ῥόθος: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
mNo edit summary
 
(36 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rothos
|Transliteration C=rothos
|Beta Code=r(o/qos
|Beta Code=r(o/qos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rushing noise, roar of waves, dash of oars</b>, <b class="b3">ἐξ ἑνὸς ῥ</b>. with one <b class="b2">stroke</b>, i.e. all at once, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>462</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of any confused, inarticulate sound, <b class="b3">Περσίδος γλώσσης ῥ</b>. the <b class="b2">noise</b> of the Persian (i.e. barbarian) tongue, ib.<span class="bibl">406</span>; <b class="b3">τῆς δὲ Δίκης ῥ. ἑλκομένης, ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι</b> but there is <b class="b2">tumult</b> or <b class="b2">confusion</b>, when Justice is dragged whithersoever bribed judges lead her, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>220</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> of any <b class="b2">rushing motion</b>, <b class="b3">πτερύγων ῥ</b>. <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> Boeot.,= <b class="b2">mountain path</b>, Plu.<span class="title">in Hes.</span>13; <b class="b3">αἰγὸς ῥ</b>. a goat-<b class="b2">track</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>672</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[rushing noise]], [[roar of waves]], [[dash of oars]], <b class="b3">ἐξ ἑνὸς ῥ.</b> with one [[stroke]], i.e. all at once, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''462.<br><span class="bld">2</span> of any confused, inarticulate sound, <b class="b3">Περσίδος γλώσσης ῥ.</b> the [[noise]] of the Persian (i.e. barbarian) tongue, ib.406; <b class="b3">τῆς δὲ Δίκης ῥ. ἑλκομένης, ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι</b> but there is [[tumult]] or [[confusion]], when Justice is dragged whithersoever bribed judges lead her, Hes.''Op.''220.<br><span class="bld">3</span> of any [[rushing motion]], <b class="b3">πτερύγων ῥ.</b> Opp.''H.''5.17.<br><span class="bld">4</span> Boeot., = [[mountain path]], Plu.''in Hes.''13; <b class="b3">αἰγὸς ῥ.</b> a goat-[[track]], Nic.''Th.''672.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] ὁ, das Geräusch, Gebrause, bes. der anschlagenden Wellen, das Rauschen des fließenden Stromes, das Plätschern u. Klatschen der Ruder; Aesch. sagt auch Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]], das Gebrause des persischen Geschreies, Pers. 398. – Uebertr., rasche Bewegung, Schwung, τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης ᾖ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, die Gerechtigkeit hat ihren schnellen Schwung, geht ihren Weg, wohin geschenkfressende Männer sie auch schleppen mögen, Hes. O. 222, ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι, mit<b class="b2"> einem</b> Angriff, Aesch. Pers. 454; sp. D., πτερύγων [[ῥόθος]] Opp. Hal. 5, 17. – Auch ein jäher, schroffer Felsenpfad, bei den Böotern, Proclus ad Hes. a. a. O.; übh. Weg, Gang, αἰγός, Nic. Ther. 672.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] ὁ, das Geräusch, Gebrause, bes. der anschlagenden Wellen, das Rauschen des fließenden Stromes, das Plätschern u. Klatschen der Ruder; Aesch. sagt auch Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]], das Gebrause des persischen Geschreies, Pers. 398. – Übertr., rasche Bewegung, Schwung, τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης ᾖ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, die Gerechtigkeit hat ihren schnellen Schwung, geht ihren Weg, wohin geschenkfressende Männer sie auch schleppen mögen, Hes. O. 222, ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι, mit [[einem]] Angriff, Aesch. Pers. 454; sp. D., πτερύγων [[ῥόθος]] Opp. Hal. 5, 17. – Auch ein jäher, schroffer Felsenpfad, bei den Böotern, Proclus ad Hes. a. a. O.; übh. Weg, Gang, αἰγός, Nic. Ther. 672.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bruit de choses qui se heurtent :<br /><b>1</b> [[bruit des vagues]];<br /><b>2</b> [[bruit de voix]];<br /><b>3</b> bond, élan (d'une troupe).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. établie.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥόθος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[шум]], [[гам]] (Περσίδος γλώσσης Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[стремительность]], [[натиск]]: ἐξ ἑνὸς ῥόθου Aesch. единым натиском, разом; τῆς Δίκης ῥ. неуклонный ход Справедливости.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥόθος''': ὁ, [[ἦχος]] [[ὁρμητικός]], [[θόρυβος]], [[πάταγος]], ἢ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῶν κυμάτων, ὁ [[πάταγος]] τῆς κώπης πληττούσης τὴν θάλασσαν, ἐξ ἑνὸς ῥόθου, μὲ ἓν [[κτύπημα]], δηλ. ἐν τῷ ἅμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 462, πρβλ. [[κέλευσμα]]· ποταμοὶ ῥόθῳ φερόμενοι Κλήμ. Ἀλ. 122. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου, ἀνάρθρου ἤχου, Περσίδος γλώσσης ῥ., ὁ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῆς Περσικῆς (ὅ ἐστι βαρβάρου) γλώσσης, Αισχύλ. Πέρσ. 406. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης, ᾗ κ’ ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θέμιστας, «τῆς δὲ δικαιοσύνης ἑλκομένης, καὶ μετατρεπομένης, ᾗ καὶ [[ὅπου]] ἄν ἄγωσιν αὐτὴν οἱ δωροφάγοι κριταί, [[ῥόθος]] καὶ [[ἦχος]] καὶ [[θόρυβος]] γίνεται τῶν ἀδικουμένων, [[δηλονότι]] ὀδυρομένων καὶ θρηνούντων» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἑργ. κ. Ἡμ. 222· πτερύγων ῥ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 17· αἰγὸς ῥ., αἰγὸς [[πάτημα]] ἢ [[πορεία]], Νικ. Θηρ. 672. (Κατ’ ὀνοματοποιΐαν ὡς αἱ λέξεις [[ῥοῖβδος]], [[ῥοῖζος]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥόθον· τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», καὶ «ῥόθῳ ὁρμῇ [[μετὰ]] ψόφου». ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι περὶ τοῦ Γλωσσ. Ζητήματος ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, 190.
|lstext='''ῥόθος''': ὁ, [[ἦχος]] [[ὁρμητικός]], [[θόρυβος]], [[πάταγος]], ἢ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῶν κυμάτων, ὁ [[πάταγος]] τῆς κώπης πληττούσης τὴν θάλασσαν, ἐξ ἑνὸς ῥόθου, μὲ ἓν [[κτύπημα]], δηλ. ἐν τῷ ἅμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 462, πρβλ. [[κέλευσμα]]· ποταμοὶ ῥόθῳ φερόμενοι Κλήμ. Ἀλ. 122. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου, ἀνάρθρου ἤχου, Περσίδος γλώσσης ῥ., ὁ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῆς Περσικῆς (ὅ ἐστι βαρβάρου) γλώσσης, Αισχύλ. Πέρσ. 406. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης, ᾗ κ’ ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θέμιστας, «τῆς δὲ δικαιοσύνης ἑλκομένης, καὶ μετατρεπομένης, ᾗ καὶ [[ὅπου]] ἄν ἄγωσιν αὐτὴν οἱ δωροφάγοι κριταί, [[ῥόθος]] καὶ [[ἦχος]] καὶ [[θόρυβος]] γίνεται τῶν ἀδικουμένων, [[δηλονότι]] ὀδυρομένων καὶ θρηνούντων» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἑργ. κ. Ἡμ. 222· πτερύγων ῥ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 17· αἰγὸς ῥ., αἰγὸς [[πάτημα]] ἢ [[πορεία]], Νικ. Θηρ. 672. (Κατ’ ὀνοματοποιΐαν ὡς αἱ λέξεις [[ῥοῖβδος]], [[ῥοῖζος]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥόθον· τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», καὶ «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου». ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι περὶ τοῦ Γλωσσ. Ζητήματος ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, 190.
}}
{{Slater
|sltr=[[ῥόθος]] [[shout]] πολὺν ῥθ[ο]ν ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ [[Λάχεσις]] (Pae. 12.16)
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου (ὁ) :<br />bruit de choses qui se heurtent :<br /><b>1</b> bruit des vagues;<br /><b>2</b> bruit de voix;<br /><b>3</b> bond, élan (d’une troupe).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. établie.
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[θόρυβος]], [[ιδίως]] ο [[ήχος]] του κουπιού που χτυπάει τη [[θάλασσα]] («[[τέλος]] δ' ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[θόρυβος]] τών κυμάτων («ῥόθον<br />τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> συγκεχυμένος [[άναρθρος]] [[ήχος]] («Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> γρήγορη, ορμητική [[κίνηση]] (α. «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου», <b>Ησύχ.</b><br />β. «πτερύγων [[ῥόθος]]», Οππ.)<br /><b>5.</b> [[θόρυβος]], [[φασαρία]] («τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μονοπάτι]] σε ορεινή [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθανή [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με την [[οικογένεια]] του <i>ῥέω</i> και η [[αναγωγή]] της σε [[ρίζα]] <i>sr</i>-<i>edh</i>- «[[βομβώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥώθων]]). Καμιά, εξάλλου, [[σύνδεση]] της λ. με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Αρχική σημ. του τ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σχετική με τη [[θάλασσα]], δηλ. ο [[θόρυβος]] τών κουπιών και ο [[θόρυβος]] τών κυμάτων, από όπου, κατ' [[επέκταση]], ο συγκεχυμένος [[άναρθρος]] [[ήχος]], [[θόρυβος]], [[φασαρία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥόθος:''' ,<br /><b class="num">1.</b> [[ορμητικός]], [[θορυβώδης]] [[ήχος]], [[παφλασμός]] κυμάτων ή [[πάταγος]] κουπιών· <i>ἐξ ἑνὸς ῥόθου</i>, με ένα [[χτύπημα]], δηλ. [[αμέσως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] είδους συγκεχυμένο, άναρθρο ήχο, Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]], ο [[θορυβώδης]] [[ήχος]] της περσικής (δηλ. της βαρβαρικής) γλώσσας, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[the roar of the waves]], [[of the oars]], metaph. [[noise]] in gen. (Hes., A. Opp.); [[path]], [[trail]] (Nic., after Plu. in Hes. 13 Boeot.).<br />Other forms: S. below.<br />Compounds: Often as 2. member, e.g. <b class="b3">ἁλί-ρροθος</b> [[roared around by the sea]] (trag., Mosch.), <b class="b3">ταχύ-ρροθοι λόγοι</b> [[quickly rushing words]] (A.); <b class="b3">παλι-ρρόθιος</b> [[rushing back]] (Od., hell. epic). On [[ἐπίρροθος]] s. v.<br />Derivatives: [[ῥόθιος]], f. <b class="b3">-ιάς</b> [[roaring]], [[clamorous]] (ep. ε 412, also late prose), mostly <b class="b3">-ιον</b>, <b class="b3">-ια</b> n. sg. a. pl. [[roaring wave(s)]], [[breaking(s)]], [[high-tide, loud stroke of the oar]], metaph. [[noise]], [[bluster]], [[rush]] (poet. Pi., trag. [mostly in lyr.], also late prose). -- To [[ῥόθος]], prob. as denom. (cf. Schwyzer 726), [[ῥοθέω]], also w. <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">δια-</b>, [[to roar]], [[to clamour]] (A., S.); <b class="b3">ὁμο-</b>, <b class="b3">κακο-ρροθέω</b> = <b class="b3">ὁμο-</b>, <b class="b3">κακο-λογέω</b> (Hp., S., E., Ar.); from [[ῥόθιον]]: <b class="b3">ῥοθι-άζω</b> <b class="b2">to make a rushing sound (with the oar)</b> (com.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Expressive word without agreement outside Greek. The comparison (Fick 2, 318) with Celt. words for [[liquidity]], [[stream]], OCorn. [[stret]] gl. [[latex]], MCorn. [[streyth]] [[stream]] is semant. noncommittal and also phonetically not quite comvincing because of the final dentals (Celt. [[t]] = IE [[t]], Gr. [[θ]] = IE [[dh]]). The connection of Germ. OHG [[stredan]] [[seethe]], [[whirl]], [[boil]] (J. Schmidt Voc. 2, 282 f.) has the same phonetical weaknesses. Further forms (also from Slav.) in Bq and WP. 2, 704f., Pok. 1001 f., where also on the analysis (Persson Stud. 46, 165) in [[sr-edh-]] (to [[ser-]] [[stream]]; s. [[ὁρμή]]). Cf. also W.-Hofmann s. [[fretum]] and [[verū]]. -- On [[ῥάθαγος]] s. [[ῥαθαπυγίζω]]. -- Cf. the gloss [[ῥάθαγος]] = [[ῥόθος]] sch. Nic. Th. 194, H. and <b class="b3">ῥαθα-</b> = <b class="b3">ῥοθο-πυγίζω</b> suggests that it is a Pre-Greek word (with variation).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥόθος]], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> a [[rushing]] [[noise]], [[dash]] of waves or of oars, ἐξ ἑνὸς ῥόθου with one [[stroke]], i. e. all at [[once]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of any [[confused]], [[inarticulate]] [[sound]], Περσίδος γλώσσης ῥ. the [[noise]] of the Persian (i. e. [[barbarian]]) [[tongue]], Aesch. [Formed from the [[sound]].]
}}
{{FriskDe
|ftr='''ῥόθος''': {rhóthos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[das Rauschen der Wogen]], [[der Ruder]], übertr. [[Gerausch]] im allg. (Hes., A. Opp.); [[Pfad]], [[Spur]] (Nik., nach Plu. ''in'' ''Hes''. 13 böot.).<br />'''Composita''' : Oft als Hinterglied, z.B. [[ἁλίρροθος]] ‘meer- umrauscht’ (Trag., Mosch.), ταχύρροθοι λόγοι [[schnell dahinrauschende Worte]] (A.); zu [[ἐπίρροθος]] s. bes.<br />'''Derivative''': Davon [[ῥόθιος]], f. -ιάς [[rauschend]], [[lärmend]] (ep. poet. seit ε 412, auch sp. Prosa), meist -ιον, -ια n. sg. u. pl. ‘rauschende Woge(n), Brandung(en), Flut, lauter Ruderschlag’, übertr. [[Lärm]], [[Getöse]], [[Ansturm]] (poet. seit Pi., Trag. [meist in lyr.], auch sp. Prosa); als Hinterglied u.a. in [[παλιρρόθιος]] [[zurückrauschend]] (Od., hell. Epik.). — Zu [[ῥόθος]], wohl als Denom. (vgl. Schwyzer 726), [[ῥοθέω]], auch m. ἐπι-, δια-, [[rauschen]], [[lärmen]] (A., S.); ὁμο-, [[κακορροθέω]] = ὁμο-, [[κακολογέω]] (Hp., S., E., Ar. u.a.); von [[ῥόθιον]] : [[ῥοθιάζω]] ‘(mit dem Ruder) ein Geräusch machen’ (Kom.).<br />'''Etymology''' : Expressives Wort ohne sichere außergriech. Entsprechung. Der Vergleich (Fick 2, 318) mit kelt. Wörtern für [[Flüssigkeit]], [[Fluß]], acorn. ''stret'' gl. [[latex]], mcorn. ''streyth'' [[Fluß]] ist semantisch nichtssagend und auch lautlich nicht ganz befriedigend wegen des auslautenden Dentals (kelt. ''t'' = idg. ''t'', gr. θ = idg. ''dh''). Die Heranziehung von germ. ahd. ''stredan'' [[brausen]], [[strudeln]], [[kochen]] (J. Schmidt Voc. 2, 282 f.) leidet an derselben lautlichen Schwäche. Weitere Formen (auch aus dem Slav.) bei Bq und WP. 2, 704f., Pok. 1001 f., wo auch über die Zerlegung (Persson Stud. 46, 165) in ''sr''-''edh''- (zu ''ser''- [[strömen]]; s. [[ὁρμή]]). Vgl. auch W.-Hofmann s. ''fretum'' und ''verū''. — Zu [[ῥάθαγος]] s. [[ῥαθαπυγίζω]].<br />'''Page''' 2,661
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[stroke of an oar]]
}}
{{trml
|trtx====[[confusion]]===
Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: [[verwarring]], [[war]]; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: [[confusion]], [[désordre]]; German: [[Verwirrung]], [[Durcheinander]], [[Konfusion]], [[Verwechslung]]; Greek: [[σύγχυση]], [[μπέρδεμα]]; Ancient Greek: [[ἀδιαληψία]], [[ἀκαταστασία]], [[ἀκοσμία]], [[ἀκρισία]], [[ἀλαλία]], [[ἀλλοδοξία]], [[ἀλογία]], [[ἀλογίη]], [[ἀνακύκλησις]], [[ἀναστροφή]], [[ἀναφυρμός]], [[ἀνάχυσις]], [[ἀντεμπλοκή]], [[ἄνω ποταμῶν]], [[ἀσάφεια]], [[ἀσυστασία]], [[ἀταξία]], [[ἀταξίη]], [[Βαβέλ]], [[διασκορπισμός]], [[διαστροφή]], [[διατροπή]], [[δίνη]], [[δυσωπία]], [[ἐκβρασμός]], [[ἔκπληξις]], [[ἐξαπόρησις]], [[ἐπάλλαξις]], [[ἐπιπλοκή]], [[ἐπιτάραξις]], [[θόρυβος]], [[καταφθορά]], [[κλόνος]], [[κυκηθμός]], [[ξύγχυσις]], [[ὄμιλλος]], [[ὅμιλος]], [[πολυμιγία]], [[ῥόθος]], [[σύγχυσις]], [[σύμφυρσις]], [[τάραγμα]], [[ταραγμός]], [[τάραξις]], [[ταραχή]], [[τύρβα]], [[τύρβασμα]], [[τύρβη]], [[φυρμός]]; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: [[confusione]], [[disordine]]; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: [[tumultus]]; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: [[confusão]]; Romanian: confuzie; Russian: [[путаница]], [[неразбериха]], [[беспорядок]]; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: [[confusión]]; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ
}}
}}