3,258,369
edits
m (Text replacement - "( " to "(") |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=statos | |Transliteration C=statos | ||
|Beta Code=stato/s | |Beta Code=stato/s | ||
|Definition= | |Definition=στατή, στατόν, ([[ἵστημι]])<br><span class="bld">A</span> [[placed]], [[standing]], <b class="b3">σ. ἵππος</b> a [[stalled]] horse, Il.6.506; <b class="b3">σ. ὕδωρ</b> [[standing]] water, S.''Ph.''716 (lyr.); <b class="b3">στατοῖς λίκνοισι</b> [[set up]] as votive offerings, Id.''Fr.''844; <b class="b3">λίθος σ.</b> [[set up]], AP9.806.<br><span class="bld">2</span> of winecoolers, bowls, etc., perhaps [[intended to stand]], i.e. not to be lifted, ψυκτηρίσκον τε στατὸν χωροῦντα χοᾶ καὶ μικρῷ πλέον καὶ.. ''PCair.Zen.'' 38.8, cf. 44.32 (iii B.C.); ψυκτήριον στατόν ''Inscr.Délos'' 320 ''B'' 70 (iii B.C.); <b class="b3">στατοὺς δύο ψυκτῆρας</b> prob. cj. in Diox.5: as [[substantive]], [[στατός]], ὁ, [[large bowl]], σ. καὶ κάδος ''Inscr.Délos'' 448 ''B'' 15 (ii B.C.), cf. ''IG''11(2).126.12 (Delos, iii B.C.), ''Inscr.Délos'' 320 ''B'' 72 (iii B.C.), 442 ''B'' 93,156 (ii B.C.), ''IG''7.3498.12,51 (Orop.); <b class="b3">στάτος· σκάφη, ἄλλοι δὲ τὰς πέντε μνᾶς</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">3</span> στατός (''[[sc.]]'' [[χιτών]]), = [[ὀρθοστάδιον]] or <b class="b3">στάδιος χιτών</b> (cf. [[στάδιος]] 1.3), Duris 70 J., Arr.''Epict.''2.16.9; <b class="b3">σ. θώραξ</b>, = [[στάδιος]], Sch. Ar.''Pax''1227.<br><span class="bld">4</span> <b class="b3">σ. αὐτόματα</b> [[standing]], forming tableaux, with restricted movements, opp. [[ὑπάγοντα]], Hero ''Aut.''1.7, 20.1.<br><span class="bld">II</span> [[Στατοί]], οἱ, officials at Sparta, ''IG''5(1).145.2 (iii B.C.); compared with the [[Ἀγαθοεργοί]], ''AB''305; [[στατῶν]] is cj. for [[ἀστῶν]] in [[Herodotus|Hdt.]]1.67.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">σ. ἱερεῖς</b>, at Rhodes, [[permanently appointed]] priests, ''SIG''725a (i B.C.), cf. ''IG''12(1).786.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] adj. verb. von [[ἵστημι]], gestellt, stehend; [[ἵππος]], das im Stalle stehende, Stallroß, Il. 5, 506. 15, 263; στατὸν ἐς [[ὕδωρ]], das stehende Wasser, Soph. Phil. 708; [[χιτών]], = [[ὀρθοσταδίας]], Plut. Alc. 37 u. A.; – οἱ στατοί, eine Obrigkeit, = ἀγαθοεργοί, Hesych. u. B. A. 305. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0930.png Seite 930]] adj. verb. von [[ἵστημι]], gestellt, stehend; [[ἵππος]], das im Stalle stehende, Stallroß, Il. 5, 506. 15, 263; στατὸν ἐς [[ὕδωρ]], das stehende Wasser, Soph. Phil. 708; [[χιτών]], = [[ὀρθοσταδίας]], Plut. Alc. 37 u. A.; – οἱ στατοί, eine Obrigkeit, = ἀγαθοεργοί, Hesych. u. B. A. 305. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> stationnaire : στατὸς [[ἵππος]] IL cheval qui reste à l'écurie ; στατὸν [[ὕδωρ]] SOPH eau stagnante;<br /><b>2</b> [[qui se tient raide]] : στατὸς [[χιτών]] PLUT <i>ou subst.</i> ὁ [[στατός]] tunique qui tombe droite jusqu'à terre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἵστημι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στατός -ή -όν [ἵστημι] geplaatst, (stil)staand:. σ. ἵππος een op stal gezet paard Il. 6.506; στατὸν... ὕδωρ stilstaand water Soph. Ph. 716. subst. ὁ στατός (''[[sc.]]'' χιτών) lange chiton. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στᾰτός:''' [adj. verb. к [[ἵστημι]]<br /><b class="num">1</b> [[застоявшийся]] ([[ἵππος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[стоячий]], [[неподвижный]] ([[ὕδωρ]] Soph.);<br /><b class="num">3</b> [[поставленный прямо]], [[возвышающийся]] ([[λίθος]] Anth.);<br /><b class="num">4</b> [[спускающийся до земли]], [[длиннополый]], [[длинный]] ([[χιτών]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[ἵστημι]], τοποθετημένος, στατὸς [[ἵππος]], ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐν τῷ στάβλῳ μένων ἀργὸς καὶ τρεφόμενος, Ἰλ. Ζ. 506, Ο. 263· στατὸν [[ὕδωρ]], στάσιμον [[ὕδωρ]], Σοφ. Φιλ. 716· στατοῖς λίκνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 724· στ. [[λίθος]], ἐστημένος, ἱδρυμένος, [[ὄρθιος]], Ἀνθ. Π. 9. 806· - στατὸς χιτὼν = ὀρθοσταδίας ἢ [[στάδιος]] χιτὼν (ἴδε [[στάδιος]] Ι. 3), Πλουτ. Ἀλκιβ. 32· καὶ μόνον στατὸς ([[ἄνευ]] τοῦ [[χιτών]]), Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 9· στ. θώραξ = [[στάδιος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1227. ΙΙ. οἱ στατοί, = ἀγαθοεργοί, Α. Β. 305, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. | |lstext='''στᾰτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[ἵστημι]], τοποθετημένος, στατὸς [[ἵππος]], ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐν τῷ στάβλῳ μένων ἀργὸς καὶ τρεφόμενος, Ἰλ. Ζ. 506, Ο. 263· στατὸν [[ὕδωρ]], στάσιμον [[ὕδωρ]], Σοφ. Φιλ. 716· στατοῖς λίκνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 724· στ. [[λίθος]], ἐστημένος, ἱδρυμένος, [[ὄρθιος]], Ἀνθ. Π. 9. 806· - στατὸς χιτὼν = ὀρθοσταδίας ἢ [[στάδιος]] χιτὼν (ἴδε [[στάδιος]] Ι. 3), Πλουτ. Ἀλκιβ. 32· καὶ μόνον στατὸς ([[ἄνευ]] τοῦ [[χιτών]]), Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 9· στ. θώραξ = [[στάδιος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1227. ΙΙ. οἱ στατοί, = ἀγαθοεργοί, Α. Β. 305, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο [[σημείο]], που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν [[ὕδωρ]]» — [[στάσιμο]] [[νερό]], <b>Σοφ.</b><br />β. «στατὸς [[ἵππος]]» — [[ίππος]] που έχει μείνει για μακρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[μέσα]] στον στάβλο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αφιερωμένος, ανατεθειμένος (α. «στατὸν [[λίκνον]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «στατὸς [[λίθος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που έχει επίπεδη [[βάση]] ώστε να στέκεται όρθιος [[χωρίς]] [[στήριγμα]] (α. «[[ψυκτήριον]] στατόν», <b>επιγρ.</b><br />β. «ψυκτηρίσκον στατόν», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[στατός]]<br />[[αγγείο]] με επίπεδη [[βάση]], ώστε να στέκεται όρθιο («στατὸς καὶ [[κάδος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ στατοί</i><br />[[ονομασία]] αρχόντων της Σπάρτης, οι αγαθοεργοί<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «στατὸς [[θώραξ]]» — [[αλύγιστος]] [[θώρακας]] (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «στατὸς [[χιτών]]» — [[χιτώνας]] [[χυτός]], [[χωρίς]] πτυχώσεις <b>(Δουρ.)</b><br />γ) «στατοὶ | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο [[σημείο]], που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν [[ὕδωρ]]» — [[στάσιμο]] [[νερό]], <b>Σοφ.</b><br />β. «στατὸς [[ἵππος]]» — [[ίππος]] που έχει μείνει για μακρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[μέσα]] στον στάβλο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αφιερωμένος, ανατεθειμένος (α. «στατὸν [[λίκνον]]», <b>Σοφ.</b><br />β. «στατὸς [[λίθος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[αγγείο]]) αυτός που έχει επίπεδη [[βάση]] ώστε να στέκεται όρθιος [[χωρίς]] [[στήριγμα]] (α. «[[ψυκτήριον]] στατόν», <b>επιγρ.</b><br />β. «ψυκτηρίσκον στατόν», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[στατός]]<br />[[αγγείο]] με επίπεδη [[βάση]], ώστε να στέκεται όρθιο («στατὸς καὶ [[κάδος]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ στατοί</i><br />[[ονομασία]] αρχόντων της Σπάρτης, οι αγαθοεργοί<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «στατὸς [[θώραξ]]» — [[αλύγιστος]] [[θώρακας]] (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «στατὸς [[χιτών]]» — [[χιτώνας]] [[χυτός]], [[χωρίς]] πτυχώσεις <b>(Δουρ.)</b><br />γ) «στατοὶ ἱερεῖς» — μόνιμοι ιερείς της Ρόδου <b>επιγρ.</b><br />δ) «στατὰ αὐτόματα» — στημένες αυτόματες συσκευές με τρόπο που να κάνουν ορισμένες κινήσεις (Ήρων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i> του [[ἵστημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>. Το ρηματικό επίθ. αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>sthi</i>-<i>ta</i> και λατ. <i>stă</i>-<i>tus</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἵστημι]], αυτός που είναι τοποθετημένος ή [[στημένος]], που μένει [[ακίνητος]], στατὸς [[ἵππος]], [[άλογο]] που παραμένει επί [[πολύ]] κλεισμένο στο στάβλο, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· στατὸς [[χιτών]], [[ποδήρης]] [[χιτώνας]], αυτός που φτάνει [[μέχρι]] τα πόδια, σε Πλούτ. | |lsmtext='''στᾰτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἵστημι]], αυτός που είναι τοποθετημένος ή [[στημένος]], που μένει [[ακίνητος]], στατὸς [[ἵππος]], [[άλογο]] που παραμένει επί [[πολύ]] κλεισμένο στο στάβλο, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· στατὸς [[χιτών]], [[ποδήρης]] [[χιτώνας]], αυτός που φτάνει [[μέχρι]] τα πόδια, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''στατός''': {statós}<br />'''Meaning''': ‘(still) | |ftr='''στατός''': {statós}<br />'''Meaning''': ‘(still)stehend', vom Pferd (''Z'' 506 = ''O'' 263), vom Wasser (S. ''Ph''. 716 [lyr.]) u.a.; hell. von Gefäßen [[zum Stehen bestimmt]], [[geeignet]] (Delos, Pap.); subst. m. στάτος [[Gefäß]] (Delos, Oropos, H.), mit στάτιον n. ib. (Delos II<sup>a</sup>).<br />'''Derivative''': Davon [[στατικός]] (semantisch an [[στάσις]] angeschlossen) [[zum Wägen gehörig]] ([[τέχνη]]; Pl.), [[stillstehend]] (Arist.), [[stillend]] (hell. u. sp.); -ίζω, -ίζομαι ‘stehen, (fest)stellen’ (S., E. u. a.).<br />'''Etymology''': Altes Verbaladj. zu einem idg. Verb für [[stehen]]; s. [[ἵστημι]].<br />'''Page''' 2,778 | ||
}} | }} |