ἡμιόλιος: Difference between revisions

m
no edit summary
(4)
mNo edit summary
 
(37 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imiolios
|Transliteration C=imiolios
|Beta Code=h(mio/lios
|Beta Code=h(mio/lios
|Definition=α, ον, hyperdor. ἁμ-, ον, (ὅλος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">containing one and a half, half as much</b> or <b class="b2">as large again</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>154c</span>; περίμετρος <span class="bibl">Plb.6.32.7</span>; ηὔξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει <span class="bibl">D.S.15.44</span>: c. gen., <b class="b3">τὰς περόνας ἡμιολίας . . τοῦ τότε κατεστεῶτος μέτρου</b> <b class="b2">half as large again as . .</b>, <span class="bibl">Hdt.5.88</span>; [γωνία] ἁμιόλιος τᾶς μέσας <span class="bibl">Ti.Locr.98a</span>; [ὁ γνήσιος ἀετὸς] ἡ. τῶν ἀετῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 619a13</span>; neut., <b class="b2">half as much again</b>, ἡμιόλιον οὗ πρότερον ἔφερον <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.3.21</span>; <b class="b3">ἡμιόλιον ὀφλέτω ὅ τι συλάσαι</b> let him be fined <b class="b2">half as much again</b> as the amount he seized, <span class="title">IG</span>9(1).333.5 (Locr., v B.C.); of numbers, <b class="b2">half as many again</b>, ποιήσας ἡμιολίους τοὺς ναύτας ἢ πρόσθεν <span class="bibl">Plb.10.17.12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">in the ratio of one and a half to one</b> (<span class="bibl">3</span>:<span class="bibl">2</span>), as in musical sounds, ἡμιολίαι διαστάσεις <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>36a</span>; <b class="b3">τὸ δι' ὀξειᾶν ἡ</b>. <span class="bibl">Philol.6</span>; <b class="b3">ἡ ἡμιολία</b> <b class="b2">this ratio</b>, τὴν ἡ. τοῦ τιμήματος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>956d</span>; <b class="b3">ἀποτίνειν τὴν φέρνην σὺν τῇ ἡ</b>. Mitteis <span class="title">Chr.</span>280.15 (ii B.C.). Adv. -ίως <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>2.20</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Ti.</span>2.223</span> D. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">ἡμιολία ναῦς</b> <b class="b2">a light vessel with one and a half banks of oars</b>, <span class="bibl">D.S.19.65</span>; also <b class="b3">ἡμιολία</b> alone, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>25.2</span>, <span class="bibl">D.S.16.61</span>, <span class="title">Mus.Belg.</span>14.20 (but -ίους <span class="bibl">Plb.5.101.2</span>, -ιον Hsch.), etc.; used by pirates, Thphr.<span class="title">Char.</span> l.c.; ἡ. λῃστρικαί <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>3.2.5</span>, etc.; expld. by <b class="b3">δίκροτος</b> (q.v.) <b class="b3">ναῦς</b>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> <b class="b3">τροχαϊκὸς ἡ</b>. (sc. <b class="b3">στίχος</b>) trochaic verse <b class="b2">consisting of a metre and a half</b>, <span class="bibl">Heph.15.2</span>.</span>
|Definition=ἡμιολία, ἡμιόλιον, hyperdor. [[ἁμιόλιος]], ον, ([[ὅλος]])<br><span class="bld">A</span> [[containing one and a half]], [[half as much again]] or [[half as large again]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''154c; περίμετρος Plb.6.32.7; ηὔξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.44: c. gen., <b class="b3">τὰς περόνας ἡμιολίας.. τοῦ τότε κατεστεῶτος μέτρου</b> [[half as large again as]].., [[Herodotus|Hdt.]]5.88; [γωνία] ἁμιόλιος τᾶς μέσας Ti.Locr.98a; [ὁ γνήσιος ἀετὸς] ἡ. τῶν ἀετῶν [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 619a13; neut., [[half as much again]], ἡμιόλιον οὗ πρότερον ἔφερον X.''An.''1.3.21; <b class="b3">ἡμιόλιον ὀφλέτω ὅ τι συλάσαι</b> let him be fined [[half as much again]] as the amount he seized, ''IG''9(1).333.5 (Locr., v B.C.); of numbers, [[half as many again]], ποιήσας ἡμιολίους τοὺς ναύτας ἢ πρόσθεν Plb.10.17.12.<br><span class="bld">II</span> [[in the ratio of one and a half to one]] (3:2), as in musical sounds, ἡμιολίαι διαστάσεις Pl.''Ti.''36a; <b class="b3">τὸ δι' ὀξειᾶν ἡ.</b> Philol.6; ἡ ἡμιολία = [[ratio of one and a half]], τὴν ἡμιολίαν τοῦ τιμήματος [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''956d; <b class="b3">ἀποτίνειν τὴν φέρνην σὺν τῇ ἡ.</b> Mitteis ''Chr.''280.15 (ii B.C.). Adv. [[ἡμιολίως]] = [[in a ratio of 1.5]], [[in a ratio of 3:2]] Nicom.''Ar.''2.20, Procl.''in Ti.''2.223 D.<br><span class="bld">III</span> [[ἡμιολία ναῦς]] a [[light vessel with one and a half banks of oars]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.65; also [[ἡμιολία]] alone, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''25.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.61, ''Mus.Belg.''14.20 (but -ίους Plb.5.101.2, -ιον [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), etc.; used by [[pirate]]s, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]'' [[l.c.]]; ἡ. λῃστρικαί Arr.''An.''3.2.5, etc.; expld. by [[δίκροτος]] ([[quod vide|q.v.]]) [[ναῦς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">IV</span> [[τροχαϊκὸς]] ἡμιόλιος (''[[sc.]]'' [[στίχος]]) [[trochaic]] [[verse]] [[consisting of a metre and a half]], Heph.15.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] auch 3 Endgn, Her. 5, 88, <b class="b2">anderthalb</b> (das andere Ganze nur halb habend), z. B. 4: 6, Plat. Theaet. 154 c; διαστάσεις, Tim. 36 a, öfter; [[μισθός]], οὗ πρότερον ἔφερον, einhalbmal mehr als früher, Xen. An. 1, 3, 21, wie τῶν αἰετῶν ἡμ., anderthalbmal so groß wie, Arist. H. A. 9, 32; ηὔ. ξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει D. Sic. 15, 44; – ὁ [[ἡμιόλιος]], Pol. 5, 101, 2, = [[ἡμιολία]] 2), v. l. τοὺς ἡμιόλους.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] auch 3 Endgn, Her. 5, 88, [[anderthalb]] (das andere Ganze nur halb habend), z. B. 4: 6, Plat. Theaet. 154 c; διαστάσεις, Tim. 36 a, öfter; [[μισθός]], οὗ πρότερον ἔφερον, einhalbmal mehr als früher, Xen. An. 1, 3, 21, wie τῶν αἰετῶν ἡμ., anderthalbmal so groß wie, Arist. H. A. 9, 32; ηὔ. ξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει D. Sic. 15, 44; – ὁ [[ἡμιόλιος]], Pol. 5, 101, 2, = [[ἡμιολία]] 2), [[varia lectio|v.l.]] τοὺς ἡμιόλους.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />formé d'un entier et d'un demi, <i>càd</i> d'une moitié en sus (<i>lat.</i> sesquialter) ; [[ἡμιόλιος]] τοῦ κατεστεῶτος μέτρου HDT une fois et demie plus grand que la mesure antérieure.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[ὅλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμιόλιος:''' [[ὅλος]] полуторный: [[λόγος]] ἡ. Plat. отношение 3: 2; ἡ. τοῦ κατεστῶτος μέτρου Her. в полтора раза больше прежнего размера; αὐξῆσαι ἡμιολίῳ μεγέθει Diod. увеличить в полтора раза; ἡ. [[ναῦς]] Diod. = [[ἡμιολία]] 1.<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1</b> = [[ἡμιολία]] 1;<br /><b class="num">2</b> (''[[sc.]]'' [[στίχος]]) полуторный стих.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιόλιος''': -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, ον, ([[ὅλος]]): - περιέχων τὸ ὅλον καὶ τὸ ἥμισυ [[αὐτοῦ]], ἥμισυ τοῦ ὅλου περιπλέον, Λατ. sesquialter, Πλάτ. Θεαιτ. 154C ηὔξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει Διόδ. 15. 44˙ - [[μετὰ]] γεν., τὰς περόνας ἡμιολίας … τοῦ [[τότε]] κατεστεῶτος μέτρου, κατὰ τὸ ἥμισυ τοῦ ὅλου μεγαλειτέρας, Ἡρόδ. 5. 88˙ [[γωνία]] ἁμιόλιος τᾶς μέσας Τίμ. Λοκρ. 98Α, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 32, 6˙ - [[ὡσαύτως]], ἀκόμη ἥμισυ περιπλέον, ἡμιόλιον οὗ πρότερον ἔφερον Ξεν. Ἀν. 1. 3, 21˙ ἐπὶ ἀριθμῶν, ποιήσας ἡμιολίους τοὺς ναύτας ἢ πρότερον Πολύβ. 10. 17, 12. ΙΙ. κατὰ λόγον τοῦ ἑνὸς καὶ [[ἡμίσεος]] πρὸς τὸ ἓν (3/2:1 ἢ 3:2), ὡς ἐν μουσικοῖς φθόγγοις, ἡμιολία [[διάστασις]] Πλάτ. Τιμ. 36Α˙ ἡ ἡμιολία, ὁ [[λόγος]] [[οὗτος]], τὴν ἡμ. τοῦ τιμήματος ὁ αὐτ. Νόμ. 956D 2) αἱ ἡμιολίαι, [[τόκος]] αὐξάνων τὸ κεφάλαιον κατὰ τὸ ἥμισυ τοῦ ὅλου, δηλ. 50% (τὸ ἥμισυ τοῦ κεφαλαίου, Ἡσύχ.) Βυζ. ΙΙΙ. ἡμιολία [[ναῦς]], [[πλοῖον]] ἐλαφρὸν ἔχον μίαν καὶ ἡμίσειαν σειρὰν κωπῶν, Διόδ. 19. 65˙ [[ὡσαύτως]] καὶ μόνον ἡμιολια Πολύβ. 5. 101, 2, Διόδ. 16. 61 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπανορθωτέον ἡμιολίας ἀντὶ -ίους), κτλ.˙ ἐν χρήσει παρὰ πειραταῖς, Θεόφρ. Χαρ. 25. 1˙ ἡμ. λῃστρικαὶ Ἀρρ. Ἀν. 3. 2, 5, κτλ.˙ καλούμενον [[ὡσαύτως]] ἡμιόλιον (ἐνν. [[πλοῖον]]), Ἡσύχ. IV. ὁ ἡμ. (ἐνν. [[στίχος]]) [[στίχος]] περιέχων ἓν [[μέτρον]] καὶ ἥμισυ, Ἡφαιστ. 15. 2. - Ἐπίρρ. ἡμιολίως Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 208 (Βασιλ.).
|lstext='''ἡμιόλιος''': -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, ον, ([[ὅλος]]): - περιέχων τὸ ὅλον καὶ τὸ ἥμισυ [[αὐτοῦ]], ἥμισυ τοῦ ὅλου περιπλέον, Λατ. sesquialter, Πλάτ. Θεαιτ. 154C· ηὔξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει Διόδ. 15. 44˙ - μετὰ γεν., τὰς περόνας ἡμιολίας … τοῦ [[τότε]] κατεστεῶτος μέτρου, κατὰ τὸ ἥμισυ τοῦ ὅλου μεγαλειτέρας, Ἡρόδ. 5. 88˙ [[γωνία]] ἁμιόλιος τᾶς μέσας Τίμ. Λοκρ. 98Α, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 32, 6˙ - [[ὡσαύτως]], ἀκόμη ἥμισυ περιπλέον, ἡμιόλιον οὗ πρότερον ἔφερον Ξεν. Ἀν. 1. 3, 21˙ ἐπὶ ἀριθμῶν, ποιήσας ἡμιολίους τοὺς ναύτας ἢ πρότερον Πολύβ. 10. 17, 12. ΙΙ. κατὰ λόγον τοῦ ἑνὸς καὶ [[ἡμίσεος]] πρὸς τὸ ἓν (3/2:1 ἢ 3:2), ὡς ἐν μουσικοῖς φθόγγοις, ἡμιολία [[διάστασις]] Πλάτ. Τιμ. 36Α˙ ἡ ἡμιολία, ὁ [[λόγος]] [[οὗτος]], τὴν ἡμ. τοῦ τιμήματος ὁ αὐτ. Νόμ. 956D 2) αἱ ἡμιολίαι, [[τόκος]] αὐξάνων τὸ κεφάλαιον κατὰ τὸ ἥμισυ τοῦ ὅλου, δηλ. 50% (τὸ ἥμισυ τοῦ κεφαλαίου, Ἡσύχ.) Βυζ. ΙΙΙ. ἡμιολία [[ναῦς]], [[πλοῖον]] ἐλαφρὸν ἔχον μίαν καὶ ἡμίσειαν σειρὰν κωπῶν, Διόδ. 19. 65˙ [[ὡσαύτως]] καὶ μόνον ἡμιολια Πολύβ. 5. 101, 2, Διόδ. 16. 61 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπανορθωτέον ἡμιολίας ἀντὶ -ίους), κτλ.˙ ἐν χρήσει παρὰ πειραταῖς, Θεόφρ. Χαρ. 25. 1˙ ἡμ. λῃστρικαὶ Ἀρρ. Ἀν. 3. 2, 5, κτλ.˙ καλούμενον [[ὡσαύτως]] ἡμιόλιον (ἐνν. [[πλοῖον]]), Ἡσύχ. IV. ὁ ἡμ. (ἐνν. [[στίχος]]) [[στίχος]] περιέχων ἓν [[μέτρον]] καὶ ἥμισυ, Ἡφαιστ. 15. 2. - Ἐπίρρ. ἡμιολίως Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 208 (Βασιλ.).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />formé d’un entier et d’un demi, <i>càd</i> d’une moitié en sus (<i>lat.</i> sesquialter) ; [[ἡμιόλιος]] [[τοῦ]] κατεστεῶτος μέτρου HDT une fois et demie plus grand que la mesure antérieure.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[ὅλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ο (Α [[ἡμιόλιος]] και δωρ. τ. ἁμιόλιος, -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί [[πλέον]], ο ενάμισυς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i>(<i>ν</i>)<br />ήμισυ επί [[πλέον]], [[δηλαδή]] ενάμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ήμιολία</i><br /><b>ναυτ.</b> ιστιοφόρο [[πλοίο]] με δύο κατάρτια τα οποία κλίνουν [[ελαφρά]] [[προς]] την [[πρύμνη]], [[γολέτα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i><br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] τραπεζοειδούς ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ημιόλια</i><br /><b>μουσ.</b> οι ομάδες τών μαύρων φθόγγων που παρεμβάλλονται [[μεταξύ]] τών διάκενων ([[λευκών]]) φθόγγων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ημιόλια [[ιστία]]»<br /><b>ναυτ.</b> τετράπλευρα [[ιστία]] που αναδένονται [[πάνω]] σε [[κέρας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἡμιολία]]<br />ο [[λόγος]] του ενός και μισού [[προς]] το ένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἡμιολία]] ναῡς» — [[πλοίο]] ελαφρό που έχει [[μιάμιση]] [[σειρά]] κουπιών<br />β) «[[τροχαϊκός]] [[ἡμιόλιος]]» — [[τροχαϊκός]] [[στίχος]] που περιέχει ενάμισυ [[μέτρο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡμιολίως</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο ημιόλιο, [[κατά]] λόγο 1<sup>1</sup>/<sub>2</sub>:1.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όλος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>εφημι</i>-<i>όλιος</i>].
|mltxt=-ία, -ο (Α [[ἡμιόλιος]] και δωρ. τ. ἁμιόλιος, -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί [[πλέον]], ο ενάμισυς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i>(<i>ν</i>)<br />ήμισυ επί [[πλέον]], [[δηλαδή]] ενάμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ήμιολία</i><br /><b>ναυτ.</b> ιστιοφόρο [[πλοίο]] με δύο κατάρτια τα οποία κλίνουν [[ελαφρά]] [[προς]] την [[πρύμνη]], [[γολέτα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i><br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] τραπεζοειδούς ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ημιόλια</i><br /><b>μουσ.</b> οι ομάδες τών μαύρων φθόγγων που παρεμβάλλονται [[μεταξύ]] τών διάκενων ([[λευκών]]) φθόγγων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ημιόλια [[ιστία]]»<br /><b>ναυτ.</b> τετράπλευρα [[ιστία]] που αναδένονται [[πάνω]] σε [[κέρας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἡμιολία]]<br />ο [[λόγος]] του ενός και μισού [[προς]] το ένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἡμιολία]] ναῦς» — [[πλοίο]] ελαφρό που έχει [[μιάμιση]] [[σειρά]] κουπιών<br />β) «[[τροχαϊκός]] [[ἡμιόλιος]]» — [[τροχαϊκός]] [[στίχος]] που περιέχει ενάμισυ [[μέτρο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡμιολίως</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο ημιόλιο, [[κατά]] λόγο :1.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όλος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>, [[πρβλ]]. [[εφημιόλιος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιόλιος:''' -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, <i>-ον</i> ([[ὅλος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιέχει το [[ολόκληρο]] και [[άλλο]] μισό από αυτό, Λατ. [[sesquialter]], σε Πλάτ.· με γεν., [[τὰς]] περόνας ἡμιολίας... τοῦ [[τότε]] κατεστεῶτος μέτρου, μεγαλύτερες κατά το μισό του ολόκληρου, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ἡμιολία]] [[ναῦς]], [[πλοίο]] με [[μία]] ολόκληρη και [[άλλη]] μισή [[σειρά]] από [[κουπιά]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''ἡμιόλιος:''' -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, <i>-ον</i> ([[ὅλος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιέχει το [[ολόκληρο]] και [[άλλο]] μισό από αυτό, Λατ. [[sesquialter]], σε Πλάτ.· με γεν., τὰς περόνας ἡμιολίας... τοῦ [[τότε]] κατεστεῶτος μέτρου, μεγαλύτερες κατά το μισό του ολόκληρου, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ἡμιολία]] [[ναῦς]], [[πλοίο]] με [[μία]] ολόκληρη και [[άλλη]] μισή [[σειρά]] από [[κουπιά]], σε Θεόφρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμι-]]όλιος, η, ον [[ὅλος]]<br /><b class="num">I.</b> containing one and a [[half]], [[half]] as [[much]] [[again]], Lat. [[sesquialter]], Plat.:—c. gen. [[half]] as [[large]] [[again]] as, [[half]] as [[much]] [[again]] as, Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[ἡμιολία]] [[ναῦς]] a [[ship]] with one and a [[half]] banks of oars, Theophr.
}}
}}