3,274,216
edits
(Bailly1_3) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kommotikos | |Transliteration C=kommotikos | ||
|Beta Code=kommwtiko/s | |Beta Code=kommwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κομμωτική, κομμωτικόν, of or for [[embellishment]], ἄσκησις Luc.''Am.''9; ποικιλία Them.''Or.''24.303c; τίνι διαφέρει τοῦ κ. τὸ κοσμητικὸν τῆς ἰατρικῆς μέρος Gal.12.434, cf. ''UP''1.9: ἡ [[κομμωτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of embellishment]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 463b, Phld.''Rh.''2.183 S.: metaph., of style, κόσμος τις ἐπικείμενος ἔξωθεν κ. Hermog.''Id.''1.12, cf. 9, Them.''Or.''24.303c. Adv. [[κομμωτικῶς]], [[ἔχειν]] Sch.Ar.''Pl.''1064. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1479.png Seite 1479]] zum Putzen, Schmücken, Schminken gehörig; ἡ κομμωτική, sc. [[τέχνη]], die Kunst sich zu putzen, Plat. Gorg. 465 b u. Sp.; immer mit tadelnder Nebenbedeutung, auch bei Rhett., κομμωτικὸν [[κάλλος]] τοῦ λόγου. – Auch adv., κομμωτικῶς καὶ [[ἐψιμυθισμένως]] ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1479.png Seite 1479]] zum Putzen, Schmücken, Schminken gehörig; ἡ κομμωτική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Kunst sich zu putzen, Plat. Gorg. 465 b u. Sp.; immer mit tadelnder Nebenbedeutung, auch bei Rhett., κομμωτικὸν [[κάλλος]] τοῦ λόγου. – Auch adv., κομμωτικῶς καὶ [[ἐψιμυθισμένως]] ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne la parure]] ; ἡ κομμωτική ([[τέχνη]]) l'art de parer avec recherche, de farder, de pomponner;<br /><b>2</b> orné, prétentieux (style).<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κομμωτικός -ή -όν [κομμωτής] verfraaiings-; subst. ἡ κομμωτική (''[[sc.]]'' τέχνη) opsierkunst. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κομμωτικός:''' [[служащий для украшения]], [[украшающий]] ([[ἄσκησις]] Luc.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κομμωτικός]] -ή, -όν) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιποίηση]] και στον καλλωπισμό της [[κόμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το θηλ. ως ουσ.) <i>η κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του κομμωτή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ύφος) αυτός που έχει [[καλλιέπεια]] («οὐ μεῖον ταῖς ἐννοίαις [[ἡδύς]], ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει [[κομμωτικός]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομμωτικῶς</i> (Α)<br />με καλλωπισμό. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κομμωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον καλλωπισμό· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του καλλωπισμού, σε Πλάτ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομμωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλλώπισιν, ἄσκησις Λουκ. Ἔρωτες 9· τὸ κ. τῆς ἰατρικῆς [[μέρος]] Γαλην.· ― ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καλλύνειν ἢ καλλωπίζειν, Πλάτ. Γοργ. 463Β, 465Β. ― μεταφ. ἐπὶ ὕφους, Ἑρμογ., κτλ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1063. | |lstext='''κομμωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλλώπισιν, ἄσκησις Λουκ. Ἔρωτες 9· τὸ κ. τῆς ἰατρικῆς [[μέρος]] Γαλην.· ― ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καλλύνειν ἢ καλλωπίζειν, Πλάτ. Γοργ. 463Β, 465Β. ― μεταφ. ἐπὶ ὕφους, Ἑρμογ., κτλ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1063. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[κομμωτικός]], ή, όν<br />of or for [[embellishment]]:— ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ, the art of [[embellishment]], Plat. | ||
}} | }} |