ὀδύνη: Difference between revisions

m
Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German"
mNo edit summary
m (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odyni
|Transliteration C=odyni
|Beta Code=o)du/nh
|Beta Code=o)du/nh
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[pain]] of [[body]], ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος Od.9.440, cf.415, 17.567; ἀλεγεινή Il.11.398; ὀδύναι δῦνον [[μένος]] Ἀτρείδαο ib.268; ὀδύνῃσι [[πεπαρμένος]] 5.399; [[ἀντίτομος|ἀντίτομα]] στερεᾶν ὀδυνᾶν Pi.P.4.221; cf. [[ἕρμα]] 1.4; [[στρόφος]] μ' ἔχει τὴν γαστέρ' . . κὠδύνη Ar.Th.484, cf. Pl.1131 : also in Prose, X.HG5.4.58(pl.), Thphr.HP9.11.3, etc.<br><span class="bld">2</span> [[pain]] of [[mind]], [[grief]], [[distress]], once in Il., ὀδύνη Ἡρακλῆος = [[grief]] for [[Heracles]], 15.25: more freq. in Od., always in plural, ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν 1.242; ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ 2.79,al.: after Hom. the pl. was most common in both senses, ὀδύναι [[δυσαπάλλακτος|δυσαπάλλακτοι]], [[ἄλληκτος|ἄλληκτοι]], S.Tr.959, 986(both lyr.); ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Ar.Ach.526; opp. [[φιλότης|φιλότητες]], Antipho Soph.49; σφαδᾳσμῶν τε καὶ ὀδυνῶν Pl.R.579e, cf. 574a, al.: but the sg.also occurs, ἐξ ὀλίγης ὀδύνη μέγα γίνεται [[ἄλγος]] Sol.12.59; [[γλώσσα]]ς ὀδύνη = [[pain]] caused by the [[tongue]], S.Ph.1142, cf. 827 (both lyr.), Tr.975 (anap.); ὀδύνη σε εἴληφε X.Smp.1.15; ὀδύνη μ' ἔχει Lyr.Alex.Adesp.1.3; μετ' ὀδύνης Men.706; [[τοῖς νενικημένοις ὀδύνη]] = Lat. [[vae victis!]] Plu.Cam.28. (Perh. from ἐδ- ὀδ- '[[eat]]', cf. θυμὸν ἔδων Od.10.379: the Aeolians called τὰς ὀδύνας ἐδύνας acc. to Greg.Cor.p.597 S.)  
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[pain]] of [[body]], ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος Od.9.440, cf.415, 17.567; ἀλεγεινή Il.11.398; ὀδύναι δῦνον [[μένος]] Ἀτρείδαο ib.268; ὀδύνῃσι [[πεπαρμένος]] 5.399; [[ἀντίτομος|ἀντίτομα]] στερεᾶν ὀδυνᾶν Pi.P.4.221; cf. [[ἕρμα]] 1.4; [[στρόφος]] μ' ἔχει τὴν γαστέρ' . . κὠδύνη Ar.Th.484, cf. Pl.1131 : also in Prose, X.HG5.4.58(pl.), Thphr.HP9.11.3, etc.<br><span class="bld">2</span> [[pain]] of [[mind]], [[grief]], [[distress]], once in Il., ὀδύνη Ἡρακλῆος = [[grief]] for [[Heracles]], 15.25: more freq. in Od., always in plural, ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν 1.242; ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ 2.79,al.: after Hom. the pl. was most common in both senses, ὀδύναι [[δυσαπάλλακτος|δυσαπάλλακτοι]], [[ἄλληκτος|ἄλληκτοι]], S.Tr.959, 986(both lyr.); ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Ar.Ach.526; opp. [[φιλότης|φιλότητες]], Antipho Soph.49; σφαδᾳσμῶν τε καὶ ὀδυνῶν Pl.R.579e, cf. 574a, al.: but the sg.also occurs, ἐξ ὀλίγης ὀδύνη μέγα γίνεται [[ἄλγος]] Sol.12.59; [[γλώσσα]]ς ὀδύνη = [[pain]] caused by the [[tongue]], S.Ph.1142, cf. 827 (both lyr.), Tr.975 (anap.); ὀδύνη σε εἴληφε X.Smp.1.15; ὀδύνη μ' ἔχει Lyr.Alex.Adesp.1.3; μετ' ὀδύνης Men.706; [[τοῖς νενικημένοις ὀδύνη]] = Lat. [[vae victis]]! Plu.Cam.28. (Perh. from ἐδ- ὀδ- '[[eat]]', cf. [[θυμός|θυμὸν]] ἔδων Od.10.379: the Aeolians called τὰς ὀδύνας ἐδύνας acc. to Greg.Cor.p.597 S.)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] ἡ (δύη), [[Schmerz]]; körperlich, [[ὀδύνη]] δὲ διὰ χροὸς ἦλθ' ἀλεγεινή Il. 11, 398, ὀξεῖαι δ' ὀδύναι δῦνον [[μένος]] Ἀτρείδαο 11, 268, φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων 4, 191, ὀδύνῃσι [[πεπαρμένος]] 5, 399, u. öfter im plur., sing. 15, 25; – auch Seelenschmerz, Betrübniß, Traurigkeit (wie es vom Körperschmerze schon Il. 15, 61 heißt ὀδυνάων, αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας), ἐμοὶ δ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Od. 1, 242, ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ 2, 79, wie θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων 19, 117. – So auch die Folgdn; ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν, Pind. P. 4, 221; [[τίς]] μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Aesch. Eum. 806; auch die anderen Tragg., τὸ γὰρ ἐςλεύσσειν οἰκεῖα [[πάθη]] μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, Soph. Ai. 255, δι' ὀδύνας ἔβας, Eur. Phoen. 1554; ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι, Ar. Ach. 526; λωφᾷ τῆς ὀδύνης, λήξας τῆς ὀδ., Plat. Phaedr. 251 c 254 c; mit [[ἀλγηδών]] verbunden, Gorg. 525 b; ὀδύνας παρέχειν, Schmerzen machen, Prot. 354 b: ἡ [[ὀδύνη]] σε εἴληφε, Xen. Conv. 1, 15; Sp. überall.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] ἡ (δύη), [[Schmerz]]; körperlich, [[ὀδύνη]] δὲ διὰ χροὸς ἦλθ' ἀλεγεινή Il. 11, 398, ὀξεῖαι δ' ὀδύναι δῦνον [[μένος]] Ἀτρείδαο 11, 268, φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων 4, 191, ὀδύνῃσι [[πεπαρμένος]] 5, 399, u. öfter im plur., sing. 15, 25; – auch Seelenschmerz, Betrübnis, Traurigkeit (wie es vom Körperschmerze schon Il. 15, 61 heißt ὀδυνάων, αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας), ἐμοὶ δ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Od. 1, 242, ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ 2, 79, wie θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων 19, 117. – So auch die Folgdn; ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν, Pind. P. 4, 221; [[τίς]] μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Aesch. Eum. 806; auch die anderen Tragg., τὸ γὰρ ἐςλεύσσειν οἰκεῖα [[πάθη]] μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, Soph. Ai. 255, δι' ὀδύνας ἔβας, Eur. Phoen. 1554; ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι, Ar. Ach. 526; λωφᾷ τῆς ὀδύνης, λήξας τῆς ὀδ., Plat. Phaedr. 251 c 254 c; mit [[ἀλγηδών]] verbunden, Gorg. 525 b; ὀδύνας παρέχειν, Schmerzen machen, Prot. 354 b: ἡ [[ὀδύνη]] σε εἴληφε, Xen. Conv. 1, 15; Sp. überall.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />[[douleur]] :<br /><b>1</b> [[douleur physique]];<br /><b>2</b> [[douleur morale]], [[chagrin]] ; [[ὀδύνη τοῖς νενικημένοις]] PLUT [[malheur aux vaincus]] !.<br />'''Étymologie:''' R. Ἐδ, [[manger]], [[dévorer]] ; v. [[ἔδω]], [[ἐσθίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδύνη:''' (ῠ) ἡ (физическая или душевная) [[боль]], [[страдание]], [[мука]]: ὀ. Ἡρακλῆος Hom. скорбь за Геракла; ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Arph. задетые за живое; [[τοῖς νενικημένοις ὀδύνη]]! Plut. (лат. [[vae victis]]!) [[горе побеждённым]]! (слова галльского предводителя Бренна).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδύνη''': [ῠ], ἡ, [[πόνος]] σώματος, [[ἄλγος]], Λατ. dolor, [[ἅπαξ]] ἐν τῇ Ὀδ., ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος Ι. 440· συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ., καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· ἀλγεινή, ἀζηχὴς Ἰλ. Λ. 398., Ο. 25· ὀδύναι δῦνον [[μένος]] Ἀτρείδαο Λ. 268· ὀδύνῃσι [[πεπαρμένος]] Ε. 399· ἴδε [[ἕρμα]] Ι. 1. β· ― [[στρόφος]] μ’ ἔχει τὴν γαστέρ’... κὠδύνη Ἀριστοφ. Θεσμ. 484, πρβλ. Πλ. 1131. 2) [[ἄλγος]] ψυχῆς, [[θλῖψις]], [[λύπη]], Ὅμ.· δὶς ἐν τῇ Ἰλ., καθ’ ἑνικ., [[ὀδύνη]] διὰ χροὸς ἦλθ’ ἀλεγεινὴ Λ. 398· ὀδ. Ἡρακλῆος, [[θλῖψις]] διὰ τὸν [[Ἡρακλ]]., Ο. 25· συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Α. 242· ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ Β. 79, κτλ.· ― μεθ’ Ὅμηρ. ὁ πληθ. διέμεινε κοινότατος ἐπὶ ἑκατέρας σημασίας, ὀδύναι δυσαπάλλακτοι, Σοφ. Τρ. 959, ἄλληκτοι 986· ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 526· σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν Πλάτ. Πολ. 579Ε, πρβλ. 574Ε, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ, ἐξ ὀλίγης ὀδύνης μέγα γίνεται [[ἄλγος]] Σόλων 12. 59· γλώσσας ὀδύναν, πόνον ὃν προξενεῖ ἡ [[γλῶσσα]], Σοφ. Φιλ. 1142, πρβλ. 827, Τρ. 975· [[ὀδύνη]] σε εἴληφε Ξεν. Συμπ. 1. 15· μετ’ ὀδύνης Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 158· τοῖς νενικημένοις [[ὀδύνη]], Λατ. vae victis! Πλουτ. Κάμιλλ. 28. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἴσως]] ΕΔ ἐσθίειν, πρβλ. curae edaces παρ’ Ὁρατίῳ).
|lstext='''ὀδύνη''': [ῠ], ἡ, [[πόνος]] σώματος, [[ἄλγος]], Λατ. dolor, [[ἅπαξ]] ἐν τῇ Ὀδ., ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος Ι. 440· συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ., καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· ἀλγεινή, ἀζηχὴς Ἰλ. Λ. 398., Ο. 25· ὀδύναι δῦνον [[μένος]] Ἀτρείδαο Λ. 268· ὀδύνῃσι [[πεπαρμένος]] Ε. 399· ἴδε [[ἕρμα]] Ι. 1. β· ― [[στρόφος]] μ’ ἔχει τὴν γαστέρ’... κὠδύνη Ἀριστοφ. Θεσμ. 484, πρβλ. Πλ. 1131. 2) [[ἄλγος]] ψυχῆς, [[θλῖψις]], [[λύπη]], Ὅμ.· δὶς ἐν τῇ Ἰλ., καθ’ ἑνικ., [[ὀδύνη]] διὰ χροὸς ἦλθ’ ἀλεγεινὴ Λ. 398· ὀδ. Ἡρακλῆος, [[θλῖψις]] διὰ τὸν Ἡρακλ., Ο. 25· συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ., ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Α. 242· ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ Β. 79, κτλ.· ― μεθ’ Ὅμηρ. ὁ πληθ. διέμεινε κοινότατος ἐπὶ ἑκατέρας σημασίας, ὀδύναι δυσαπάλλακτοι, Σοφ. Τρ. 959, ἄλληκτοι 986· ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Ἀριστοφ. Ἀχ. 526· σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν Πλάτ. Πολ. 579Ε, πρβλ. 574Ε, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ καὶ ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ, ἐξ ὀλίγης ὀδύνης μέγα γίνεται [[ἄλγος]] Σόλων 12. 59· γλώσσας ὀδύναν, πόνον ὃν προξενεῖ ἡ [[γλῶσσα]], Σοφ. Φιλ. 1142, πρβλ. 827, Τρ. 975· [[ὀδύνη]] σε εἴληφε Ξεν. Συμπ. 1. 15· μετ’ ὀδύνης Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 158· τοῖς νενικημένοις [[ὀδύνη]], Λατ. vae victis! Πλουτ. Κάμιλλ. 28. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἴσως]] ΕΔ ἐσθίειν, πρβλ. curae edaces παρ’ Ὁρατίῳ).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />douleur :<br /><b>1</b> douleur physique;<br /><b>2</b> douleur morale, chagrin ; [[ὀδύνη]] τοῖς νενικημένοις PLUT malheur aux vaincus !.<br />'''Étymologie:''' R. Ἐδ, manger, dévorer ; v. [[ἔδω]], [[ἐσθίω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[perhaps]] [[allied]] [[with]] [[ἔδω]]; [[consuming]] [[grief]]; cf. Latin curae edaces), ὀδύνης, ἡ, [[pain]], [[sorrow]]: [[Homer]] [[down]]; the Sept..)
|txtha=([[perhaps]] [[allied]] [[with]] [[ἔδω]]; [[consuming]] [[grief]]; cf. Latin curae edaces), ὀδύνης, ἡ, [[pain]], [[sorrow]]: Homer down; the Sept..)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀδύνη:''' [ῠ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[άλγος]], Λατ. [[dolor]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[λύπη]], [[θλίψη]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ὀδύνη]] τινός, [[λύπη]], [[καημός]] γι' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀδύνη:''' [ῠ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[άλγος]], Λατ. [[dolor]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[λύπη]], [[θλίψη]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ὀδύνη]] τινός, [[λύπη]], [[καημός]] γι' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδύνη:''' (ῠ) ἡ (физическая или душевная) боль, страдание, мука: ὀ. Ἡρακλῆος Hom. скорбь за Геракла; ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι Arph. задетые за живое; τοῖς νενικημένοις ὀ.! Plut. (лат. [[vae]] victis!) rope побежденным! (слова галльского предводителя Бренна).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[pain]], [[torment]], [[harm]], [[sorrow]] (Il.).<br />Other forms: mostly pl. <b class="b3">-αι</b>.<br />Compounds: As 2. member, e.g. <b class="b3">περι-ώδυνος</b> [[very sore]], [[painful]] (Hp., Att.; <b class="b3">-ω-</b> comp. lengthening with <b class="b3">περιωδυν-ία</b> f. (Hp., Pl.), <b class="b3">-έω</b>, also (after [[ὀδυνάω]]) <b class="b3">-άω</b> (medic.); rarely as 1. member as in <b class="b3">ὀδυνή-φατος</b> (<b class="b3">ὀδυνήφατα φάρμακα Ε</b> 401 = 900, also <b class="b3">ὀ-ον ῥίζαν Λ</b> 847; after this Orph. L. 345, 753) <b class="b2">pain-killing, -stilling</b>, poet. incidental formation after <b class="b3">ἀρηΐ-φατος</b> a.o., but with remarkable active meaning (cf. Chantraine Sprache 1,145; after Risch $ 73 a prop. a consonantstem).<br />Derivatives: <b class="b3">ὀδυν-ηρός</b>, Dor. <b class="b3">-ᾶρός</b> [[dolorous]], [[sorrowful]] (Pi., Att.), <b class="b3">-ωδῶς</b> adv. [[sorrowfully]] (Gal.), <b class="b3">-αίτερος</b> [[more painful]] (Hp.) as from <b class="b3">*ὀδυναῖος</b> after [[σχολαίτερος]] (: [[[σχολαῖος]] :][[σχολή]]) a.o. (Schwyzer 534); [[ὀδυνάω]], <b class="b3">-άομαι</b>, rarely with <b class="b3">ἐξ-</b>, <b class="b3">κατ-</b>, <b class="b2">to hurt, to grieve; to be hurt, to suffer pain</b> (IA.) with [[ὀδυνήματα]] pl. [[pains]] (Hp.).<br />Origin: IE [Indo-European] [289; to be corrected] <b class="b2">*h₃dwon-</b> [[pain]]<br />Etymology: Beside IA. [[ὀδύνη]] (orig. pl. tant. ?; Witte Glotta 2, 18f.) stands Aeol. (Greg. Cor. 597) [[ἐδύνας]] (acc. pl.); the vowel change can go back on old ablaut or on vowel-assimilation ([[ε]] > [[ο]] before [[υ]]; cf. Schwyzer 255). Both forms are <b class="b3">α-</b>enlargements of a verbal noun in <b class="b2">-u̯en-</b> : <b class="b2">-un-</b> from <b class="b3">ἐδ-</b> [[eat]] ([[curae edaces]] Hor., Lith. <b class="b2">ėdžiótis</b> [[trouble oneself]] beside <b class="b2">ēdžióti</b> [[devour]], [[bite]], to <b class="b2">ė́sti</b> [[eat]]; on it Fraenkel Wb. s. v.), to which the ablauting <b class="b2">-u̯er-</b> : <b class="b2">-u̯r̥-</b>: <b class="b2">-ur-</b> in [[εἶδαρ]] > <b class="b3">*ἔδ-Ϝαρ</b> [[eating]], [[food]] (s. on [[ἔδω]], with Skt. cognates) and [[ὀδύρομαι]] (s. v.). A further representative of this noun is Arm. [[erkn]], gen. [[erkan]] [[birth-pain]], [[heavy pain]] from <b class="b2">*ed-u̯ōn</b> or <b class="b2">*ed-u̯ēn</b>, s. Frisk Etyma Armen. 11 ff. w. details. -- Not wit L. Meyer 1, 523 f. and Prellwitz to [[δύη]]. However the initial was <b class="b2">h₃-</b>, as in [[ὀδών]] (s.v.); cf. Beekes in Kortlandt, Armeniaca Cf. [[ὠδίς]].
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[pain]], [[torment]], [[harm]], [[sorrow]] (Il.).<br />Other forms: mostly pl. <b class="b3">-αι</b>.<br />Compounds: As 2. member, e.g. <b class="b3">περι-ώδυνος</b> [[very sore]], [[painful]] (Hp., Att.; <b class="b3">-ω-</b> comp. lengthening with <b class="b3">περιωδυν-ία</b> f. (Hp., Pl.), <b class="b3">-έω</b>, also (after [[ὀδυνάω]]) <b class="b3">-άω</b> (medic.); rarely as 1. member as in <b class="b3">ὀδυνή-φατος</b> (<b class="b3">ὀδυνήφατα φάρμακα Ε</b> 401 = 900, also <b class="b3">ὀ-ον ῥίζαν Λ</b> 847; after this Orph. L. 345, 753) [[pain-killing]], [[-stilling]], poet. incidental formation after <b class="b3">ἀρηΐ-φατος</b> a.o., but with remarkable active meaning (cf. Chantraine Sprache 1,145; after Risch $ 73 a prop. a consonantstem).<br />Derivatives: <b class="b3">ὀδυν-ηρός</b>, Dor. <b class="b3">-ᾶρός</b> [[dolorous]], [[sorrowful]] (Pi., Att.), <b class="b3">-ωδῶς</b> adv. [[sorrowfully]] (Gal.), <b class="b3">-αίτερος</b> [[more painful]] (Hp.) as from <b class="b3">*ὀδυναῖος</b> after [[σχολαίτερος]] (: [[[σχολαῖος]] :][[σχολή]]) a.o. (Schwyzer 534); [[ὀδυνάω]], <b class="b3">-άομαι</b>, rarely with <b class="b3">ἐξ-</b>, <b class="b3">κατ-</b>, [[to hurt]], [[to grieve; to be hurt]], [[to suffer pain]] (IA.) with [[ὀδυνήματα]] pl. [[pains]] (Hp.).<br />Origin: IE [Indo-European] [289; to be corrected] <b class="b2">*h₃dwon-</b> [[pain]]<br />Etymology: Beside IA. [[ὀδύνη]] (orig. pl. tant. ?; Witte Glotta 2, 18f.) stands Aeol. (Greg. Cor. 597) [[ἐδύνας]] (acc. pl.); the vowel change can go back on old ablaut or on vowel-assimilation ([[ε]] > [[ο]] before [[υ]]; cf. Schwyzer 255). Both forms are <b class="b3">α-</b>enlargements of a verbal noun in <b class="b2">-u̯en-</b> : [[-un-]] from <b class="b3">ἐδ-</b> [[eat]] ([[curae edaces]] Hor., Lith. [[ėdžiótis]] [[trouble oneself]] beside [[ēdžióti]] [[devour]], [[bite]], to <b class="b2">ė́sti</b> [[eat]]; on it Fraenkel Wb. s. v.), to which the ablauting <b class="b2">-u̯er-</b> : <b class="b2">-u̯r̥-</b>: [[-ur-]] in [[εἶδαρ]] > <b class="b3">*ἔδ-Ϝαρ</b> [[eating]], [[food]] (s. on [[ἔδω]], with Skt. cognates) and [[ὀδύρομαι]] (s. v.). A further representative of this noun is Arm. [[erkn]], gen. [[erkan]] [[birth-pain]], [[heavy pain]] from <b class="b2">*ed-u̯ōn</b> or <b class="b2">*ed-u̯ēn</b>, s. Frisk Etyma Armen. 11 ff. w. details. -- Not wit L. Meyer 1, 523 f. and Prellwitz to [[δύη]]. However the initial was [[h₃-]], as in [[ὀδών]] (s.v.); cf. Beekes in Kortlandt, Armeniaca Cf. [[ὠδίς]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀδῠ́νη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[pain]] of [[body]], Lat. [[dolor]], Hom., [[attic]]<br /><b class="num">2.</b> [[pain]] of [[mind]], [[grief]], [[distress]], Hom., etc.; [[ὀδύνη]] τινός [[grief]] for him, Il.
|mdlsjtxt=ὀδῠ́νη, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[pain]] of [[body]], Lat. [[dolor]], Hom., [[Attic]]<br /><b class="num">2.</b> [[pain]] of [[mind]], [[grief]], [[distress]], Hom., etc.; [[ὀδύνη]] τινός [[grief]] for him, Il.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
Line 51: Line 51:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[pain]], [[physical or mental pain]]
|woodrun=[[pain]], [[physical or mental pain]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σωματικός]] ἤ [[ψυχικός]] [[πόνος]]). Ἴσως ἡ ρίζα νά εἶναι ἐδ τοῦ [[ἐσθίω]] ἤ νά εἶναι σύνθετη ἀπό τό προθεμ. ο + δύη (=[[πόνος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀδυνάω]] (=προξενῶ [[λύπη]]), ὀδυνῶμαι, (=[[ἔχω]] πόνο), [[ὀδύνημα]], [[ὀδυνηρός]], [[νώδυνος]] (=[[ἀνώδυνος]]).
}}
{{trml
|trtx====[[pain]]===
Abkhaz: ахьаа; Adyghe: узы, уз; Afrikaans: pyn; Albanian: dhembje; Amharic: ጣረሞት; Arabic: أَلَم‎, وَجَع‎; Egyptian Arabic: ألم‎; Armenian: ցավ; Assamese: বিষ; Asturian: dolor; Azerbaijani: ağrı, acı; Bashkir: ауыртыу; Basque: min; Belarusian: боль; Bengali: ব্যথা; Breton: poan; Bulgarian: болка; Burmese: ဝေဒနာ, ဒုက္ခ; Catalan: dolor; Chechen: лазар; Cherokee: ᎠᎩᏟᏱ; Chinese Dungan: тын; Mandarin: 疼痛, 苦痛, 疼, 痛, 痛苦; Chuvash: ырату; Crimean Tatar: ağrı, accı; Czech: bolest; Danish: smerte; Dutch: [[pijn]]; Esperanto: doloro; Estonian: valu; Faroese: pína, ilska, verkur, sviði; Finnish: kipu, kärsimys, särky, tuska, piina; French: [[douleur]], [[mal]]; Old French: peine, dolor; Friulian: dolôr; Gagauz: aarı; Galician: dor; Georgian: ტკივილი; German: [[Schmerz]]; Greek: [[πόνος]]; Ancient Greek: [[ἀγανάκτησις]], [[ἀγγρία]], [[ἄγρις]], [[ἀδιή]], [[ἀετασία]], [[ἆθλος]], [[αἴσθησις]], [[ἀλγηδών]], [[ἀλγηδωνία]], [[ἄλγημα]], [[ἄλγησις]], [[ἄλγις]], [[ἄλγος]], [[ἀνία]], [[ἀνίημα]], [[ἄση]], [[ἄχος]], [[βολή]], [[γαβης]], [[διάπτωσις]], [[δύα]], [[δύη]], [[ἐνόχλησις]], [[ἐπωδυνία]], [[κάματος]], [[λύπη]], [[λύπημα]], [[ὀδύνη]], [[ὀδύνημα]], [[οἰζύς]], [[πένθος]], [[πῆμα]], [[πημονή]], [[πόνος]], [[ταλαιπωρία]], [[τὸ βαρύθυμον]]; Greenlandic: anniaat; Guaraní: rasy, tasy; Gujarati: પીડા; Hawaiian: ʻeha; Hebrew: כְּאֵב‎; Hindi: दर्द, पीड़ा, व्यथा; Hungarian: fájdalom, kín; Icelandic: sársauki, verkur; Ido: doloro; Indonesian: sakit, nyeri; Irish: pian; Istriot: dulur; Italian: [[dolore]]; Japanese: 痛み, 苦痛; Kannada: ನೋವು, ಬೇನೆ; Kashubian: bòlesc; Kazakh: ауру, жара, сыздау; Khmer: ជំហឺ, ការឈឺចាប់; Komi-Permyak: висьӧм; Korean: 아픔, 통증, 고통; Kurdish Central Kurdish: ئازار‎, ژان‎; Northern Kurdish: elem; Kyrgyz: оору; Ladino: dolor, דולור‎; Lao: ຄວາມເຈັບ; Latgalian: suope; Latin: [[dolor]]; Latvian: sāpes; Lithuanian: skausmas, kančia, gėla; Low German: Wehdag, Wehdaag; Luxembourgish: Péng; Macedonian: болка; Malay: sakit; Malayalam: വേദന; Maltese: uġigħ; Maori: mamae; Mongolian: өвчин; Mwani: malwazo; Navajo: diniih; Neapolitan: dulore; Nepali: पीडा; Ngazidja Comorian: ndroso; Northern Altai: аарыг; Norwegian Bokmål: smerte; Nynorsk: smerte; Occitan: dolor; Old Church Slavonic: боль; Old East Slavic: боль; Old English: sār, eċe; Old Occitan: pena, dolor; Old Portuguese: door; Oriya: ପିଠ, କ୍ଳେଶ; Ossetian: рыст, рис; Pali: vedanā; Pashto: درد‎, دړد‎; Persian: درد‎; Pitjantjatjara: pika; Plautdietsch: Wee; Polish: ból; Portuguese: [[dor]]; Punjabi: ਦਰਦ, پِیڑ‎, دَرد‎, ڈول‎; Quechua: nanay; Romani: dukh; Romanian: durere, chin; Romansch: dolur, dalur, dolour, dulur; Russian: [[боль]]; Rusyn: боль, біль; Sanskrit: पीडा, व्यथा, बाधा; Saterland Frisian: Kwoal; Scottish Gaelic: pian, cràdh; Serbo-Croatian Cyrillic: бол, мука; Roman: bol, muka; Sicilian: duluri, ruluri, diluri, riluri; Sindhi: سور‎; Sinhalese: වේදනාව; Slovak: bolesť; Slovene: bolečina; Slovincian: bȯ́u̯l; Sorbian Lower Sorbian: ból; Upper Sorbian: ból; Southern Altai: оору, сыс; Spanish: [[dolor]]; Swahili: umwa; Swedish: smärta; Tagalog: sakit, pananakit; Tajik: дард‍; Talysh: داژ‎; Tamil: வலி, வேதனை, நோவு; Tatar: ачы, авырту, сызлау, авырту; Telugu: నొప్పి; Thai: ความเจ็บ; Tibetan: ཟུག; Tigrinya: ቃንዛ; Tocharian B: lakle; Turkish: acı, ağrı; Turkmen: ajy, agyry; Tuvan: аарыг, аарышкылыы; Ukrainian: біль; Urdu: درد‎, پیڑا‎; Uyghur: ئاغرىق‎, ئەلەم‎; Uzbek: ogʻriq, alam, dard; Venetian: dolor, dołor; Vietnamese: đau, sự đau đớn; Waray-Waray: ul-ul, su-ol; Welsh: poen, dolur; White Hmong: mob; Wolof: metit; Yakut: ыарыы; Yiddish: ווייטיק‎, וויי‎, יסורים‎, פּײַן‎, מיחוש‎, ווייעניש‎; Yucatec Maya: k'iinam; Zazaki: dej, tew; Zhuang: in, indot, inget
}}
}}