σίγμα: Difference between revisions

183 bytes removed ,  13 October 2024
m
Text replacement - " )" to ")"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - " )" to ")")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sigma
|Transliteration C=sigma
|Beta Code=si/gma
|Beta Code=si/gma
|Definition=or σῖγμα, the letter <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sigma]], v. [[Σς]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> a <abbr title="Illegible text in print source"></abbr> <b class="b2">shaped portico, Princeton Exp.Inscr</b>. III A No.<span class="bibl">560</span> (v A.D.), <span class="title">JHS</span>28.195 (Aspendus, written [[σῖμμα]]). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Lat. [[sigma]], [[crescent-shaped dining-table]], Mart. 10.48.6, etc.</span>
|Definition=or [[σῖγμα]], the letter<br><span class="bld">A</span> [[sigma]], v. [[Σς]].<br><span class="bld">II</span> a † [[shaped portico]], [[Princeton Exp.Inscr]]. III A No.560 (v A.D.), ''JHS''28.195 (Aspendus, written [[σῖμμα]]).<br><span class="bld">2</span> Lat. [[sigma]], [[crescent-shaped dining-table]], Mart. 10.48.6, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σίγμα en σῖγμα, τό [σίζω?] indecl., sigma (zie Σ, σ ), achttiende letter van het alfabet; als schildteken. Xen. Hell. 4.4.10.
|elnltext=σίγμα en σῖγμα, τό [σίζω?] indecl., sigma (zie Σ, σ), achttiende letter van het alfabet; als schildteken. Xen. Hell. 4.4.10.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α<br /><b>άκλ.</b> το δέκατο όγδοο [[γράμμα]] του ελληνικού αλφαβήτου («[[κάμηλος]] κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... [[σίγμα]]», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) υπομονάδα της βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην [[αναγνώριση]] και [[επιλογή]] τών σημείων έναρξης για τη [[μεταγραφή]], [[καθώς]] και στην [[ανάπτυξη]] της διπλής [[έλικας]] της μήτρας του DNΑ<br />β) [[κάθε]] σκελετική [[βελόνη]] τών σπόγγων σε [[σχήμα]] S ή C<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δεσμός]] [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] ομοιοπολικού χημικού δεσμού που χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] ενός μοριακού τροχιακού [[σίγμα]] [[μεταξύ]] τών ατόμων τα οποία συμμετέχουν σε αυτόν<br />β) «μοριακό τροχιακό [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] μοριακού τροχιακού, όπου η μέγιστη [[επικάλυψη]] τών ατομικών τροχιακών, από τα οποία προέκυψε, έχει πραγματοποιηθεί [[κατά]] την [[ευθεία]] που συνδέει τους πυρήνες τών ατόμων τους<br />γ) «[[παράγοντας]] [[σίγμα]]»<br /><b>βιολ.</b> πρωτεΐνη του βακτηριακού είδους Escherichia coli, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο για την [[πρόσδεση]] της πολυμεράσης RNΑ στα [[κατάλληλα]] [[σημεία]] του DNΑ, ώστε να αρχίσει η [[σύνθεση]] του RNΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Σίγμα</i><br />α) πολυτελές [[οικοδόμημα]] στον περίβολο τών βασιλικών παλατιών στην Κωνσταντινούπολη που ανεγέρθηκε από τον Θεόφιλο και το οποίο πήρε αυτήν την [[ονομασία]] από το ημικυκλικό [[σχήμα]] του<br />β) [[ονομασία]] δύο συνοικιών στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]] από την ύπαρξη σιγμοειδών στοών σε αυτές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] που έχει [[σχήμα]] ημικυκλίου, [[δηλαδή]] όμοιο με το αρχαιότερο [[σχήμα]] του γράμματος [[αυτού]] <span class="dic_color">, όπως λ.χ. η [[στοά]], η [[ορχήστρα]] θεάτρου, η νέα [[σελήνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[Ρώμη]]) [[κλίνη]] ή [[ανάκλιντρο]] με ημικυκλικό [[σχήμα]], το οποίο χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τους αυτοκρατορικούς χρόνους [[αντί]] για το [[τρικλίνιο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σίγματα</i><br />τα σήματα που είχαν οι Σικυώνιοι, κάτοικοι περιοχής της Πελοποννήσου, στις ασπίδες τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μολονότι πρόκειται για [[ονομασία]] γράμματος του αλφαβήτου, το [[σίγμα]] δεν φαίνεται να [[είναι]] σημιτικό [[δάνειο]], αν και η δωρ. του [[ονομασία]] <i>σάν</i> προέρχεται από το εβρ. <i>šin</i>. Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι έχει σχηματιστεί από [[σίζω]] «[[σφυρίζω]], [[παράγω]] συριστικό ήχο» (<b>πρβλ.</b> [[σιγμός]])].
|mltxt=το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῖμμα Α<br /><b>άκλ.</b> το δέκατο όγδοο [[γράμμα]] του ελληνικού αλφαβήτου («[[κάμηλος]] κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... [[σίγμα]]», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) υπομονάδα της βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην [[αναγνώριση]] και [[επιλογή]] τών σημείων έναρξης για τη [[μεταγραφή]], [[καθώς]] και στην [[ανάπτυξη]] της διπλής [[έλικας]] της μήτρας του DNΑ<br />β) [[κάθε]] σκελετική [[βελόνη]] τών σπόγγων σε [[σχήμα]] S ή C<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δεσμός]] [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] ομοιοπολικού χημικού δεσμού που χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] ενός μοριακού τροχιακού [[σίγμα]] [[μεταξύ]] τών ατόμων τα οποία συμμετέχουν σε αυτόν<br />β) «μοριακό τροχιακό [[σίγμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[είδος]] μοριακού τροχιακού, όπου η μέγιστη [[επικάλυψη]] τών ατομικών τροχιακών, από τα οποία προέκυψε, έχει πραγματοποιηθεί [[κατά]] την [[ευθεία]] που συνδέει τους πυρήνες τών ατόμων τους<br />γ) «[[παράγοντας]] [[σίγμα]]»<br /><b>βιολ.</b> πρωτεΐνη του βακτηριακού είδους Escherichia coli, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο για την [[πρόσδεση]] της πολυμεράσης RNΑ στα [[κατάλληλα]] [[σημεία]] του DNΑ, ώστε να αρχίσει η [[σύνθεση]] του RNΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Σίγμα</i><br />α) πολυτελές [[οικοδόμημα]] στον περίβολο τών βασιλικών παλατιών στην Κωνσταντινούπολη που ανεγέρθηκε από τον Θεόφιλο και το οποίο πήρε αυτήν την [[ονομασία]] από το ημικυκλικό [[σχήμα]] του<br />β) [[ονομασία]] δύο συνοικιών στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]] από την ύπαρξη σιγμοειδών στοών σε αυτές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] που έχει [[σχήμα]] ημικυκλίου, [[δηλαδή]] όμοιο με το αρχαιότερο [[σχήμα]] του γράμματος [[αυτού]] <span class="dic_color">, όπως λ.χ. η [[στοά]], η [[ορχήστρα]] θεάτρου, η νέα [[σελήνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[Ρώμη]]) [[κλίνη]] ή [[ανάκλιντρο]] με ημικυκλικό [[σχήμα]], το οποίο χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τους αυτοκρατορικούς χρόνους [[αντί]] για το [[τρικλίνιο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σίγματα</i><br />τα σήματα που είχαν οι Σικυώνιοι, κάτοικοι περιοχής της Πελοποννήσου, στις ασπίδες τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μολονότι πρόκειται για [[ονομασία]] γράμματος του αλφαβήτου, το [[σίγμα]] δεν φαίνεται να [[είναι]] σημιτικό [[δάνειο]], αν και η δωρ. του [[ονομασία]] <i>σάν</i> προέρχεται από το εβρ. <i>šin</i>. Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι έχει σχηματιστεί από [[σίζω]] «[[σφυρίζω]], [[παράγω]] συριστικό ήχο» (<b>πρβλ.</b> [[σιγμός]])].
}}
}}
{{ls
{{ls