καθικνέομαι: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathikneomai
|Transliteration C=kathikneomai
|Beta Code=kaqikne/omai
|Beta Code=kaqikne/omai
|Definition=fut. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -ίξομαι <span class="bibl">Plb.5.93.5</span>, etc., dub. in <span class="title">IG</span>5(2).4.13 (Tegea, iv B.C.): aor. <b class="b3">-ῑκόμην</b> (v. infr.): pf. part. καθιγμένον Hsch.:— [[come down to]]: in Hom. only metaph., [[reach]], [[touch]], με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον <span class="bibl">Od.1.342</span>, <b class="b3">μάλα πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ</b> thou [[hast touched]] me [[nearly]], <span class="bibl">Il.14.104</span>; later, of any down-stroke, <b class="b3">κάρα… κέντροισί μου καθίκετο</b> [[came down upon]] my head, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>809</span>; εἰς ὅλμους κ. ὑπέροις <span class="bibl">Paus.5.18.2</span>: abs., ἐπανατεινάμενος τὸ ξίφος καθικνεῖται <span class="bibl">Parth.8.9</span>: generally, [[take effect]], Phld.<span class="title">Mus.</span>p.85K.; [[attack]], [[affect]], τῆς ὀπτήσεως καθικνουμένης καὶ ἐξατμιζούσης τὸ τροφῶδες Ath.Med. ap. <span class="bibl">Orib.1.9.1</span>: freq. in Prose, c. gen., κ. τῆς πηγῆς <span class="bibl">Paus.7.21.12</span>; <b class="b3">κ. τῆς ψυχῆς</b> [[reach]] or [[touch]] it, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>369e</span>; ἡμῶν ὁ λόγος καθίκετο <span class="bibl">Luc. <span class="title">Nigr.</span>35</span>; ἡ ὕβρις οὐ μετρίως μου καθίκετο <span class="bibl">Id.<span class="title">Tox.</span>46</span>; κ. τινὸς πικρότατα <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>14.3</span>; <b class="b3">κ. τινὸς σκύτεσι, κονδύλῳ</b>, [[strike]] one with a strap, etc., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>12</span>,<span class="bibl"><span class="title">Alc.</span>7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">κ. τῆς ἐπιβολῆς</b> [[attain]] one's purpose, <span class="bibl">Plb.2.38.8</span>, cf. <span class="bibl">4.50.10</span>; [[ποιεῖν]] ([[πόλιν]]) <b class="b3">τηλικαύτην ἡλίκην καὶ τειχίζειν ἐπιβαλλόμενοι καθίξονται</b> [[they will succeed]], <span class="bibl">Id.5.93.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[κατικόμενον]], [[τό]], [[that which comes to one]], one's share of an inheritance, <span class="title">IG</span>9 (1).334.30 (Locr., v. B.C.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. -ίξομαι Plb.5.93.5, etc., dub. in ''IG''5(2).4.13 (Tegea, iv B.C.): aor. -ῑκόμην (v. infr.): pf. part. καθιγμένον [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—[[come down to]]: in Hom. only metaph., [[reach]], [[touch]], με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον Od.1.342, <b class="b3">μάλα πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ</b> thou [[hast touched]] me [[nearly]], Il.14.104; later, of any down-stroke, <b class="b3">κάρα… κέντροισί μου καθίκετο</b> [[came down upon]] my head, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''809; εἰς ὅλμους κ. ὑπέροις Paus.5.18.2: abs., ἐπανατεινάμενος τὸ ξίφος καθικνεῖται Parth.8.9: generally, [[take effect]], Phld.''Mus.''p.85K.; [[attack]], [[affect]], τῆς ὀπτήσεως καθικνουμένης καὶ ἐξατμιζούσης τὸ τροφῶδες Ath.Med. ap. Orib.1.9.1: freq. in Prose, c. gen., κ. τῆς πηγῆς Paus.7.21.12; <b class="b3">κ. τῆς ψυχῆς</b> [[reach]] or [[touch]] it, Pl.''Ax.''369e; ἡμῶν ὁ λόγος καθίκετο Luc. ''Nigr.''35; ἡ ὕβρις οὐ μετρίως μου καθίκετο Id.''Tox.''46; κ. τινὸς πικρότατα Ael.''VH''14.3; <b class="b3">κ. τινὸς σκύτεσι, κονδύλῳ</b>, [[strike]] one with a strap, etc., Plu.''Ant.''12,''Alc.''7.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">κ. τῆς ἐπιβολῆς</b> [[attain]] one's purpose, Plb.2.38.8, cf. 4.50.10; [[ποιεῖν]] ([[πόλιν]]) <b class="b3">τηλικαύτην ἡλίκην καὶ τειχίζειν ἐπιβαλλόμενοι καθίξονται</b> [[they will succeed]], Id.5.93.5.<br><span class="bld">3</span> [[κατικόμενον]], τό, [[that which comes to one]], one's share of an inheritance, ''IG''9 (1).334.30 (Locr., v. B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] (s. [[ἱκνέομαι]]), hinabkommen, hingelangen, treffen, bes. schmerzlich berühren; [[πένθος]] καθίκετό με, Leid traf mich, Od. 1, 342; [[μάλα]] πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, gar sehr trafst du mir die Seele mit dem Vorwurfe, Il. 14, 104; ähnl. Soph. [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο O. R. 809; gew. c. gen., τοῖς δυναμένοις καθικέσθαι τῆς ψυχῆς, die Seele treffen, rühren, Plat. Ax. 369 e; vgl. Luc. Nigr. 35; κονδύλῳ καθικόμενος [[αὐτοῦ]] Plut. Alc. 7, u. a. Sp., leiblich u. geistig Einen antasten, schelten, βακτηρίᾳ καθικνεῖ. ταί τινος Sext. Emp. adv. log. 1, 188; – erreichen, erlangen, τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς Pol. 2, 38, 8, τῆς ἀρχῆς 6, 35, 5, τῆς προθέσεως 4, 50, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] (s. [[ἱκνέομαι]]), hinabkommen, hingelangen, treffen, bes. schmerzlich berühren; [[πένθος]] καθίκετό με, Leid traf mich, Od. 1, 342; [[μάλα]] πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, gar sehr trafst du mir die Seele mit dem Vorwurfe, Il. 14, 104; ähnl. Soph. [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο O. R. 809; gew. c. gen., τοῖς δυναμένοις καθικέσθαι τῆς ψυχῆς, die Seele treffen, rühren, Plat. Ax. 369 e; vgl. Luc. Nigr. 35; κονδύλῳ καθικόμενος [[αὐτοῦ]] Plut. Alc. 7, u. a. Sp., leiblich u. geistig Einen antasten, schelten, βακτηρίᾳ καθικνεῖ. ταί τινος Sext. Emp. adv. log. 1, 188; – erreichen, erlangen, τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς Pol. 2, 38, 8, τῆς ἀρχῆς 6, 35, 5, τῆς προθέσεως 4, 50, 10.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καθικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι: ἀόρ. β ́ -ῑκόμην: ἀποθ. Κατέρχομαι· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον μεταφ., [[φθάνω]], [[ἐγγίζω]], ἐπεί με [[μάλιστα]] καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον, «ἀντὶ τοῦ ἵκετο καὶ κατέλαβε λέγει» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 342· [[μάλα]] πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, «[[πάνυ]] γέ πώς μου καθήψω τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ξ. 104· [[ὡσαύτως]], [[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο, μὲ ἐκτύπησεν εἰς τὴν κεφαλήν, Σοφ. Ο. Τ. 809· γυναῖκας ἐς ὅλμους καθικνουμένας ὑπέροις, τυπτομένας διὰ κοπάνων, Παυσ. 5, 18, 2· - παρὰ τοῖς πεζολόγοις ἡ γεν. ἦτο συχνοτέρα, καθικέσθαι τῆς πηγῆς... ὅσον ἐπιψαῦσαι τοῦ ὕδατος, νὰ καταβῇ (τὸ διὰ σχοινίου καταβιβαζόμενον [[κάτοπτρον]]) πρὸς τὴν πηγὴν τόσον πλησίον ὅσον νὰ ἐγγίσῃ τὸ [[νερόν]], ὁ αὐτ. 7. 21, 12· καθ. τῆς ψυχῆς, ἐγγίσαι αὐτήν, Πλάτ. Ἀξ. 369Ε· ἡμῶν ὁ [[λόγος]] καθίκετο Λουκ. Νιγρ. 35· ἡ [[ὕβρις]] οὐ μετρίως μου καθίκετο, ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 46· καθ. τινος πικρότατα Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 3· οὕτω, καθ. τινος σκύτει, κονδύλῳ, τύπτειν τινὰ διὰ τῆς μάστιγος, κτλ., Πλουτ. Ἀντών. 12, Ἀλκιβ. 7.<br />2) καθ. τῆς ἐπιβολῆς, [[φθάνω]], κατορθώνω τὸν σκοπόν μου, Πολύβ. 2. 38, 8, προβλ. 4. 50, 10· ἀπολ., τειχίζειν ἐπιβαλλόμενοι καθίξονται, θὰ ἐπιτύχωσιν, ὁ αὐτ. 5. 93, 5.
|btext=<i>f.</i> καθίξομαι, <i>ao.2</i> καθικόμην;<br />atteindre, toucher : [[κάρα]] SOPH frapper la tête ; <i>fig.</i> θυμόν IL toucher le cœur ; με καθίκετο [[πένθος]] OD la douleur m'a atteint ; <i>plus souv.</i> avec le gén. : τινος toucher, atteindre qqn <i>ou</i> qch ; τινός τινι toucher <i>ou</i> frapper qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱκνέομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθικνοῦμαι]], [[καθικνέομαι]] (Α)<br />(αποθ. ρ.)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[αγγίζω]] («[[ἐπεί]] με καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]] («[[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σε [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]] («[[ταχέως]] καθικνεῑτο τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατακρίνω]], [[ελέγχω]], [[αποδοκιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]] («καθικνεῑται [ο ἰησούς] εἰς ἑκούσιον κένωσιν», Κύριλλ. Αλεξ.)<br /><b>6.</b> (το ουδ. ενικ. τῆς μτχ. αορ. β) τὸ [[κατικόμενον]]<br /><b>επιγρ.</b> το κληρονομικό [[μερίδιο]] που περιέρχεται στην [[κατοχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»].
|mltxt=[[καθικνοῦμαι]], [[καθικνέομαι]] (Α)<br />(αποθ. ρ.)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[αγγίζω]] («[[ἐπεί]] με καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]] («[[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σε [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]] («[[ταχέως]] καθικνεῖτο τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατακρίνω]], [[ελέγχω]], [[αποδοκιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]] («καθικνεῖται [ο ἰησούς] εἰς ἑκούσιον κένωσιν», Κύριλλ. Αλεξ.)<br /><b>6.</b> (το ουδ. ενικ. τῆς μτχ. αορ. β) τὸ [[κατικόμενον]]<br /><b>επιγρ.</b> το κληρονομικό [[μερίδιο]] που περιέρχεται στην [[κατοχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=<i>f.</i> καθίξομαι, <i>ao.2</i> καθικόμην;<br />atteindre, toucher : [[κάρα]] SOPH frapper la tête ; <i>fig.</i> θυμόν IL toucher le cœur ; με καθίκετο [[πένθος]] OD la douleur m’a atteint ; <i>plus souv.</i> avec le gén. : τινος toucher, atteindre qqn <i>ou</i> qch ; τινός τινι toucher <i>ou</i> frapper qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱκνέομαι]].
|elnltext=καθικνέομαι &#91;[[κατά]], [[ἱκνέομαι]]] aor. καθικόμην; perf. καθῖγμαι, ptc. καθιγμένος; plqperf. 3 sing. καθῖκτο; fut. καθίξομαι bereiken, aanraken, treffen:; μέσον κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο hij trof mij met zijn dubbele rijzweep midden op mijn hoofd Soph. OT 809; overdr.:; μάλα πώς με καθίκεο θυμόν je hebt mij diep in mijn hart geraakt Il. 14.104; με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον mij heeft bij uitstek ondraaglijk leed getroffen Od. 1.342; ook met gen.: τῆς ψυχῆς κ. de ziel raken [Plat.] Ax. 369e.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθικνέομαι:''' (fut. καθίξομαι, aor. 2 καθῑκόμην)<br /><b class="num">1</b> [[болезненно касаться]], [[больно задевать]], [[затрагивать]], [[поражать]] (τινα θυμὸν ἐνιπῇ Hom.; κ. τῆς ψυχῆς Plat.; [[ἐξεπιπολῆς]] κ. τινος Luc.): [[πένθος]] [[ἄλαστον]] καθίκετό με Hom. страшное горе посетило меня;<br /><b class="num">2</b> [[поражать]], [[наносить удар]], [[ударять]] ([[κάρα]] τινὸς κέντροισι Soph.; κονδύλῳ τινός Plut.; βακτηρίᾳ τινός Sext.);<br /><b class="num">3</b> [[бить]], [[наказывать]] ([[διδάσκαλος]] παίδων ἑνὸς καθικόμενος Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[доходить]], [[достигать]], [[добиваться]] (τῆς ἀρχῆς Polyb.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καθικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ῑκόμην</i>· αποθ., [[φθάνω]] σε, [[κατέρχομαι]]· μεταφ., [[φθάνω]], [[εγγίζω]], με καθίκετο [[πένθος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καθίκεο]] θυμόν, [[θυμός]] ενέσκηψε στην [[καρδιά]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κάρα]] μου καθίκετο, με χτύπησε στο [[κεφάλι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''καθικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ῑκόμην</i>· αποθ., [[φθάνω]] σε, [[κατέρχομαι]]· μεταφ., [[φθάνω]], [[εγγίζω]], με καθίκετο [[πένθος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καθίκεο]] θυμόν, [[θυμός]] ενέσκηψε στην [[καρδιά]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κάρα]] μου καθίκετο, με χτύπησε στο [[κεφάλι]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθικνέομαι:''' (fut. καθίξομαι, aor. 2 καθῑκόμην)<br /><b class="num">1)</b> болезненно касаться, больно задевать, затрагивать, поражать (τινα θυμὸν ἐνιπῇ Hom.; κ. τῆς ψυχῆς Plat.; [[ἐξεπιπολῆς]] κ. τινος Luc.): [[πένθος]] [[ἄλαστον]] καθίκετό με Hom. страшное горе посетило меня;<br /><b class="num">2)</b> поражать, наносить удар, ударять ([[κάρα]] τινὸς κέντροισι Soph.; κονδύλῳ τινός Plut.; βακτηρίᾳ τινός Sext.);<br /><b class="num">3)</b> бить, наказывать ([[διδάσκαλος]] παίδων ἑνὸς καθικόμενος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> доходить, достигать, добиваться (τῆς ἀρχῆς Polyb.).
|lstext='''καθικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι: ἀόρ. β ́ -ῑκόμην: ἀποθ. Κατέρχομαι· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον μεταφ., [[φθάνω]], [[ἐγγίζω]], ἐπεί με [[μάλιστα]] καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον, «ἀντὶ τοῦ ἵκετο καὶ κατέλαβε λέγει» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 342· [[μάλα]] πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, «[[πάνυ]] γέ πώς μου καθήψω τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ξ. 104· [[ὡσαύτως]], [[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο, μὲ ἐκτύπησεν εἰς τὴν κεφαλήν, Σοφ. Ο. Τ. 809· γυναῖκας ἐς ὅλμους καθικνουμένας ὑπέροις, τυπτομένας διὰ κοπάνων, Παυσ. 5, 18, 2· - παρὰ τοῖς πεζολόγοις ἡ γεν. ἦτο συχνοτέρα, καθικέσθαι τῆς πηγῆς... ὅσον ἐπιψαῦσαι τοῦ ὕδατος, νὰ καταβῇ (τὸ διὰ σχοινίου καταβιβαζόμενον [[κάτοπτρον]]) πρὸς τὴν πηγὴν τόσον πλησίον ὅσον νὰ ἐγγίσῃ τὸ [[νερόν]], ὁ αὐτ. 7. 21, 12· καθ. τῆς ψυχῆς, ἐγγίσαι αὐτήν, Πλάτ. Ἀξ. 369Ε· ἡμῶν ὁ [[λόγος]] καθίκετο Λουκ. Νιγρ. 35· ἡ [[ὕβρις]] οὐ μετρίως μου καθίκετο, ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 46· καθ. τινος πικρότατα Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 3· οὕτω, καθ. τινος σκύτει, κονδύλῳ, τύπτειν τινὰ διὰ τῆς μάστιγος, κτλ., Πλουτ. Ἀντών. 12, Ἀλκιβ. 7.<br />2) καθ. τῆς ἐπιβολῆς, [[φθάνω]], κατορθώνω τὸν σκοπόν μου, Πολύβ. 2. 38, 8, προβλ. 4. 50, 10· ἀπολ., τειχίζειν ἐπιβαλλόμενοι καθίξονται, θὰ ἐπιτύχωσιν, ὁ αὐτ. 5. 93, 5.
}}
{{elnl
|elnltext=καθικνέομαι [κατά, ἱκνέομαι] aor. καθικόμην; perf. καθῖγμαι, ptc. καθιγμένος; plqperf. 3 sing. καθῖκτο; fut. καθίξομαι bereiken, aanraken, treffen:; μέσον κάρα διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο hij trof mij met zijn dubbele rijzweep midden op mijn hoofd Soph. OT 809; overdr.:; μάλα πώς με καθίκεο θυμόν je hebt mij diep in mijn hart geraakt Il. 14.104; με μάλιστα καθίκετο πένθος ἄλαστον mij heeft bij uitstek ondraaglijk leed getroffen Od. 1.342; ook met gen.: τῆς ψυχῆς κ. de ziel raken [Plat.] Ax. 369e.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ίξομαι aor2 -ῑκόμην<br />Dep., to [[come]] [[down]] to: metaph. to [[reach]], [[touch]], με καθίκετο [[πένθος]] Od.; [[καθίκεο]] θυμόν hast touched my [[heart]], Il.; [[κάρα]] μου καθίκετο came [[down]] [[upon]] my [[head]], Soph.
|mdlsjtxt=fut. -ίξομαι aor2 -ῑκόμην<br />Dep., to [[come]] [[down]] to: metaph. to [[reach]], [[touch]], με καθίκετο [[πένθος]] Od.; [[καθίκεο]] θυμόν hast touched my [[heart]], Il.; [[κάρα]] μου καθίκετο came [[down]] [[upon]] my [[head]], Soph.
}}
{{trml
|trtx====[[touch]]===
Albanian: prek; Arabic: لَمَسَ‎; Gulf Arabic: جاس‎; Moroccan Arabic: قاس‎; Armenian: դիպչել, կպնել, շոշափել, ձեռք տալ; Assamese: চু, ছু; Asturian: tocar; Azerbaijani: toxunmaq, dəymək; Basque: ukitu; Belarusian: кранаць, крануць, датыкацца, даткнуцца; Belizean Creole: toch; Bengali: ধরা, লাগা; Bulgarian: докосвам се, докосна се, допирам се, допра се; Burmese: ထိ; Catalan: tocar; Cherokee: ᎠᏒᏂᎭ; Chinese Mandarin: 接觸, 接触, 觸摸, 触摸, 摸, 觸, 触; Min Dong: 撞; Chuukese: attapa; Crimean Tatar: toqunmaq; Czech: dotýkat se, dotknout se; Danish: røre, berøre; Dutch: [[aanraken]], [[beroeren]], [[raken]]; Esperanto: tuŝi; Estonian: puudutama; Farefare: kalʋm; Faroese: nema við; Finnish: koskea, koskettaa, kosketella; French: [[toucher]]; Friulian: tocjâ, točhâ; Galician: tocar, tanguer; Georgian: შეხება; German: [[anfassen]], [[berühren]]; Gothic: 𐍄𐌴𐌺𐌰𐌽; Greek: [[αγγίζω]]; Ancient Greek: [[ἀποθιγγάνω]], [[ἅπτεσθαι]], [[ἅπτομαι]], [[ἀφάσσω]], [[ἀφάω]], [[διαψαύω]], [[ἐπαυρίσκω]], [[ἐπιθιγγάνω]], [[ἐπικύρω]], [[ἐπιμαίομαι]], [[ἐπιψαύειν]], [[ἐπιψαύω]], [[ἐπιψηλαφάω]], [[ἐφάπτεσθαι]], [[ἐφάπτομαι]], [[θιγγάνειν]], [[θιγγάνω]], [[καθάπτω]], [[καθικνέομαι]], [[καθικνοῦμαι]], [[κατάπτω]], [[καταψάω]], [[μάσσω]], [[μάττω]], [[περιψαύω]], [[ποτιψαύειν]], [[ποτιψαύω]], [[προσάπτω]], [[προσθιγγάνειν]], [[προσθιγγάνω]], [[προσχρίμπτω]], [[προσψαύειν]], [[προσψαύω]], [[συκάζω]], [[συμψαύω]], [[χραύω]], [[χροΐζω]], [[χρώζειν]], [[χρώζω]], [[χρῴζω]], [[ψαύειν]], [[ψαύω]], [[ψηλαφάω]], [[ψηλαφεῖν]], [[ψηλαφέω]], [[ψηλαφίζω]], [[ψηλαφῶ]]; Gujarati: અડવું; Haitian Creole: manyen, touche; Hebrew: נָגַע‎; Hindi: छूना; Hungarian: érint, megérint, hozzányúl, hozzáér, tapint, megtapint, érintkezik, összeér, ér; Iban: megai; Icelandic: snerta, koma við; Ido: tushar; Indonesian: menyentuh, menyinggung; Irish: bain do, bain le; Italian: [[toccare]]; Japanese: 触る, 触れる, 接触する; Kabuverdianu: palpa, palpá; Kambera: ràma; Kazakh: жанасу, тию; Khmer: ប៉ះ, ពាល់; Korean: 닿다, 만지다; Kurdish Central Kurdish: دەست لێدان‎; Northern Kurdish: dest lê dan; Kyrgyz: тийүү; Lao: ຈັບຕ້ອງ, ບາຍ, ແຕະຕ້ອງ; Latgalian: dūrtīs; Latin: [[tango]], [[taxo]]; Latvian: skart; Lithuanian: liesti, paliesti; Low German: anraken, berören; Macedonian: допира, допре; Malay: menyentuh; Malayalam: സ്പർശിക്കുക, തൊടുക; Maltese: mess; Maori: whakapā, pā; Mongolian Cyrillic: барих; Norman: touchi; Norwegian Bokmål: berøre; Nyunga: bakiny, bakiny; Occitan: tocar, tochar; Old English: hrīnan; Oromo: tuquu; Ossetian: ныдзӕвын; Pashto: لمسول‎, بلېسول‎; Persian: پرماسیدن‎, زدن‎, لمس کردن‎; Polish: dotykać, dotknąć; Portuguese: [[tocar]]; Quechua: llamkhay; Romanian: atinge; Romansch: tutgar, tuccar, tutgear, tutgier, tucher, tocker; Russian: [[трогать]], [[тронуть]], [[дотрагиваться]], [[дотронуться]], [[касаться]], [[коснуться]], [[прикасаться]], [[прикоснуться]]; Sardinian: apodhicare, apoddicare, apodhigai, apodighare, podhicare, tocae, tocai, tocare, togare; Serbo-Croatian Cyrillic: дирати, та̀кнути; Roman: dírati, tàknuti; Sicilian: tuccari; Slovak: dotýkať sa, dotknúť sa; Slovene: dotikati se, dotakniti se; Somali: taabasho; Spanish: [[tocar]]; Swahili: kugusa; Swedish: röra, beröra, ta på, tuscha, toucha; Tajik: ламс кардан, даст задан; Tatar: тиергә; Telugu: స్పర్శ అంటుకొను, తాకు, ముట్టుకొను; Thai: แตะ, สัมผัส, แตะต้อง, จับ; Tocharian B: täk-; Turkish: dokunmak, ellemek, değmek; Turkmen: degmek, ellemek; Tuvan: дээр; Ukrainian: доторкатися, доторкнутися, торкати, торкнути, торкатися, торкнутися; Urdu: چھونا‎; Uyghur: تېگىشمەك‎; Uzbek: tegmoq; Venetian: tocar; Vietnamese: sờ, rờ, chạm, động, đụng; Walloon: djonde; Yiddish: טאַפּן‎, באַטאַפּן‎, נוגע זײַן‎, אָנרירן‎, צורירן‎, באַרירן‎, פֿינגערן‎, טשעפּן זיך‎
}}
}}