σκέλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "( " to "("
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "( " to "(")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skello
|Transliteration C=skello
|Beta Code=ske/llw
|Beta Code=ske/llw
|Definition=aor. 1 [[ἔσκηλα]], opt. <span class="sense"><span class="bld">A</span> σκήλειε Il. (v. infr.), ἔσκειλα Zonar.:— Pass., v. infr. ''ΙΙ'':—[[dry up]], [[parch]], μὴ μένος ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν <span class="bibl">Il.23.191</span>; cf. [[ἐνσκέλλω]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass. [[σκέλλομαι]] (κατα- <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>481</span>): fut. σκελοῦμαι Hsch.: intr. pf. Act. [[ἔσκληκα]] in pres. signf. (in compds. also with intr. aor. 2 Act. [[σκλῆναι]], cf. [[ἀποσκλῆναι]]):— to [[be parched]], [[lean]], [[dry]], <b class="b3">ἐσκληκότα καπνῷ</b> smoke-[[dried]], <span class="bibl">Choeril.4</span>, cf. <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>718</span>; χρὼς ἐσκλήκει <span class="bibl">A.R.2.201</span>; Ep. part. nom. pl. [[ἐσκληῶτες]] ib.<span class="bibl">53</span>.</span>
|Definition=aor. 1 [[ἔσκηλα]], opt.<br><span class="bld">A</span> σκήλειε Il. (v. infr.), ἔσκειλα Zonar.:—Pass., v. infr. ''ΙΙ'':—[[dry up]], [[parch]], μὴ μένος ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Il.23.191; cf. [[ἐνσκέλλω]].<br><span class="bld">II</span> Pass. [[σκέλλομαι]] (κατα- [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''481): fut. σκελοῦμαι [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: intr. pf. Act. [[ἔσκληκα]] in pres. signf. (in compds. also with intr. aor. 2 Act. [[σκλῆναι]], cf. [[ἀποσκλῆναι]]):—to [[be parched]], [[lean]], [[dry]], <b class="b3">ἐσκληκότα καπνῷ</b> smoke-[[dried]], Choeril.4, cf. Nic.''Th.''718; χρὼς ἐσκλήκει A.R.2.201; Ep. part. nom. pl. [[ἐσκληῶτες]] ib.53.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] auch [[σκελέω]], aor. ἔσκηλα, trocken, dürr machen, [[austrocknen]], dörren; μὴ [[μένος]] Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ [[χρόα]] ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν, damit nicht der Sonne Gewalt die Haut rings um die Sehnen und Glieder ausdörre, Il. 23, 191; σκήλῃ, conj. aor., Nic. Ther. 694. – Auch = mager machen und hart machen, verhärten, Sp. – Pass. σκέλλομαι, fut. σκλήσομαι, aor. ἔσκλην, σκλαίην, [[σκλῆναι]], und perf. [[ἔσκληκα]], vertrocknen, [[verdorren]], mager werden, Sp; πίνῳ δέ οἱ [[αὐαλέος]] χρὼς ἐσκλήκει, Ap. Rh. 2, 200; vgl. Nic. Th. 789; eine synkopirte Form des perf. ἐσκληῶτες findet sich Ap. Rh. 2, 53.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0891.png Seite 891]] auch [[σκελέω]], aor. ἔσκηλα, trocken, dürr machen, [[austrocknen]], dörren; μὴ [[μένος]] Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ [[χρόα]] ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν, damit nicht der Sonne Gewalt die Haut rings um die Sehnen und Glieder ausdörre, Il. 23, 191; σκήλῃ, conj. aor., Nic. Ther. 694. – Auch = mager machen und hart machen, verhärten, Sp. – Pass. σκέλλομαι, fut. σκλήσομαι, aor. ἔσκλην, σκλαίην, [[σκλῆναι]], und perf. [[ἔσκληκα]], vertrocknen, [[verdorren]], mager werden, Sp; πίνῳ δέ οἱ [[αὐαλέος]] χρὼς ἐσκλήκει, Ap. Rh. 2, 200; vgl. Nic. Th. 789; eine synkopirte Form des perf. ἐσκληῶτες findet sich Ap. Rh. 2, 53.
}}
{{ls
|lstext='''σκέλλω''': μέλλ. σκελῶ Γαλην. 6. 558· ἀόρ. α´ ἔσκηλα, εὐκτ. σκήλειε Ἰλ.· ἔσκειλα Ζωναρ. 1650.― Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΛ παράγονται καὶ τὰ ἀσκελής, περισκελής, σκελιφρός, [[ὡσαύτως]] [[σκληρός]], σκληφρός· [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Λατ. squal-eo). Ξηραίνω, [[καταξηραίνω]], στεγνώνω, μὴ [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει’ ἀμφὶ ἐπὶ [[χρόα]] ἵνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Ἰλ. Ψ. 191· πρβλ. [[ἐνσκέλλω]]. ΙΙ. Παθ., σκέλλομαι (κατα- Αἰσχύλ. Πρ. 481)· μέλλ. σκελοῦμαι Ἡσύχ.· μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. [[ἔσκληκα]] ἔχοντος σημασ. ἐνεστ.· ― (ἐν δὲ τοῖς συνθέτοις καὶ μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β´ ἐνεργ. [[σκλῆναι]]. πρβλ. *ἀπόσκλημι)· ― εἶμαι [[κατάξηρος]], [[στεγνός]], [[κάτισχνος]], ἐσκληκότα καπνῷ, ἐξηραμμένη εἰς τὸν καπνόν, Χοιρίλ. 4, πρβλ. Νικ. Θηρ. 718· χρὼς ἐσκλήκει Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 201· Ἐπικ. μετοχ. ὀνομαστ. πληθ. ἐσκληῶτες [[αὐτόθι]] 53· πρβλ. ἐν-, ἐξέσκληκα.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σκελῶ, <i>ao.</i> ἔσκηλα;<br />faire sécher, faire dessécher, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Σκελ, être desséché.
|btext=<i>f.</i> σκελῶ, <i>ao.</i> ἔσκηλα;<br />faire sécher, faire dessécher, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Σκελ, être desséché.
}}
{{elnl
|elnltext=σκέλλω, ep. aor. opt. σκήλειε, doen uitdrogen:. μὴ πρὶν μένος ἠελίοιο σκήλει (ε) … χρόα opdat niet tevoren de kracht van de zon de huid zou uitdrogen Il. 23.191.
}}
{{elru
|elrutext='''σκέλλω:''' (3 л. sing. aor. opt. [[σκήλειε]]) высушивать, иссушать (τι Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ξηραίνω]], [[καταξηραίνω]], [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]] («μὴ... [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ [[χρόα]] ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» — για να μη καταξηράνει η [[δύναμη]] του ήλιου το [[δέρμα]] [[γύρω]] από τα [[νεύρα]] και τα [[μέλη]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>σκέλλομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[κατάξηρος]], αποξηραμένος<br />β) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κάτισχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[στεγνώνω]], [[ξηραίνω]]», από την οποία προέρχονται διάφοροι τ. νεώτερων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>shallow</i> «[[ρηχός]], [[επιφανειακός]]», σουηδ. <i>skall</i> «[[λεπτός]], [[μπαγιάτικος]]», γερμ. <i>schal</i> «[[μπαγιάτικος]], [[χαλασμένος]], [[στεγνός]]», <i>hellig</i> «κουρασμένος, [[στεγνός]] από [[δίψα]]»). Οι λ. που ανήκουν στην [[οικογένεια]] του ρ. <i>σκέλλομαι</i> εμφανίζουν δύο μορφές θ.: <i>σκελε</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>σκελε</i>-<i>τός</i>) και <i>σκλη</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>σκλη</i>-<i>ρός</i>, παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>σκλη</i>-<i>κα</i>), οι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν αν υποτεθεί ως αρχική μια δισύλλαβη μακροκατάληκτη [[ρίζα]] <i>σκελη</i>-. Στην [[περίπτωση]] αυτή, το θ. <i>σκελε</i>- εμφανίζει απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας, ενώ το θ. <i>σκλη</i>- μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]]. Το ρ. <i>σκέλλομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκέλ</i>-<i>jο</i>-<i>μαι</i>) απαντά [[σπανίως]] στον ενεστ., ενώ [[συνήθως]] χρησιμοποιείται ο παρακμ. [[ἔσκληκα]], [[καθώς]] και ορισμένοι σύνθ. τ. αορ. β' σε -<i>έσκλην</i>, και αντικαταστάθηκε [[νωρίς]] από τα ρ. [[ξηραίνω]], [[αὐαίνω]]. Απαντούν, εξάλλου, ορισμένοι ανώμαλοι τ. αορ., όπως υποτ. <i>ἐνι</i>-<i>σκήλη</i> ([[αντί]] -<i>σκείλῃ</i>), ευκτ. <i>ἀποσκλαίη</i>, οι οποίοι έχουν σχηματιστεί αναλογικά πιθ. [[προς]] το <i>σφήλ</i>-<i>ειε</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]]) και [[προς]] τα <i>τεθναίη</i>, <i>σταίη</i>, αντίστοιχα. Από την [[οικογένεια]] αυτή, [[τέλος]], διατηρήθηκαν στη Νέα Ελληνική οι τ. [[σκελετός]] και [[σκληρός]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ξηραίνω]], [[καταξηραίνω]], [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]] («μὴ... [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ [[χρόα]] ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» — για να μη καταξηράνει η [[δύναμη]] του ήλιου το [[δέρμα]] [[γύρω]] από τα [[νεύρα]] και τα [[μέλη]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>σκέλλομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[κατάξηρος]], αποξηραμένος<br />β) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[κάτισχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>kel</i>- «[[στεγνώνω]], [[ξηραίνω]]», από την οποία προέρχονται διάφοροι τ. νεώτερων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>shallow</i> «[[ρηχός]], [[επιφανειακός]]», σουηδ. <i>skall</i> «[[λεπτός]], [[μπαγιάτικος]]», γερμ. <i>schal</i> «[[μπαγιάτικος]], [[χαλασμένος]], [[στεγνός]]», <i>hellig</i> «κουρασμένος, [[στεγνός]] από [[δίψα]]»). Οι λ. που ανήκουν στην [[οικογένεια]] του ρ. <i>σκέλλομαι</i> εμφανίζουν δύο μορφές θ.: <i>σκελε</i>- ([[πρβλ]]. [[σκελετός]]) και <i>σκλη</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>σκλη</i>-<i>ρός</i>, παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>σκλη</i>-<i>κα</i>), οι οποίες μπορούν να ερμηνευθούν αν υποτεθεί ως αρχική μια δισύλλαβη μακροκατάληκτη [[ρίζα]] <i>σκελη</i>-. Στην [[περίπτωση]] αυτή, το θ. <i>σκελε</i>- εμφανίζει απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας, ενώ το θ. <i>σκλη</i>- μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]]. Το ρ. <i>σκέλλομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκέλ</i>-<i>jο</i>-<i>μαι</i>) απαντά [[σπανίως]] στον ενεστ., ενώ [[συνήθως]] χρησιμοποιείται ο παρακμ. [[ἔσκληκα]], [[καθώς]] και ορισμένοι σύνθ. τ. αορ. β' σε -<i>έσκλην</i>, και αντικαταστάθηκε [[νωρίς]] από τα ρ. [[ξηραίνω]], [[αὐαίνω]]. Απαντούν, εξάλλου, ορισμένοι ανώμαλοι τ. αορ., όπως υποτ. <i>ἐνι</i>-<i>σκήλη</i> ([[αντί]] -<i>σκείλῃ</i>), ευκτ. <i>ἀποσκλαίη</i>, οι οποίοι έχουν σχηματιστεί αναλογικά πιθ. [[προς]] το <i>σφήλ</i>-<i>ειε</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]]) και [[προς]] τα <i>τεθναίη</i>, <i>σταίη</i>, αντίστοιχα. Από την [[οικογένεια]] αυτή, [[τέλος]], διατηρήθηκαν στη Νέα Ελληνική οι τ. [[σκελετός]] και [[σκληρός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκέλλω:''' μέλ. <i>σκελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔσκηλα</i>, γʹ ενικ. ευκτ. <i>σκήλειε</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ξηραίνω]], [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]], αφυδατώνω, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>σκέλλομαι</i>, με αμτβ. Ενεργ. παρακ. [[ἔσκληκα]], είμαι αφυδατωμένος, απισχνασμένος, [[στεγνός]], [[ξερός]], μαραμένος, βλ. [[κατασκέλλομαι]].
|lsmtext='''σκέλλω:''' μέλ. <i>σκελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔσκηλα</i>, γʹ ενικ. ευκτ. <i>σκήλειε</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ξηραίνω]], [[αποξηραίνω]], [[στεγνώνω]], αφυδατώνω, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>σκέλλομαι</i>, με αμτβ. Ενεργ. παρακ. [[ἔσκληκα]], είμαι αφυδατωμένος, απισχνασμένος, [[στεγνός]], [[ξερός]], μαραμένος, βλ. [[κατασκέλλομαι]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκέλλω:''' (3 л. sing. aor. opt. [[σκήλειε]]) высушивать, иссушать (τι Hom.).
|lstext='''σκέλλω''': μέλλ. σκελῶ Γαλην. 6. 558· ἀόρ. α´ ἔσκηλα, εὐκτ. σκήλειε Ἰλ.· ἔσκειλα Ζωναρ. 1650.― Παθητ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΛ παράγονται καὶ τὰ ἀσκελής, περισκελής, σκελιφρός, [[ὡσαύτως]] [[σκληρός]], σκληφρός· [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Λατ. squal-eo). Ξηραίνω, [[καταξηραίνω]], στεγνώνω, μὴ [[μένος]] ἠελίοιο σκήλει’ ἀμφὶ ἐπὶ [[χρόα]] ἵνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Ἰλ. Ψ. 191· πρβλ. [[ἐνσκέλλω]]. ΙΙ. Παθ., σκέλλομαι (κατα- Αἰσχύλ. Πρ. 481)· μέλλ. σκελοῦμαι Ἡσύχ.· μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. [[ἔσκληκα]] ἔχοντος σημασ. ἐνεστ.· ― (ἐν δὲ τοῖς συνθέτοις καὶ μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β´ ἐνεργ. [[σκλῆναι]]. πρβλ. *ἀπόσκλημι)· ― εἶμαι [[κατάξηρος]], [[στεγνός]], [[κάτισχνος]], ἐσκληκότα καπνῷ, ἐξηραμμένη εἰς τὸν καπνόν, Χοιρίλ. 4, πρβλ. Νικ. Θηρ. 718· χρὼς ἐσκλήκει Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 201· Ἐπικ. μετοχ. ὀνομαστ. πληθ. ἐσκληῶτες [[αὐτόθι]] 53· πρβλ. ἐν-, ἐξέσκληκα.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=σκέλλω, ep. aor. opt. σκήλειε, doen uitdrogen:. μὴ πρὶν μένος ἠελίοιο σκήλει ( ε ) … χρόα opdat niet tevoren de kracht van de zon de huid zou uitdrogen Il. 23.191.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to dry, dry up, make dry, [[parch]], Il.<br /><b class="num">II.</b> Pass., σκέλλομαι, with intr. perf. act. [[ἔσκληκα]], to be [[parched]], [[lean]], dry, v. [[κατασκέλλομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mantoulidis
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to dry, dry up, make dry, [[parch]], Il.<br /><b class="num">II.</b> Pass., σκέλλομαι, with intr. perf. act. [[ἔσκληκα]], to be [[parched]], [[lean]], dry, v. [[κατασκέλλομαι]].
|mantxt=(=[[ξεραίνω]], [[στεγνώνω]]). Θέμα σκελ + j + ω → [[σκέλλω]]. Μέ μετάθεση σκελ → σκλε → σκλη.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἀσκελής]] (=κουρασμένος ἀπό τίς ταλαιπωρίες), [[περισκελής]] (=[[σκληρός]], [[ἰσχυρογνώμων]]), [[σκελετός]], [[σκελιφρός]] (=[[ξερός]], [[ἀδύνατος]]), [[σκληρός]], [[σκληφρός]] (=[[κοκκαλιάρης]]).
}}
}}