στόμωμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "( lyr. )" to "(lyr.)"
(nl)
m (Text replacement - "( lyr. )" to "(lyr.)")
 
(32 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stomoma
|Transliteration C=stomoma
|Beta Code=sto/mwma
|Beta Code=sto/mwma
|Definition=ατος, τό, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> στομόω <span class="bibl">11</span>) = [[στόμα]] <span class="bibl">11</span>, <b class="b2">mouth</b>, Πόντου <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>878</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (στομόω <span class="bibl">111</span>) <b class="b2">hardened iron, steel</b>, <b class="b3">Χαλυβδικὸν σ</b>. <span class="bibl">Cratin. 247</span>, Daimach.<span class="bibl">4J.</span>, cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span>34(31).26</span>; τὰ -ώματα ποιοῦσιν οὕτως <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>383a33</span>, cf. Plu.2.510f, 625b, 693a; ὄξει διαπύρου σιδήρου σ. κατασβέσας <span class="bibl">Id.<span class="title">Lyc.</span>9</span>; <b class="b2">hard edge</b> or <b class="b2">point</b> welded into a blade or shaft, or <b class="b2">steel</b> for this purpose, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>782</span> (<b class="b2">a</b>).<span class="bibl">6</span>,<span class="bibl">64</span>, al. (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2pp.6,7</span> (iii B.C.), <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>12.2</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>13.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1028.14</span> (ii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>10.1125.4</span> (iv A.D.); <b class="b2">steel plates</b> for repair of gates, <b class="b3">ταῖς πύλαις . . στομώματα</b> K. Kourouniotes Ἐλευσινιακά <span class="bibl">1.190.25</span>, cf. <span class="bibl">29</span> (Eleusis). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">λεπὶς στομώματος</b> <b class="b2">a scale which flies from hammered iron</b>, Dsc.5.78, Gal.12.416; <b class="b3">στόμωμα</b> alone, Dsc.4.48 (dub. l.), <span class="bibl">Cels. 6.6.5</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>34.108</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph. of an army (cf. στόμα <span class="bibl">111.1b</span>), τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν ὥσπερ σ. προτεταγμένην Plu.2.326b; οἱονεὶ σ. τῆς δυνάμεως <span class="bibl">D.S.19.30</span>: hence σ. εἰς μάχην ἡ ἀρχή <span class="bibl">Plu.<span class="title">Flam.</span> 2</span>, cf.<span class="bibl">3</span>: also σ. τοῦ οἴνου Id.2.692d; <b class="b3">τῆς ἀνδρείας</b> ib.988d.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> ([[στομόω]] ''ΙΙ'') = [[στόμα]] ''ΙΙ'', [[mouth]], Πόντου [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''878 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> ([[στομόω]] ''III'') [[hardened iron]], [[steel]], <b class="b3">Χαλυβδικὸν σ.</b> Cratin. 247, Daimach.4J., cf. [[LXX]] ''Si.''34(31).26; τὰ στομώματα ποιοῦσιν οὕτως [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''383a33, cf. Plu.2.510f, 625b, 693a; ὄξει διαπύρου σιδήρου σ. κατασβέσας Id.''Lyc.''9; [[hard]] [[edge]] or [[point]] [[weld]]ed into a [[blade]] or [[shaft]], or [[steel]] for this purpose, ''PCair.Zen.''782 (a).6,64, al. (iii B.C.), ''PPetr.''2pp.6,7 (iii B.C.), Arr.''Tact.''12.2, Ael.''Tact.''13.2, ''BGU''1028.14 (ii A.D.), ''PSI''10.1125.4 (iv A.D.); [[steel plates]] for repair of gates, <b class="b3">ταῖς πύλαις.. στομώματα</b> K. Kourouniotes Ἐλευσινιακά 1.190.25, cf. 29 (Eleusis).<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">λεπὶς στομώματος</b> [[a scale which flies from hammered iron]], Dsc.5.78, Gal.12.416; [[στόμωμα]] alone, Dsc.4.48 (dub. l.), Cels. 6.6.5, Plin.''HN''34.108.<br><span class="bld">3</span> metaph. of an army (cf. [[στόμα]] III.1b), τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν ὥσπερ σ. προτεταγμένην Plu.2.326b; οἱονεὶ σ. τῆς δυνάμεως [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.30: hence σ. εἰς μάχην ἡ ἀρχή Plu.''Flam.'' 2, cf.3: also σ. τοῦ οἴνου Id.2.692d; <b class="b3">τῆς ἀνδρείας</b> ib.988d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] τό, wie [[στόμα]], 1) die Mündung, πόντου, Aesch. Pers. 855. – 2) das Zugespitzte, Geschärfte, Gehärtete, σιδήρου, die Härte des gestählten Eisens, das Stählen des Eisens, Daimach. bei St. B. v. [[Λακεδαίμων]]; neben [[βαφή]], Plut. Lyc. 9 Gryll. 4 g. E. – Auch der Hammerschlag, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] τό, wie [[στόμα]], 1) die Mündung, πόντου, Aesch. Pers. 855. – 2) das Zugespitzte, Geschärfte, Gehärtete, σιδήρου, die Härte des gestählten Eisens, das Stählen des Eisens, Daimach. bei St. B. v. [[Λακεδαίμων]]; neben [[βαφή]], Plut. Lyc. 9 Gryll. 4 g. E. – Auch der Hammerschlag, Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στόμωμα''': τό, ([[στομόω]]) ὡς τὸ [[στόμα]] ΙΙ, Πόντου Αἰσχύλ. Πέρσ. 878. ΙΙ. ([[στομόω]] ΙΙΙ) [[σίδηρος]] ἐσκληρυμμένος [[ὥστε]] νὰ δύνηται νὰ ἀκονηθῇ καὶ ὀξυνθῇ, χαλυβδικόν στ., [[σίδηρος]] σκληρυνθείς εἰς χάλυβα, Κρατῖν. ἐν «Χείρ.» 14, πρβλ. Πλούτ. 2. 326Β· σιδήρου τὸ [[στόμωμα]], ἡ σκλήρυνσις τοῦ σιδήρου εἰς χάλυβα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, Πλούτ. 2. 625Β, πρβλ. 510F, 625C, 693Α· ὄξει διαπύρου σιδήρου στ. κατασβέσαι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 9. 2) λεπὶς στομώματος, λεπὶς ἐκτινασσομένη ἀπὸ τοῦ σφυρηλατουμένου σιδήρου Λατ. squama ferri, Διοσκ. 5. 90· [[στόμωμα]] μόνον, Πλιν. Ν. Η. 34. 25, Ὀρειβάσ., κλπ. 3) μεταφορ., ἐπὶ στρατοῦ (πρβλ. acies), στ. δυνάμεως Διόδ. 19. 30· - [[ἐντεῦθεν]], στ. εἰς μάχην ἡ [[ἀρχή]] Πλουτ. Φλαμ. 2· - [[ὡσαύτως]], στ. τοῦ οἴνου ὁ αὐτ. 2. 692D· τῆς ἀνδρείας 988D.
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> [[embouchure]];<br /><b>II.</b> [[partie aiguë]], [[tranchante]] <i>ou</i> contondante d'un instrument, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[tranchant]] ; <i>fig.</i> front d'une armée;<br /><b>2</b> trempe d'une arme, <i>fig.</i> [[bonne trempe]], [[force]], [[vigueur]].<br />'''Étymologie:''' [[στομόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στόμωμα -ατος, τό [στομόω] monding. σ. Πόντου monding van de Hellespont Aeschl. Pers. 878 (lyr.). hardheid (van ijzer); overdr. sterkte, kracht (van een leger).
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> embouchure;<br /><b>II.</b> partie aiguë, tranchante <i>ou</i> contondante d’un instrument, <i>d’où</i><br /><b>1</b> tranchant ; <i>fig.</i> front d’une armée;<br /><b>2</b> trempe d’une arme, <i>fig.</i> bonne trempe, force, vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[στομόω]].
|elrutext='''στόμωμα:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[устье]], [[вход]] (Πόντου Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[закалка]] (σιδήρου Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[закаленное железо]], [[сталь]] (ἐκ τοῦ σιδήρου τὸ σ. ποιεῖν Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[подкрепление]] (εἰς μάχην Plut.);<br /><b class="num">5</b> [[главная сила]], [[ударная часть]] (πάσης τῆς δυνάμεως Polyb.);<br /><b class="num">6</b> [[крепость]] (τοῦ οἴνου Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[στομῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμβλυνση]], [[απώλεια]] της οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> η [[σκλήρυνση]] σιδήρου, η [[χαλύβδωση]], το ατσάλωμα<br /><b>3.</b> [[μέταλλο]] που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη [[διαδικασία]] της στόμωσης, [[χάλυβας]]<br /><b>4.</b> σκληρή [[αιχμή]] ή [[κόψη]] που έχει συγκολληθεί σε σιδερένιο όπλο ή [[εργαλείο]]<br /><b>5.</b> χαλύβδινο [[έλασμα]] που χρησιμοποιείται σε [[επιδιόρθωση]] θύρας<br /><b>6.</b> [[κομμάτι]] από σίδηρο που εκτινάσσεται [[κατά]] τη σφυρηλάτησή του<br /><b>7.</b> οι πρώτες γραμμές σε στρατιωτική [[παράταξη]] («τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν [[ὥσπερ]] [[στόμωμα]] προτεταγμένην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> η [[γενναιότητα]] στη [[μάχη]]<br /><b>9.</b> <b>ως επίθ.</b> (για οίνο) [[εκλεκτός]] («[[στόμωμα]] οἶνου», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=το, ΝΑ [[στομῶ]], -ώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άμβλυνση]], [[απώλεια]] της οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], [[άνοιγμα]]<br /><b>2.</b> η [[σκλήρυνση]] σιδήρου, η [[χαλύβδωση]], το ατσάλωμα<br /><b>3.</b> [[μέταλλο]] που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη [[διαδικασία]] της στόμωσης, [[χάλυβας]]<br /><b>4.</b> σκληρή [[αιχμή]] ή [[κόψη]] που έχει συγκολληθεί σε σιδερένιο όπλο ή [[εργαλείο]]<br /><b>5.</b> χαλύβδινο [[έλασμα]] που χρησιμοποιείται σε [[επιδιόρθωση]] θύρας<br /><b>6.</b> [[κομμάτι]] από σίδηρο που εκτινάσσεται [[κατά]] τη σφυρηλάτησή του<br /><b>7.</b> οι πρώτες γραμμές σε στρατιωτική [[παράταξη]] («τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν [[ὥσπερ]] [[στόμωμα]] προτεταγμένην», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>8.</b> η [[γενναιότητα]] στη [[μάχη]]<br /><b>9.</b> <b>ως επίθ.</b> (για οίνο) [[εκλεκτός]] («[[στόμωμα]] οἶνου», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στόμωμα:''' -ατος, τό ([[στομόω]]), [[στόμιο]], [[είσοδος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''στόμωμα:''' -ατος, τό ([[στομόω]]), [[στόμιο]], [[είσοδος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στόμωμα:''' τό<b class="num">1)</b> устье, вход (Πόντου Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> закалка (σιδήρου Arst.);<br /><b class="num">3)</b> закаленное железо, сталь (ἐκ τοῦ σιδήρου τὸ σ. ποιεῖν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> подкрепление (εἰς μάχην Plut.);<br /><b class="num">5)</b> главная сила, ударная часть (πάσης τῆς δυνάμεως Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> крепость (τοῦ οἴνου Plut.).
|lstext='''στόμωμα''': τό, ([[στομόω]]) ὡς τὸ [[στόμα]] ΙΙ, Πόντου Αἰσχύλ. Πέρσ. 878. ΙΙ. ([[στομόω]] ΙΙΙ) [[σίδηρος]] ἐσκληρυμμένος [[ὥστε]] νὰ δύνηται νὰ ἀκονηθῇ καὶ ὀξυνθῇ, χαλυβδικόν στ., [[σίδηρος]] σκληρυνθείς εἰς χάλυβα, Κρατῖν. ἐν «Χείρ.» 14, πρβλ. Πλούτ. 2. 326Β· σιδήρου τὸ [[στόμωμα]], ἡ σκλήρυνσις τοῦ σιδήρου εἰς χάλυβα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, Πλούτ. 2. 625Β, πρβλ. 510F, 625C, 693Α· ὄξει διαπύρου σιδήρου στ. κατασβέσαι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 9. 2) λεπὶς στομώματος, λεπὶς ἐκτινασσομένη ἀπὸ τοῦ σφυρηλατουμένου σιδήρου Λατ. squama ferri, Διοσκ. 5. 90· [[στόμωμα]] μόνον, Πλιν. Ν. Η. 34. 25, Ὀρειβάσ., κλπ. 3) μεταφορ., ἐπὶ στρατοῦ (πρβλ. acies), στ. δυνάμεως Διόδ. 19. 30· - [[ἐντεῦθεν]], στ. εἰς μάχην ἡ [[ἀρχή]] Πλουτ. Φλαμ. 2· - [[ὡσαύτως]], στ. τοῦ οἴνου ὁ αὐτ. 2. 692D· τῆς ἀνδρείας 988D.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=στόμωμα -ατος, τό [στομόω] monding. σ. Πόντου monding van de Hellespont Aeschl. Pers. 878 ( lyr. ). hardheid (van ijzer); overdr. sterkte, kracht (van een leger).
|mdlsjtxt=[[στόμωμα]], ατος, τό, [[στομόω]]<br />a [[mouth]], [[entrance]], Aesch.
}}
}}