: зѫбъ; Old East Slavic: зꙋбъ; Old English: tōþ; Old High German: zan, zand, zant; Old Javanese: huntu; Old Norse: tǫnn; Old Saxon: tand; Oriya: ଦାନ୍ତ; Oromo: ilkaan; Oroqen: iktə; Ossetian: дӕндаг; Ottoman Turkish: دیش; Pashto: غاښ; Persian: دندان, دندون, گاز; Phu Pitjantjatjara: kaṯiṯi; Plautdietsch: Tän; Polish: ząb; Portuguese: dente; Punjabi: ਦੰਦ, ਡੰਦ; Quechua: kiru; Wanka Quechua: kilu; Rohingya: dat; Romagnol: dént; Romani: dand; Romanian: dinte; Rungus: nipon; Russian: зуб; Rusyn: зуб; Sabah Bisaya: nipon; Sami Inari: pääni; Northern: bátni; Skolt: pää´nn; Southern: baenie; Samoan: nifo; Sanskrit: दन्त; Santali: ᱰᱟᱴᱟ; Sardinian: dènte; Scots: tuith; Scottish Gaelic: fiacail; Sebop: jipen; Serbo-Croatian Cyrillic: зу̑б; Roman: zȗb; Shor: тиш; Sichuan Yi: ꎐ; Sicilian: denti; Sinhalese: දත; Slovak: zub; Slovene: zob; Solon: iitt; Sorbian Lower Sorbian: zub; Upper Sorbian: zub; Southern Altai: тиш; Southern Ohlone: sit; Southern Spanish: diente; Sundanese: huntu, waos; Swahili: jino sg, meno; Swedish: tand; Sylheti: ꠖꠣꠔ; Tabasaran: силиб; Tagal Murut: ripon; Tagalog: ngipin; Tahitian: niho; Tai Tai Tajik: дандон; Talysh Anbarani: داندون; Tambunan Dusun: nipon; Tamil: பல்; Tatar: теш; Tausug: ipun; Telugu: పన్ను; Ternate: ingi; Tetum: nehan; Thai: ฟัน, ทันต์, กราม; Tibetan: སོ; Tigrinya: ስኒ; Timugon Murut: ripon; Tocharian B: keme; Tok Pisin: tis; Tongan: nifo; Tupinambá: ãîa; Turkish: diş; Turkmen: diş; Tuvan: диш; Udi: улух; Udmurt: пинь; Ugaritic: 𐎌𐎐; Ukrainian: зуб; Urdu: دانت, دندان; Uyghur: چىش; Uzbek: tish; Venetian: dénte; Vietnamese: răng; Vilamovian: con; Volapük: tut; Votic: ammaz; Walloon: dint; Waray-Waray: ta-ngo; Welsh: dant; West Coast Bajau: impon; West Frisian: tosk; White Hmong: hniav; Winnebago: hiipe; Wolof: bëñ; Xhosa: izinyo; Yagara: deea; Yagnobi: диндак; Yakut: тиис; Yami: ngepen; Yiddish: צאָן; Yoruba: ehín; Yup'ik: keggun; Yámana: tun; Zazaki: dından; Zealandic: tand; Zhuang: heuj; Zulu: izinyo; ǃKung: tsau; ǃXóõ: ǁqhàã | |||
}} |