ψυχαγωγός: Difference between revisions

m
Text replacement - "( " to "("
(47c)
m (Text replacement - "( " to "(")
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psychagogos
|Transliteration C=psychagogos
|Beta Code=yuxagwgo/s
|Beta Code=yuxagwgo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">leading departed souls to the nether world</b>, epith. of Hermes, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">conjuring up the dead</b> to question them, ψ. γόοι <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>687</span>:—Subst., <b class="b2">necromancer</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>1128</span>, Plu.2.560f; Ψ., οἱ, name of a play by Aeschylus. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">kidnapper</b>, Alexandrian word acc. to <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.127</span> B.</span>
|Definition=ψυχαγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[guider of souls]] (into [[Hades]]), [[leading departed souls to the nether world]], [[epithet]] of [[Hermes]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> one who calls forth [[soul]]s, [[conjuring up the dead]] to question them, ψ. γόοι A.Pers.687:—Subst., [[psychagogue]], [[necromancer]], E.Alc.1128, Plu.2.560f; [[Ψυχαγωγοί]], οἱ = Psychagogoi, Necromancers, Ghost-raisers, name of a [[play]] by [[Aeschylus]].<br><span class="bld">III</span> [[kidnapper]], [[baby-snatcher]], Alexandrian word acc. to Phryn.PSp.127 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] 1) abgeschiedene Seelen leitend, führend, bes. Beiwort des Hermes, der sie in die Unterwelt hinabführt, wie [[ψυχοπομπός]] u. [[νεκροπομπός]]. – Aber auch die abgeschiedenen Seelen durch Opfer und Bannformeln heraufbeschwörend, Geister beschwörend, ψυχαγωγοῖς ὀρθιάζοντες γόοις Aesch. Pers. 673; auch sie durch Opfer u. vgl. besänftigend, versöhnend, Eur. Alc. 1128. – 2) die Seelen der Lebenden lenkend, an sich ziehend, gewinnend, einnehmend, erfreuend, unterhaltend, auch tröstend, und im schlimmen Sinne, täuschend, Sp. oft. – 3) Seelenverkäuferei treibend, ὁ ψυχαγ., der Seelenverkäufer, wie [[ἀνδραποδιστής]], der Kinder raubt, um sie zu verkaufen. bei den Alexandrinern, Phryn. u. B. A. 73.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1402.png Seite 1402]] 1) abgeschiedene Seelen leitend, führend, bes. Beiwort des Hermes, der sie in die Unterwelt hinabführt, wie [[ψυχοπομπός]] u. [[νεκροπομπός]]. – Aber auch die abgeschiedenen Seelen durch Opfer und Bannformeln heraufbeschwörend, Geister beschwörend, ψυχαγωγοῖς ὀρθιάζοντες γόοις Aesch. Pers. 673; auch sie durch Opfer u. vgl. besänftigend, versöhnend, Eur. Alc. 1128. – 2) die Seelen der Lebenden lenkend, an sich ziehend, gewinnend, einnehmend, erfreuend, unterhaltend, auch tröstend, und im schlimmen Sinne, täuschend, Sp. oft. – 3) Seelenverkäuferei treibend, ὁ ψυχαγ., der Seelenverkäufer, wie [[ἀνδραποδιστής]], der Kinder raubt, um sie zu verkaufen. bei den Alexandrinern, Phryn. u. B. A. 73.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui ramène les ombres des Enfers]];<br /><b>2</b> [[qui évoque les ombres]].<br />'''Étymologie:''' [[ψυχή]], [[ἄγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψυχαγωγός -όν &#91;[[ψυχή]], [[ἄγω]]] de ziel (van de gestorvene) begeleidend ([[epithet]] van Hermes). geesten oproepend:. ψυχαγωγοὶ γόοι weeklachten die de geest oproepen Aeschl. Pers. 687.
}}
{{elru
|elrutext='''ψῡχᾰγωγός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[психагог]], [[чародей]], [[вызывающий души из царства теней]] Eur., Plut.<br />вызывающий души усопших (γόοι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῡχᾰγωγός''': -όν, ὁ ὁδηγῶν τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, ὡς τὸ [[ψυχοπομπός]], Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀνακαλῶν τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν διὰ μαγικῶν μέσων καὶ ἐρωτῶν αὐτάς, ὁ προκαλῶν τοὺς νεκροὺς εἰς ἐμφάνισιν, ψ. γόοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 687· ὡς οὐσιαστ., νεκρομάντις, Εὐρ. Ἄλκ. 1128, πρβλ. Πλούτ. 2. 560 F· οἱ ψ., [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλου. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[μάλιστα]] Ἀλεξανδρ, ὁ ἐμπορευόμενος τὰς ψυχὰς [[ἤτοι]] ζωὰς τῶν ἀνθρώπων, [[σωματέμπορος]], Κλήμ. Ἀλεξ. 340, Ἀν. Βεκ. 73.
|lstext='''ψῡχᾰγωγός''': -όν, ὁ ὁδηγῶν τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, ὡς τὸ [[ψυχοπομπός]], Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ ἀνακαλῶν τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν διὰ μαγικῶν μέσων καὶ ἐρωτῶν αὐτάς, ὁ προκαλῶν τοὺς νεκροὺς εἰς ἐμφάνισιν, ψ. γόοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 687· ὡς οὐσιαστ., νεκρομάντις, Εὐρ. Ἄλκ. 1128, πρβλ. Πλούτ. 2. 560 F· οἱ ψ., [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλου. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[μάλιστα]] Ἀλεξανδρ, ὁ ἐμπορευόμενος τὰς ψυχὰς [[ἤτοι]] ζωὰς τῶν ἀνθρώπων, [[σωματέμπορος]], Κλήμ. Ἀλεξ. 340, Ἀν. Βεκ. 73.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui ramène les ombres des Enfers;<br /><b>2</b> qui évoque les ombres.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχή]], [[ἄγω]].
|mltxt=ο / [[ψυχαγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />(ως [[προσωνυμία]] του Ερμού) αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών [[νεκρών]] στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη, [[ψυχοπομπός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θελκτικός]], [[ελκυστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών [[νεκρών]] από τον Άδη με θυσίες και εξορκισμούς<br /><b>2.</b> αυτός που εξαπατά με απατηλές υποσχέσεις [[κυρίως]] μικρά [[παιδιά]], προκειμένου στη [[συνέχεια]] να τά πουλήσει για δούλους<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ψυχαγωγός]]<br />α) [[μάντης]] που ανακαλεί με θυσίες, εξορκισμούς και άλλα μαγικά [[μέσα]] τις ψυχές τών [[νεκρών]], ο [[νεκρομάντης]]<br />β) αυτός που προσελκύει και εξαπατά τους ζωντανούς<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) (<i>oἱ</i>) <i>Ψυχαγωγοί</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i> «[[οδηγώ]]»), [[πρβλ]]. [[δημαγωγός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψῡχᾰγωγός:''' -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Κάτω Κόσμο, λέγεται για τον Ερμή·<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανακαλεί τις ψυχές των [[νεκρών]], αυτός που ανακαλεί τους νεκρούς, που προκαλεί την εμφάνισή τους, σε Αισχύλ.· ως ουσ., ο [[νεκρομάντης]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψῡχ-ᾰγωγός, όν<br /><b class="num">I.</b> [[leading]] souls to the [[nether]] [[world]], of [[Hermes]].<br /><b class="num">II.</b> evoking souls to [[question]] them, evoking the [[dead]], Aesch.:—as [[substantive]] a [[necromancer]], psychagogue, Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[one who conjures up the dead]], [[summoning the dead]]
}}
}}
{{grml
{{trml
|mltxt=ο / [[ψυχαγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />(ως [[προσωνυμία]] του Ερμού) αυτός που οδηγεί τις ψυχές τών [[νεκρών]] στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη, [[ψυχοπομπός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θελκτικός]], [[ελκυστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών [[νεκρών]] από τον Άδη με θυσίες και εξορκισμούς<br /><b>2.</b> αυτός που εξαπατά με απατηλές υποσχέσεις [[κυρίως]] μικρά [[παιδιά]], προκειμένου στη [[συνέχεια]] να τά πουλήσει για δούλους<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ψυχαγωγός]]<br />α) [[μάντης]] που ανακαλεί με θυσίες, εξορκισμούς και άλλα μαγικά [[μέσα]] τις ψυχές τών [[νεκρών]], ο [[νεκρομάντης]]<br />β) αυτός που προσελκύει και εξαπατά τους ζωντανούς<br /><b>4.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) (<i>oἱ</i>) <i>Ψυχαγωγοί</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i> «[[οδηγώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]]].
|trtx=Aramaic Jewish Babylonian: אוֹבָא‎; Catalan: nigromàntic, nigromant; Chinese Mandarin: 死灵法师; Czech: nekromant; Dutch: dodenbezweerder; Finnish: nekromantikko; French: nécromancien, nécromancier, nécromant; Galician: nigromante; German: [[Totenbeschwörer]], [[Totenbeschwörerin]], [[Nekromant]], [[Nekromantin]]; Greek: [[νεκρομάντης]]; Ancient Greek: [[νεκρόμαντις]]; Hebrew: מעלה באוב‎; Icelandic: andasæringamaður, uppvakningamaður; Italian: negromante; Japanese: 黒魔術師, ネクロマンサー; Latin: [[nigromans]]; Macedonian: некромант; Polish: nekromanta; Portuguese: necromante; Russian: некрома́нт, некрома́нтка; Slovene: nekromancer, nekromant; Spanish: [[necromante]], nigromante; Swedish: nekromant
}}
}}