πλήττω: Difference between revisions

m
Text replacement - " )" to ")"
(3b)
m (Text replacement - " )" to ")")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πέπηγα]] is used as [[pass]]. in [[late]] writers] [the Root is !πλαγ, or !πληγ]<br /><b class="num">I.</b> to [[strike]], [[smite]], Hom.; of a [[direct]] [[blow]], as opp. to [[βάλλω]], Hom., etc.:—c. acc. dupl. pers. et partis, τὸν πλῆξε αὐχένα struck him on the [[neck]], Il.; πὺξ [[πεπληγέμεν]], of boxers, Il.:—c. acc. cogn., πλῆξ' αὐτοσχεδίην (''[[sc.]]'' πληγήν) Il.; πεπληγὼς πληγῆισιν having driven him with blows, Il.; [[πέπληγον]] χορὸν ποσίν, like Lat. terram pede pulsare, Od.; ἵππους ἐς πόλεμον [[πεπληγέμεν]] to [[whip]] on the horses to the [[fray]], Il.; of [[Zeus]], to [[strike]] with [[lightning]], Hes.:—Mid., μηρὼ πληξάμενος having smitten his thighs, Il.; πλήξασθαι τὴν κεφαλήν, in [[sign]] of [[grief]], Hdt.:—Pass. to be struck, [[stricken]], smitten, Hom., Trag.<br /><b class="num">2.</b> with acc. of the [[thing]] set in [[motion]], κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων struck the [[dust]] up to [[heaven]], Il.<br /><b class="num">3.</b> Pass. to [[receive]] a [[heavy]] [[blow]], to be [[beaten]], Hdt., Thuc.:— to be [[stricken]] by [[misfortune]], Hdt.; στρατὸν τοσοῦτον πέπληγμαι, i. e. I [[have]] [[lost]] it by [[this]] [[blow]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> metaph. of [[violent]] emotions, to [[strike]] one from one's senses, [[amaze]], [[confound]], Hom.:—Pass., συμφορῆι πέπληγμαι Hdt., etc.; δώροισι πληγείς moved by bribes, Hdt.
}}
{{elnl
|elnltext=[[πλήττω]], Ion. [[πλήσσω]] [~ πληγή] praes. vormen v. praes. stam bij Hom. en klass. Att. alleen in composita; aor. ἔπληξα en med. ἐπληξάμην in Att. alleen in composita; ep. πλῆξα, Dor. πλᾶξα, ep. redupl. 3 plur. ἐπέπληγον en πέπληγον, med. ep. redupl. 3 sing. πεπλήγετο, 3 plur. πεπλήγοντο, pass. ἐπλήγην zelden ἐπλήχθην en ἐπλᾰ́γην, Dor. ptc. aor. pass. πλᾱγείς; perf. πέπληγα later πέπληχα, ptc. [[πεπληγώς]] (bij latere auteurs ook pass.) en πεπλήγων Il. 2.264, med.-pass. πέπληγμαι ptc. [[πεπληγμένος]] Dor. [[πεπλαγμένος]] Aeschl. Sept. 896; plqperf. act. ep. ἐπέπληγον (zie aor.), med.-pass. ἐπεπλήγμην; fut. πλήξω, pass. πληγήσομαι en πλᾰγήσομαι; fut. perf. πεπλήξομαι slaan, treffen act. met acc. [[slaan]], [[raken]], [[treffen]]:; ἱστὸς... πλῆξε κυβερνήτεω κεφαλήν de mast trof het hoofd van de stuurman Od. 12.412; μή τις ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πληξῃ opdat niet iemand mij raakt met zijn stevige hand Od. 18.57; met acc. v. pers. en acc. v. betrekking; τὸν δ’ ἄορι πλῆξ’ αὐχένα hem trof hij met zijn zwaard in zijn nek Il. 11.240; abs..; ἄνδρε δύω... κελεύομεν... πὺξ πεπληγέμεν wij verzoeken twee mannen op de vuist te vechten Il. 23.660; pass..; πληγέντε κεραυνῷ getroffen door de bliksem (van Hera en Athena) Il. 8.455; ook overdr., vooral in perf..; ἱμέρῳ πεπληγμένας door verlangen getroffen Aeschl. Ag. 544; πληγεῖσα νόσοις getroffen door ziekten Soph. Ant. 819; συμφορῇ door het lot Hdt. 1.14.1; met acc. v. h. inw. obj..; πέπληγμαι καιρίαν πληγήν ik heb een doodklap gekregen Aeschl. Ag. 1343; met acc. v. betrekking; στρατὸν τοσοῦτον πέπληγμαι in zo’n groot leger ben ik geraakt (d.w.z. zo’n groot leger heb ik verloren) Aeschl. Pers. 1015; met dat. van plaats die geraakt wordt; δόμοισι καὶ σώμασιν πεπλαγμένους getroffen in hun huis en lichaam Aeschl. Sept. 896 (tekst onzeker); ook med. zich slaan: met acc. v. betrekking. πεπλήγετο μηρώ hij sloeg zich op de dijen Il. 12.162; ἐπλήξατο τὴν κεφαλήν hij sloeg zich op het hoofd Hdt. 3.14.7. wegslaan:. αὐτὸν... πεπλήγων ἀγορῆθεν na hem... van de vergaderplaats te hebben geranseld Il. 2.264; ἵππους ἐς πόλεμον πεπληγέμεν de paarden de strijd injagen Il. 16.728; κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων de paardenhoeven sloegen een stofwolk de hemel in Il. 5.504. later, perf. πέπληγα geslagen, geraakt, getroffen zijn:. οὐκ ἐκίνει πεπληγότας πολλάκις hij bracht hen niet in beweging hoewel ze vaak getroffen waren Plut. Luc. 31.3; οὐδὲ πολυκρότοις ἀστραγάλοις πέπληγε νῶτα en onze ruggen zijn niet geraakt door zwepen met luidrammelende botjes Luc. 69.115.
}}
{{grml
|mltxt=[[πλήττω]] και [[πλήσσω]] ΝΜΑ<br />[[καταφέρω]] [[πλήγμα]], [[χτυπώ]] κάποιον με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>2.</b> καταλαμβάνομαι από [[ανία]], [[αισθάνομαι]] [[πλήξη]], [[βαριέμαι]]<br /><b>3.</b> στενοχωριέμαι, [[μελαγχολώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[πληγώνω]] ψυχικώς («τὸν έπληξε [[μεγάλη]] [[συμφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Δία) [[χτυπώ]], [[προσβάλλω]] με κεραυνό<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]] («κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων» — [[σκόνη]] σήκωναν στον αέρα τα πόδια τών αλόγων, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[νόμισμα]]) [[χαράζω]], [[κόβω]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[επιφέρω]] [[ζάλη]], βαράω στο [[κεφάλι]]<br /><b>5.</b> (για σεισμό) [[διασείω]], [[κουνώ]], [[συγκλονίζω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ξαφνικές ή ζωηρές συγκινήσεις) [[στερώ]] από κάποιον το [[λογικό]] του, [[φέρνω]] σε [[παραφροσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>πλήττομαι</i> και <i>πλήσσομαι</i><br />α) [[ηττώμαι]], νικιέμαι<br />β) προσβάλλομαι από [[δυστυχία]], [[δυστυχώ]]<br />γ) προσβάλλομαι από [[αρρώστια]], [[αρρωσταίνω]]<br />δ) καταλαμβάνομαι από δυνατό [[συναίσθημα]], ὁπως λ.χ. από πόθο, από έρωτα<br />ε) δωροδοκούμαι, δελεάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-/<i>pl</i><i>ā</i>-<i>g</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ple</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) «[[χτυπώ]]», η οποία απαντά και με άηχη ουρανική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- και με ηχηρή -<i>γ</i>- (για την [[εναλλαγή]] αυτή <b>πρβλ.</b> [[πήγνυμι]]). Ο ενεστ. [[πλήσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-<i>jo</i>) έχει σχηματιστεί από θ. με [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- και μπορεί να συνδεθεί με αντίστοιχο σλαβ. ρ. με σημ. «[[μεμψιμοιρώ]], [[γογγύζω]]», δηλ. «[[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[λύπη]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>plačo se</i>) [[καθώς]] και με λιθουαν. <i>plokis</i> «[[χτύπημα]]». Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας με ηχηρό ουρανικό –<i>γ</i>- ανάγονται οι τ.: [[πληγή]] / <i>πλᾱγᾱ</i>, μέλλ. <i>πληγ</i>-<i>ήσομαι</i>, παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πληγ</i>-<i>μαι</i>, ενώ τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>plă</i>- / <i>ple</i><sub>2</sub>-<i>g</i> εμφανίζουν ο παθ. μέλλ. και ο αόρ. β' <i>πλᾰγ</i>-<i>ήσομαι</i>, <i>ἐ</i>-<i>πλᾰγ</i>-<i>ην</i> και το [[ρήμα]] [[πλάζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλᾰ</i>-<i>γ</i>-<i>γ</i>-<i>jο</i>). Η [[ρίζα]] του ρ. [[πλήσσω]] (<i>ple</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τη [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i> / <i>pe</i><i>ә</i><sub>2</sub>- / <i>pl</i><i>ā</i>- «[[ευρύς]], [[απλώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[πλάξ]], [[πλάγιος]] <b>κ.λπ.</b>), αν θεωρηθεί ότι η σημ. «[[απλώνω]]» μπορεί να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «[[χτυπώ]] [[κάτι]] ώστε να απλωθεί, να γίνει πλατύ». Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με το [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ανήκουν και τα νεώτερα: γερμ. <i>plagen</i> «[[βασανίζω]]», <i>fluchen</i> «[[καταριέμαι]]», γαλλ. <i>se plaindre</i> «[[οικτίρω]], [[θρηνώ]]», αγγλ. <i>plague</i> «[[βασανίζω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[πλάζω]]). Στη Νέα Ελληνική το ρ. [[πλήττω]] χρησιμοποιήθηκε, [[επίσης]], με σημ. «[[αισθάνομαι]] [[ανία]], [[βαριέμαι]]» (<b>πρβλ.</b> [[πληκτικός]], [[πλήξη]]) ακολουθώντας ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] με αυτήν του συνώνυμου ρ. [[βαρώ]] (<b>πρβλ.</b> [[βαριέμαι]], [[βαρετός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πληγή]], [[πλήγμα]], [[πληκτικός]], [[πλήκτρο]](<i>ν</i>), [[πλήξη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πληγμός]], [[πληκτήρ]], [[πλήκτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εκπλήσσω]](-<i>ττω</i>), [[επιπλήττω]], [[καταπλήσσω]](-<i>ττω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεκπλήσσω]], <i>αντικαταπλήσσω</i>, [[αντιπλήσσω]], <i>αποπλήττω</i>, [[διαπλήσσω]], <i>εμπλήττω</i>, <i>παραπλήττω</i>, [[προεκπλήσσω]], [[προεπιπλήσσω]], [[προκαταπλήσσω]], [[προπλήσσω]], [[προσεπιπλήττω]], [[προσκαταπλήσσω]], <i>προσπλήττω</i>, <i>συνεκπλήττω</i>, [[υπερεκπλήσσω]], <i>υποπλήττω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεπιπλήττω]]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[πλήσσω]].
|btext=<i>att. c.</i> [[πλήσσω]].
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=και [[πλήσσω]] ΝΜΑ<br />[[καταφέρω]] [[πλήγμα]], [[χτυπώ]] κάποιον με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>2.</b> καταλαμβάνομαι από [[ανία]], [[αισθάνομαι]] [[πλήξη]], [[βαριέμαι]]<br /><b>3.</b> στενοχωριέμαι, [[μελαγχολώ]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[πληγώνω]] ψυχικώς («τὸν έπληξε [[μεγάλη]] [[συμφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Δία) [[χτυπώ]], [[προσβάλλω]] με κεραυνό<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]] («κονίσαλον ἐς οὐρανὸν ἐπέπληγον πόδες ἵππων» — [[σκόνη]] σήκωναν στον αέρα τα πόδια τών αλόγων, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[νόμισμα]]) [[χαράζω]], [[κόβω]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[επιφέρω]] [[ζάλη]], βαράω στο [[κεφάλι]]<br /><b>5.</b> (για σεισμό) [[διασείω]], [[κουνώ]], [[συγκλονίζω]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ξαφνικές ή ζωηρές συγκινήσεις) [[στερώ]] από κάποιον το [[λογικό]] του, [[φέρνω]] σε [[παραφροσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>πλήττομαι</i> και <i>πλήσσομαι</i><br />α) [[ηττώμαι]], νικιέμαι<br />β) προσβάλλομαι από [[δυστυχία]], [[δυστυχώ]]<br />γ) προσβάλλομαι από [[αρρώστια]], [[αρρωσταίνω]]<br />δ) καταλαμβάνομαι από δυνατό [[συναίσθημα]], ὁπως λ.χ. από πόθο, από έρωτα<br />ε) δωροδοκούμαι, δελεάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-/<i>pl</i><i>ā</i>-<i>g</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ple</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) «[[χτυπώ]]», η οποία απαντά και με άηχη ουρανική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- και με ηχηρή -<i>γ</i>- (για την [[εναλλαγή]] αυτή <b>πρβλ.</b> [[πήγνυμι]]). Ο ενεστ. [[πλήσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ā</i>-<i>k</i>-<i>jo</i>) έχει σχηματιστεί από θ. με [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- και μπορεί να συνδεθεί με αντίστοιχο σλαβ. ρ. με σημ. «[[μεμψιμοιρώ]], [[γογγύζω]]», δηλ. «[[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[λύπη]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>plačo se</i>) [[καθώς]] και με λιθουαν. <i>plokis</i> «[[χτύπημα]]». Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας με ηχηρό ουρανικό –<i>γ</i>- ανάγονται οι τ.: [[πληγή]] / <i>πλᾱγᾱ</i>, μέλλ. <i>πληγ</i>-<i>ήσομαι</i>, παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πληγ</i>-<i>μαι</i>, ενώ τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>plă</i>- / <i>ple</i><sub>2</sub>-<i>g</i> εμφανίζουν ο παθ. μέλλ. και ο αόρ. β' <i>πλᾰγ</i>-<i>ήσομαι</i>, <i>ἐ</i>-<i>πλᾰγ</i>-<i>ην</i> και το [[ρήμα]] [[πλάζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλᾰ</i>-<i>γ</i>-<i>γ</i>-<i>jο</i>). Η [[ρίζα]] του ρ. [[πλήσσω]] (<i>ple</i><i>ә</i><sub>2</sub>-) θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τη [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i> / <i>pe</i><i>ә</i><sub>2</sub>- / <i>pl</i><i>ā</i>- «[[ευρύς]], [[απλώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[πλάξ]], [[πλάγιος]] <b>κ.λπ.</b>), αν θεωρηθεί ότι η σημ. «[[απλώνω]]» μπορεί να έχει προέλθει από μια αρχική σημ. «[[χτυπώ]] [[κάτι]] ώστε να απλωθεί, να γίνει πλατύ». Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με το [[πλήσσω]] / [[πλήττω]] ανήκουν και τα νεώτερα: γερμ. <i>plagen</i> «[[βασανίζω]]», <i>fluchen</i> «[[καταριέμαι]]», γαλλ. <i>se plaindre</i> «[[οικτίρω]], [[θρηνώ]]», αγγλ. <i>plague</i> «[[βασανίζω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[πλάζω]]). Στη Νέα Ελληνική το ρ. [[πλήττω]] χρησιμοποιήθηκε, [[επίσης]], με σημ. «[[αισθάνομαι]] [[ανία]], [[βαριέμαι]]» (<b>πρβλ.</b> [[πληκτικός]], [[πλήξη]]) ακολουθώντας ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] με αυτήν του συνώνυμου ρ. [[βαρώ]] (<b>πρβλ.</b> [[βαριέμαι]], [[βαρετός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πληγή]], [[πλήγμα]], [[πληκτικός]], [[πλήκτρο]](<i>ν</i>), [[πλήξη]](-<i>ις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πληγμός]], [[πληκτήρ]], [[πλήκτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[εκπλήσσω]](-<i>ττω</i>), [[επιπλήττω]], [[καταπλήσσω]](-<i>ττω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντεκπλήσσω]], <i>αντικαταπλήσσω</i>, [[αντιπλήσσω]], <i>αποπλήττω</i>, [[διαπλήσσω]], <i>εμπλήττω</i>, <i>παραπλήττω</i>, [[προεκπλήσσω]], [[προεπιπλήσσω]], [[προκαταπλήσσω]], [[προπλήσσω]], [[προσεπιπλήττω]], [[προσκαταπλήσσω]], <i>προσπλήττω</i>, <i>συνεκπλήττω</i>, [[υπερεκπλήσσω]], <i>υποπλήττω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντεπιπλήττω]]].
|ptext=att. = [[πλήσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλήττω:''' атт. = [[πλήσσω]].
|elrutext='''πλήττω:''' атт. = [[πλήσσω]].
}}
}}