3,273,006
edits
(13_7_1) |
m (Text replacement - " )" to ")") |
||
(53 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keravnos | |Transliteration C=keravnos | ||
|Beta Code=kerauno/s | |Beta Code=kerauno/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[thunderbolt]], νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κ. Od.23.330; <b class="b3">βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒκ</b>. 14.305; Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12.416; esp. as weapon of [[Zeus]], Hes. ''Th.''854, etc.; forged by the Cyclopes, ib.141; τὸν κ. τοῦ Διός [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1538; καταιβάτης [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''361; [[πυρωπός]] ib.668; ὁ πυρφόρος κ. Id.''Th.''445; κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα Id.''Pr.''922; κ. ἀργής [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1747 (anap.); [[πτερόεις]] ib.576; κεραυνοῦ βέλος A.''Th.''453 (lyr.), S.''Tr.''1088; ὁ κ. λάμπων πυρί Ar.''Nu.''395; κ., πτεροφόρον Διὸς βέλος Id.''Av.''1714; <b class="b3">κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς</b>... X.''HG''4.7.7, Plu.''Lyc.''31: pl., [[κεραυνοί]] = [[thunderbolt]]s, Hes.''Th.''690, [[Herodotus|Hdt.]]8.37, Epicur.''Ep.''2p.46U.; <b class="b3">ποῦ ποτε κεραυνοὶ Διός</b>; S.''El.''823 (lyr.), cf. Ar.''Pl.''125; τὰ τῶν κ. πτώματα Pl.''Ti.''80c; defined as <b class="b3">ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς</b>, i.e. [[thunder]] and [[lightning]], Zeno Stoic.1.34.<br><span class="bld">II</span> metaph., <b class="b3">κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν</b>, of [[Pericles]], ''Com.Adesp.''10; [[τύπτειν]] κεραυνός a [[thunderbolt]] for [[striking]], Antiph.195.4; [[Κεραυνός]], as a name of great soldiers, Plu.''Arist.''6.<br><span class="bld">III</span> title of [[Zeus]], ''IG'' 5(2).288 (Mantinea, v B.C.), ''Rev.Arch.''40.388 (Emesa). (Perh. cf. [[κεραΐζω]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] ό, der Donnerkeil, Donner mit Blitz verbunden, der krachend einschlägt (also [[βροντή]] und [[στεροπή]] vereint), der treffende Blitzstrahl; νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Od. 23, 330; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν 14, 305; Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12, 416; hier wie bei Hes. u. Folgdn die gewöhnliche Waffe des Zeus, die nach Hes. Th. 141 von den Kyklopen geschmiedet wurde; neben [[βροντή]] Il. 21, 198; neben [[στεροπή]] Hes. Th. 699; [[αἴθων]], [[παμβίας]], Pind. P. 3, 58 N. 9, 24; αἰχματάς P. 1, 5; κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Aesch. Prom. 372; [[πυρφόρος]] Spt. 472; κεραυνοῦ [[βέλος]] 435, öfter, wie die anderen Tragg.; in Prosa, τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Plat. Tim. 80 c; πίπτει κεραυνὸς εἰς τὸ [[στρατόπεδον]] Xen. Hell. 4, 7, 7; κατασκήπτει εἴς τι Plut. Lyc. 31. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1423.png Seite 1423]] ό, der Donnerkeil, Donner mit Blitz verbunden, der krachend einschlägt (also [[βροντή]] und [[στεροπή]] vereint), der treffende Blitzstrahl; νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Od. 23, 330; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν 14, 305; Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12, 416; hier wie bei Hes. u. Folgdn die gewöhnliche Waffe des Zeus, die nach Hes. Th. 141 von den Kyklopen geschmiedet wurde; neben [[βροντή]] Il. 21, 198; neben [[στεροπή]] Hes. Th. 699; [[αἴθων]], [[παμβίας]], Pind. P. 3, 58 N. 9, 24; αἰχματάς P. 1, 5; κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Aesch. Prom. 372; [[πυρφόρος]] Spt. 472; κεραυνοῦ [[βέλος]] 435, öfter, wie die anderen Tragg.; in Prosa, τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Plat. Tim. 80 c; πίπτει κεραυνὸς εἰς τὸ [[στρατόπεδον]] Xen. Hell. 4, 7, 7; κατασκήπτει εἴς τι Plut. Lyc. 31. – Übertr., Antiphan. bei Ath. VI, 238 e, wie Antp. Thess. 68 (VII, 692) ὁ παμμάχων [[κεραυνός]], wie auch ein Ptolemäus genannt wird, nach Paus. 1, 16 διὰ τὸ τολμῆσαι [[πρόχειρον]], vgl. auch 10, 19; δεινὸν κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν λεγόντων Plut. Pericl. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />foudre ; οἱ κεραυνοί éclats de la foudre, les foudres.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. ; apparenté à [[κεραΐζω]] -- Babiniotis cf. <i>skr.</i> śrná-ti « frapper ». | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεραυνός, -οῦ, ὀ [~ κεραϊζω] bliksem, bliksemschicht; overdr.: κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν bliksem op zijn tong hebben (= vuur spuwen) Plut. Per. 8.4. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεραυνός:''' ὁ [[громовой удар]], [[гром]] (преимущ. одновременный со вспышкой молнии), тж. молния (πληγεὶς κεραυνῷ Hom.; [[καταιβάτης]], πυρῶπός, [[πυρφόρος]] Aesch.; κ. τοῦ [[Διός]], [[ἀργής]], [[πτερόεις]] Arph.): κεραυνοί Hes., Her., κεραυνοῦ βολαί Aesch., κεραυνῶν πτώματα Plat. или πτώσεις Arph. удары грома или молнии; κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν Plut. метать молнии языком. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[thunderbolt]], [[lightning]]. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[κεραυνός]] (ός, -οῦ, -ῷ, -όν.) [[thunderbolt]], [[weapon]] of [[Zeus]]. ἀποθανοῖσα βρόμῳ κεραυνοῦ Σεμέλα (O. 2.26) καὶ πυρπάλαμον [[βέλος]] ὀρσικτύπου [[Διός]], ἐν ἅπαντι [[κράτει]] αἴθωνα κεραυνὸν ἀραρότα (O. 10.) 83. καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις (P. 1.5) [[αἴθων]] δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν [[μόρον]] (P. 3.58) Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν (P. 6.24) δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος (P. 8.17) ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ [[Ζεύς|Ζεὺς]] τὰν βαθύστερνον χθόνα (N. 9.24) [[Ζεύς|Ζεὺς]] δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν (N. 10.71) ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον [[ἄλλο]] [[βέλος]] διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου (I. 8.34) “χθόνα [[τοί]] ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον” ''[[sc.]]'' [[Zeus]] and [[Poseidon]] Πα.… [[ἀλλά]] μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν (Pae. 8.73) ἐν δ ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων [[πῦρ]] κεκίνη[ται Δ. 2. 1. [[πῦρ]] πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ [[ἄγχιστα]] (''[[sc.]]'' ἡμένη. i. e. Athene) fr. 146. [[test]]., Quint., Inst., 8. 6. 71; Herculis impetum adversus Meropas — non igni nec ventis nec mari sed fulmini dicit similem fuisse. quod testimonium ad fr. 33a. trahendum esse vid. Lobel. fr. 33a = fr. 50 Schr. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεραυνός]])<br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> ισχυρότατη ηλεκτρική [[εκκένωση]] που δημιουργείται στα κατώτερα τμήματα ορισμένων νεφών, όπου υπάρχουν θετικά ηλεκτρικά φορτία, και στο [[έδαφος]], που φέρει αρνητικό ηλεκτρισμό (α. «καήκανε [[πέντε]] πρόβατα από τον κεραυνό» β. «ὃς δέδοικε [[Διός]] μεγάλοιο κεραυνόν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἔκ μέν τοῦ οὐρανοῦ κεραυνοί αὐτοῖσι ἐνέπιπτον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> τιμητική [[προσωνυμία]] στρατηγών ή στρατηλατών διάσημων για την κεραυνοβόλα [[δράση]] τους («Πολιορκηταὶ καὶ Κεραυνοὶ και Νικάτορες... ἔχαιρον προσαγορευόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδηση]] που προκαλεί [[κατάπληξη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κεραυνός]] εν [[αιθρία]]» — ξαφνικό, απροσδόκητο [[γεγονός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για αισθήματα) [[φλόγα]], [[πόθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για τον Περικλή) ο [[δεινός]] στην [[ομιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από θεματικό μεταπλασμό ενός παλαιότερου ουδετέρου σε -<i>ρ</i> / -<i>ν</i>, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>υν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>Fαρ</i> ([[πρβλ]]. [[ἐλαύνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>υν</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>Fαρ</i>). Ο υποτιθέμενος τ. <i>κερα</i>-<i>Fαρ</i> θα [[πρέπει]] με τη [[σειρά]] του να προήλθε από κάποιο αθέματο ρ. με σημ. «[[καταστρέφω]]», κοινής προελεύσεως με το [[κεραΐζω]], από το οποίο τελικά εκτοπίστηκε.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεραύνιος]], [[κεραυνίτης]], [[κεραυνώ]](-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραύνειος]], [[κεραυνία]], [[κεραυνίας]], [[κεραύνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κεραυνόβλητος]], [[κεραυνοβόληση]] ([[κεραυνοβόλησις]]), [[κεραυνοβολία]], [[κεραυνοβόλος]], [[κεραυνοβολώ]], [[κεραυνόπληκτος]], [[κεραυνοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραυνεγχής]], [[κεραυνοβλής]], [[κεραυνοβόλιον]], [[κεραυνόβολος]], [[κεραυνοβρόντης]], [[κεραυνοκλόνος]], [[κεραυνομάχης]], [[κεραυνοπλήξ]], [[κεραύνοπλος]], [[κεραυνοποιός]], [[κεραυνοσκοπείον]], [[κεραυνοσκοπία]], [[κεραυνούχος]], [[κεραυνοφαής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεραυνοβολέα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεραυνοβόλημα]], [[κεραυνοπληξία]]. (Β΄ συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ακέραυνος]], [[αρχικέραυνος]], [[αρχικέραυνος]], [[βροντησικέραυνος]], [[εγχεικέραυνος]], [[τερπικέραυνος]], [[υψικέραυνος]], [[χαλκοκέραυνος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κεραυνός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κεραυνός]], [[αστροπελέκι]], Λατ. [[fulmen]], σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, [[κεραυνός]]· [[αλλά]] ο [[κεραυνός]] αρχικά ήταν [[βροντή]], Λατ. [[tonitru]]· η [[αστραπή]] ήταν [[στεροπή]], Λατ. [[fulgur]].<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., <i>κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν</i>, λέγεται για τον Περικλή, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κεραυνός''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀστροπελέκι», Λατ. fulmen, νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Ὀδ. Ψ. 330· βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνὸν Ξ. 305· Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ Μ. 416· ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]], τὸ [[ὅπλον]] τοῦ [[Διός]], πρβλ. Ἡσ. Θ. 690, 854· χαλκευθεὶς ὑπὸ τῶν Κυκλώπων, κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θ. 141· τὸν κ. τοῦ Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1538· [[καταιβάτης]] Αἰσχύλ. Πρ. 359· πυρωπὸς [[αὐτόθι]] 668· ὁ [[πυρφόρος]] κ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 445· κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 922· κ. ἀργὴς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1747· [[πτερόεις]] [[αὐτόθι]] 576· [[βέλος]] κεραυνοῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 453, Σοφ. Τρ. 1088· ὁ κ. λάμπων πυρὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 395· κ., πτεροφόρον Διὸς [[βέλος]] ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1714· κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 7, κτλ.· πληθ. κεραυνοὶ Ἡρόδ. 8. 37· ποῖ ποτε κεραυνοὶ [[Διός]]; Σοφ. Ἠλ. 823, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 125· τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Πλάτ. Τίμ. 80C. ― Ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν χρήσει [[καθόλου]] ἐπὶ βροντῆς καὶ ἀστραπῆς ὡς συνήθως παρ’ Ἄγγλοις ἡ [[λέξις]] thunder. ― ἀλλὰ κυριολεκτικῶς ἐπὶ τοῦ κρότου ἦν ἐν χρήσει ἡ λ. [[βροντή]], Λατ. tonitru, ἐπὶ δὲ τῆς λάμψεως ἡ [[λέξις]] [[ἀστεροπή]], [[στεροπή]], Λατ. fulgur, Ἰλ. Φ. 198, Ἡσ. Θ. 699, πρβλ. Ἐρμάνν. Πονημάτ. 4. σ. 268. II. μεταφορ., κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν, ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Πλουτ. Περικλ. 8· τύπτειν [[κεραυνός]], ἐν τῷ τύπτειν [[κεραυνός]] εἰμι, Ἀντιφάνης ἐν «Προγόνοις» 1. 4· Κεραυνός, ὡς [[ὄνομα]] μεγάλων στρατιωτικῶν, Πλουτ. Ἀριστείδ. 6. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[thunderbolt]], [[lightning]] (Il.).<br />Compounds: Compp., e. g. <b class="b3">τερπι-κέραυνος</b> (s. v.), <b class="b3">ἐγχει-κέραυνος</b> [[who has the thunderbolt as spear]] (Pi.; after <b class="b3">ἐγχει-βρόμος</b> [[who thunders with the spear]]), also <b class="b3">κεραυνο-εγχής</b> <b class="b2">id.</b> (B.).<br />Derivatives: [[κεραύνιος]] [[belonging to the thunderbolt]], also [[struck by a th.]], [[hurling the th.]] (trag.), also [[κεραυναῖος]] (AP 7, 49; Steph. <b class="b3">-ειος</b>); [[κεραύνιον]] name of a mushroom [[Tuber aestivum]] (Thphr., Gal.), as protecting against the th. or arisen from a th.; thus [[κεραυνία]] = <b class="b3">ἀείζῳον μικρόν</b> (Ps.-Dsc.), cf. Strömberg Pflanzennamen 79f.; also name of a stone like [[κεραυνίας]], <b class="b3">-νίτης</b> (PHolm., Clem.; Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 55). Denomin. verb [[κεραυνόομαι]], <b class="b3">-όω</b> <b class="b2">be struck by a th.</b>, resp. <b class="b2">slay with a th.</b> (Hes.); [[κεραύνωσις]] [[thunderstroke]] (Str., Plu.).<br />Origin: IE [Indo-European] [578] <b class="b2">*ḱerh₂-</b> [[shatter]], [[smash]]<br />Etymology: Thematic transformation of an [[r-n-]]noun <b class="b3">*κερα-Ϝαρ</b>, <b class="b3">κερα-υν-</b> [[shattering]] from a lost verb [[shatter]], which was supplanted by [[κεραΐζω]] (s. v.); on the formation s. [[ἐλαύνω]] and Schwyzer 521. - (Not here Skt. [[śáru-]] [[arrow]] and Germ., e. g. Goth. [[haírus]] [[sword]] (Bq). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[κεραυνός]], οῦ,<br /><b class="num">I.</b> a [[thunderbolt]], Lat. [[fulmen]], Hom., etc.: [[generally]], [[thunder]]:—but [[thunder]] [[properly]] was [[βροντή]], Lat. [[tonitru]]; [[lightning]] was [[στεροπή]], Lat. [[fulgur]].<br /><b class="num">II.</b> metaph., κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν, of [[Pericles]], Plut. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''κεραυνός''': {keraunós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Donnerkeil]], [[Wetterstrahl]], [[Blitz]] (seit Il.).<br />'''Composita''': Kompp., z. B. [[τερπικέραυνος]] (s. [[τέρπομαι]]), [[ἐγχεικέραυνος]] [[der den Donnerkeil als Speer hat]] (Pi.; nach [[ἐγχειβρόμος]] [[der mit dem Speer donnert]]), auch κεραυνοεγχής ib. (B.).<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[κεραύνιος]] [[zum Donnerkeil gehörig]], auch ‘vom D. getroffen, den D. schleudernd' (Trag. usw.), auch κεραυναῖος (''AP'' 7, 49; Steph. -ειος); [[κεραύνιον]] N. eines Pilzes [[Tuber aestivum]] (Thphr., Gal.), weil angeblich gegen den Blitz schützend oder aus dem Donnerschlag entstanden; ebenso [[κεραυνία]] = ἀείζῳον μικρόν (Ps.-Dsk.), vgl. Strömberg Pflanzennamen 79f.; letzteres auch N. eines Steins wie [[κεραυνίας]], -νίτης (''PHolm''., Clem. u. a.; Redard Les noms grecs en -της 55). Denominatives Verb κεραυνόομαι, -όω [[vom Blitz getroffen werden]], bzw. [[mit dem Blitz erschlagen]] (seit Hes.); davon [[κεραύνωσις]] [[Donnerschlag]] (Str., Plu.).<br />'''Etymology''': Thematische Umbildung eines ''r''-''n''-Nomens *κεραϝαρ, κεραυν- [[Zerschmetterung]] von einem verschollenen Verb [[zerschmettern]], das von [[κεραΐζω]] (s. d.) verdrängt wurde; zur Bildung s. [[ἐλαύνω]] und Schwyzer 521 m. Lit. — Aind. ''śáru''- [[Pfeil]] und germ., z. B. got. ''haírus'' [[Schwert]] (Bq) gehören nicht hierher, s. WP. 1, 410f.<br />'''Page''' 1,828 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀστροπελέκι]]). Πρωτότυπη λέξη. Ἴσως σχετίζεται μέ τή ρίζα. Keraϝ + πρβλ. [[κεραΐζω]] (=[[καταστρέφω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> κεραυνῶ, [[κεραύνωσις]], κατακεραύνωσις, [[κεραύνιος]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[thunderbolt]]=== | |||
Arabic: صَاعِقَة; Bulgarian: мълния, гръмотевица; Chinese Mandarin: 霹靂/霹雳, 迅雷; Chuvash: ҫиҫӗм; Dutch: [[bliksemstraal]], [[donderstraal]], [[donderslag]]; Finnish: salamanisku, ukkosenjyrähdys, salama; French: [[coup de tonnerre]]; Friulian: folc, saete, sfulmin; Galician: lóstrego; German: [[Donnerkeil]], [[Blitzstrahl]], [[Blitz mit Donnerschlag]]; Greek: [[κεραυνός]], [[αστραπή]]; Ancient Greek: [[κεραυνός]], [[σκηπτός]]; Hungarian: villámcsapás; Istriot: sàita; Italian: [[fulmine]], [[folgore]], [[saetta]], [[lampo]]; Japanese: 雷, 落雷; Korean: 벼락; Latin: [[fulmen]]; Low German: Blitzsteen; Malayalam: മിന്നൽപ്പിണർ, ദംഭോളി, അശനി, ഇടിവാൾ; Maori: epa; Norman: foudre; Ottoman Turkish: یلدرم, صاعقه; Persian: رعد و برق, صاعقه, آذرخش; Polish: piorun; Portuguese: [[raio]]; Romanian: fulger; Russian: [[удар молнии]], [[перун]]; Sanskrit: अशनि, कुलिश, वज्र; Spanish: [[rayo]]; Swedish: vigg, tordön, åskknall; Tajik: соиқа; Telugu: పిడుగు; Thai: สายฟ้า; Turkish: yıldırım; Venetian: sita, saéta; Welsh: taranau, taranfollt | |||
}} | }} |