σιδήρωσις: Difference between revisions

m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδήρωσις''': -εως, ἡ, [[ἐργασία]] σιδήρου, σιδηροῦν [[κατασκεύασμα]], τὸ σιδηρώνειν, Βίτωνος Μηχαν. 107.
|lstext='''σῐδήρωσις''': -εως, ἡ, [[ἐργασία]] σιδήρου, σιδηροῦν [[κατασκεύασμα]], τὸ σιδηρώνειν, Βίτωνος Μηχαν. 107.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[σιδήρωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[σιδηρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πόρτες ή παράθυρα) [[τοποθέτηση]] και [[συναρμογή]] σιδερένιων εξαρτημάτων και, γενικά, η [[κάλυψη]] της επιφάνειας κατασκευής ή αντικειμένου με σίδηρο<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[εναπόθεση]] σιδήρου στο εσωτερικό τών κυττάρων ή [[διείσδυση]] στους ιστούς σιδηρούχων ενώσεων καθολική, ενδογενούς προελεύσεως, ή τοπική, εξωγενούς προελεύσεως<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σιδήρωση]] τών πνευμόνων»<br /><b>ιατρ.</b> [[καλοήθης]] [[πνευμονοκονίαση]] οφειλόμενη σε συνεχή ή συχνή [[εισπνοή]] σκόνης που περιέχει σωματίδια σιδήρου<br /><b>μσν.</b><br />[[φυλάκιση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(γενικά) [[κατασκευή]] στην οποία χρησιμοποιείται [[σίδηρος]], σιδηρά [[κατασκευή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ειδικά) σιδερένιο [[σκεύος]] ή [[εργαλείο]], [[σιδήρωμα]].
}}
}}