3,274,919
edits
(4) |
mNo edit summary |
||
(37 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imiolios | |Transliteration C=imiolios | ||
|Beta Code=h(mio/lios | |Beta Code=h(mio/lios | ||
|Definition= | |Definition=ἡμιολία, ἡμιόλιον, hyperdor. [[ἁμιόλιος]], ον, ([[ὅλος]])<br><span class="bld">A</span> [[containing one and a half]], [[half as much again]] or [[half as large again]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''154c; περίμετρος Plb.6.32.7; ηὔξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.44: c. gen., <b class="b3">τὰς περόνας ἡμιολίας.. τοῦ τότε κατεστεῶτος μέτρου</b> [[half as large again as]].., [[Herodotus|Hdt.]]5.88; [γωνία] ἁμιόλιος τᾶς μέσας Ti.Locr.98a; [ὁ γνήσιος ἀετὸς] ἡ. τῶν ἀετῶν [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 619a13; neut., [[half as much again]], ἡμιόλιον οὗ πρότερον ἔφερον X.''An.''1.3.21; <b class="b3">ἡμιόλιον ὀφλέτω ὅ τι συλάσαι</b> let him be fined [[half as much again]] as the amount he seized, ''IG''9(1).333.5 (Locr., v B.C.); of numbers, [[half as many again]], ποιήσας ἡμιολίους τοὺς ναύτας ἢ πρόσθεν Plb.10.17.12.<br><span class="bld">II</span> [[in the ratio of one and a half to one]] (3:2), as in musical sounds, ἡμιολίαι διαστάσεις Pl.''Ti.''36a; <b class="b3">τὸ δι' ὀξειᾶν ἡ.</b> Philol.6; ἡ ἡμιολία = [[ratio of one and a half]], τὴν ἡμιολίαν τοῦ τιμήματος [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''956d; <b class="b3">ἀποτίνειν τὴν φέρνην σὺν τῇ ἡ.</b> Mitteis ''Chr.''280.15 (ii B.C.). Adv. [[ἡμιολίως]] = [[in a ratio of 1.5]], [[in a ratio of 3:2]] Nicom.''Ar.''2.20, Procl.''in Ti.''2.223 D.<br><span class="bld">III</span> [[ἡμιολία ναῦς]] a [[light vessel with one and a half banks of oars]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.65; also [[ἡμιολία]] alone, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''25.2, [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.61, ''Mus.Belg.''14.20 (but -ίους Plb.5.101.2, -ιον [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), etc.; used by [[pirate]]s, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]'' [[l.c.]]; ἡ. λῃστρικαί Arr.''An.''3.2.5, etc.; expld. by [[δίκροτος]] ([[quod vide|q.v.]]) [[ναῦς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">IV</span> [[τροχαϊκὸς]] ἡμιόλιος (''[[sc.]]'' [[στίχος]]) [[trochaic]] [[verse]] [[consisting of a metre and a half]], Heph.15.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] auch 3 Endgn, Her. 5, 88, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] auch 3 Endgn, Her. 5, 88, [[anderthalb]] (das andere Ganze nur halb habend), z. B. 4: 6, Plat. Theaet. 154 c; διαστάσεις, Tim. 36 a, öfter; [[μισθός]], οὗ πρότερον ἔφερον, einhalbmal mehr als früher, Xen. An. 1, 3, 21, wie τῶν αἰετῶν ἡμ., anderthalbmal so groß wie, Arist. H. A. 9, 32; ηὔ. ξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει D. Sic. 15, 44; – ὁ [[ἡμιόλιος]], Pol. 5, 101, 2, = [[ἡμιολία]] 2), [[varia lectio|v.l.]] τοὺς ἡμιόλους. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />formé d'un entier et d'un demi, <i>càd</i> d'une moitié en sus (<i>lat.</i> sesquialter) ; [[ἡμιόλιος]] τοῦ κατεστεῶτος μέτρου HDT une fois et demie plus grand que la mesure antérieure.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[ὅλος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμιόλιος:''' [[ὅλος]] полуторный: [[λόγος]] ἡ. Plat. отношение 3: 2; ἡ. τοῦ κατεστῶτος μέτρου Her. в полтора раза больше прежнего размера; αὐξῆσαι ἡμιολίῳ μεγέθει Diod. увеличить в полтора раза; ἡ. [[ναῦς]] Diod. = [[ἡμιολία]] 1.<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1</b> = [[ἡμιολία]] 1;<br /><b class="num">2</b> (''[[sc.]]'' [[στίχος]]) полуторный стих. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιόλιος''': -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, ον, ([[ὅλος]]): - περιέχων τὸ ὅλον καὶ τὸ ἥμισυ [[αὐτοῦ]], ἥμισυ τοῦ ὅλου περιπλέον, Λατ. sesquialter, Πλάτ. Θεαιτ. | |lstext='''ἡμιόλιος''': -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, ον, ([[ὅλος]]): - περιέχων τὸ ὅλον καὶ τὸ ἥμισυ [[αὐτοῦ]], ἥμισυ τοῦ ὅλου περιπλέον, Λατ. sesquialter, Πλάτ. Θεαιτ. 154C· ηὔξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει Διόδ. 15. 44˙ - μετὰ γεν., τὰς περόνας ἡμιολίας … τοῦ [[τότε]] κατεστεῶτος μέτρου, κατὰ τὸ ἥμισυ τοῦ ὅλου μεγαλειτέρας, Ἡρόδ. 5. 88˙ [[γωνία]] ἁμιόλιος τᾶς μέσας Τίμ. Λοκρ. 98Α, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 32, 6˙ - [[ὡσαύτως]], ἀκόμη ἥμισυ περιπλέον, ἡμιόλιον οὗ πρότερον ἔφερον Ξεν. Ἀν. 1. 3, 21˙ ἐπὶ ἀριθμῶν, ποιήσας ἡμιολίους τοὺς ναύτας ἢ πρότερον Πολύβ. 10. 17, 12. ΙΙ. κατὰ λόγον τοῦ ἑνὸς καὶ [[ἡμίσεος]] πρὸς τὸ ἓν (3/2:1 ἢ 3:2), ὡς ἐν μουσικοῖς φθόγγοις, ἡμιολία [[διάστασις]] Πλάτ. Τιμ. 36Α˙ ἡ ἡμιολία, ὁ [[λόγος]] [[οὗτος]], τὴν ἡμ. τοῦ τιμήματος ὁ αὐτ. Νόμ. 956D 2) αἱ ἡμιολίαι, [[τόκος]] αὐξάνων τὸ κεφάλαιον κατὰ τὸ ἥμισυ τοῦ ὅλου, δηλ. 50% (τὸ ἥμισυ τοῦ κεφαλαίου, Ἡσύχ.) Βυζ. ΙΙΙ. ἡμιολία [[ναῦς]], [[πλοῖον]] ἐλαφρὸν ἔχον μίαν καὶ ἡμίσειαν σειρὰν κωπῶν, Διόδ. 19. 65˙ [[ὡσαύτως]] καὶ μόνον ἡμιολια Πολύβ. 5. 101, 2, Διόδ. 16. 61 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπανορθωτέον ἡμιολίας ἀντὶ -ίους), κτλ.˙ ἐν χρήσει παρὰ πειραταῖς, Θεόφρ. Χαρ. 25. 1˙ ἡμ. λῃστρικαὶ Ἀρρ. Ἀν. 3. 2, 5, κτλ.˙ καλούμενον [[ὡσαύτως]] ἡμιόλιον (ἐνν. [[πλοῖον]]), Ἡσύχ. IV. ὁ ἡμ. (ἐνν. [[στίχος]]) [[στίχος]] περιέχων ἓν [[μέτρον]] καὶ ἥμισυ, Ἡφαιστ. 15. 2. - Ἐπίρρ. ἡμιολίως Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 208 (Βασιλ.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ο (Α [[ἡμιόλιος]] και δωρ. τ. ἁμιόλιος, -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί [[πλέον]], ο ενάμισυς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i>(<i>ν</i>)<br />ήμισυ επί [[πλέον]], [[δηλαδή]] ενάμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ήμιολία</i><br /><b>ναυτ.</b> ιστιοφόρο [[πλοίο]] με δύο κατάρτια τα οποία κλίνουν [[ελαφρά]] [[προς]] την [[πρύμνη]], [[γολέτα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i><br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] τραπεζοειδούς ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ημιόλια</i><br /><b>μουσ.</b> οι ομάδες τών μαύρων φθόγγων που παρεμβάλλονται [[μεταξύ]] τών διάκενων ([[λευκών]]) φθόγγων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ημιόλια [[ιστία]]»<br /><b>ναυτ.</b> τετράπλευρα [[ιστία]] που αναδένονται [[πάνω]] σε [[κέρας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ία, -ο (Α [[ἡμιόλιος]] και δωρ. τ. ἁμιόλιος, -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί [[πλέον]], ο ενάμισυς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i>(<i>ν</i>)<br />ήμισυ επί [[πλέον]], [[δηλαδή]] ενάμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ήμιολία</i><br /><b>ναυτ.</b> ιστιοφόρο [[πλοίο]] με δύο κατάρτια τα οποία κλίνουν [[ελαφρά]] [[προς]] την [[πρύμνη]], [[γολέτα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημιόλιο</i><br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] τραπεζοειδούς ιστίου<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ημιόλια</i><br /><b>μουσ.</b> οι ομάδες τών μαύρων φθόγγων που παρεμβάλλονται [[μεταξύ]] τών διάκενων ([[λευκών]]) φθόγγων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ημιόλια [[ιστία]]»<br /><b>ναυτ.</b> τετράπλευρα [[ιστία]] που αναδένονται [[πάνω]] σε [[κέρας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἡμιολία]]<br />ο [[λόγος]] του ενός και μισού [[προς]] το ένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἡμιολία]] ναῦς» — [[πλοίο]] ελαφρό που έχει [[μιάμιση]] [[σειρά]] κουπιών<br />β) «[[τροχαϊκός]] [[ἡμιόλιος]]» — [[τροχαϊκός]] [[στίχος]] που περιέχει ενάμισυ [[μέτρο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡμιολίως</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο ημιόλιο, [[κατά]] λόγο 1½:1.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όλος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>, [[πρβλ]]. [[εφημιόλιος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμιόλιος:''' -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, <i>-ον</i> ([[ὅλος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιέχει το [[ολόκληρο]] και [[άλλο]] μισό από αυτό, Λατ. [[sesquialter]], σε Πλάτ.· με γεν., | |lsmtext='''ἡμιόλιος:''' -α, -ον, Δωρ. ἁμιόλιος, <i>-ον</i> ([[ὅλος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περιέχει το [[ολόκληρο]] και [[άλλο]] μισό από αυτό, Λατ. [[sesquialter]], σε Πλάτ.· με γεν., τὰς περόνας ἡμιολίας... τοῦ [[τότε]] κατεστεῶτος μέτρου, μεγαλύτερες κατά το μισό του ολόκληρου, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ἡμιολία]] [[ναῦς]], [[πλοίο]] με [[μία]] ολόκληρη και [[άλλη]] μισή [[σειρά]] από [[κουπιά]], σε Θεόφρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἡμι-]]όλιος, η, ον [[ὅλος]]<br /><b class="num">I.</b> containing one and a [[half]], [[half]] as [[much]] [[again]], Lat. [[sesquialter]], Plat.:—c. gen. [[half]] as [[large]] [[again]] as, [[half]] as [[much]] [[again]] as, Hdt., Xen.<br /><b class="num">II.</b> [[ἡμιολία]] [[ναῦς]] a [[ship]] with one and a [[half]] banks of oars, Theophr. | |||
}} | }} |