3,274,873
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - ",," to ",") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[αὐλός]])<br /><b>1.</b> πνευστό όργανο από [[καλάμι]] [[συνήθως]] με δονητή και τρύπες στα αρμόδια [[σημεία]], [[φλογέρα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[κοίλωμα]] ή [[κοιλότητα]]<br /><b>3.</b> ο [[κρουνός]] του αίματος που εξακοντίζεται [[μετά]] από τραυματισμό («κόπηκε μια [[φλέβα]] και πήγαινε το [[αίμα]] του [[αυλός]]», «αὐλὸς [[παχύς]]», Όμ.)<br /><b>4.</b> ο [[σωλήνας]] στο [[φυσερό]] του μεταλλουργού<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />το ανδρικό [[μόριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μίσχος]] των λαχάνων<br /><b>2.</b> η οπή του βαρελιού στην οποία προσαρμόζεται ο [[διακόπτης]], η [[κάνουλα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «έγινε [[αυλός]]» — έγινε [[στουπί]], μέθυσε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σωλήνας]] της κλεψύδρας<br /><b>2.</b> ο [[φυσητήρας]] της φάλαινας και άλλων κητών<br /><b>3.</b> το αιμοφόρο [[αγγείο]] που συνδέει την [[καρδιά]] με την [[αορτή]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] οστρακόδερμου [[σωλήνα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑπ' αὐλοῦ», «πρὸς αὐλόν», «ὑπ' αὐλόν» — με τη [[συνοδεία]] αυλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αυλός]] [[είναι]] μορφολογικά ταυτόσημη με τ. άλλων ινδοευρ. γλωσσών, αν και διαφέρει σημασιολογικά. Συνδέεται με λιθ. <i>a</i><i>ū</i><i>las</i> «περικνήμιο μπότας», νορβ. <i>aul</i> «[[μίσχος]] του φυτού αγγελική» και πιθ. λατ. <i>alvus</i> «[[κοιλιά]]», με [[μετάθεση]], που ανάγονται σε ινδοευρ. <i>au</i>-<i>l</i>- «[[σωλήνας]], [[επιμήκης]] [[κοιλότητα]]». Εξάλλου [[τίποτε]] δεν αποδεικνύει μία ετυμολογική [[σχέση]] [[μεταξύ]] των λ. [[αυλός]] και [[καυλός]]:«[[βλαστός]], [[κοτσάνι]]», [[παρά]] τη μορφολογική και ίσως σημασιολογική τους [[ομοιότητα]] και [[παρά]] την ύπαρξη αντιστοίχου ζεύγους λ. στη Λιθουανική, που συνδέονται ανά δύο με τις ελληνικές (πρβλ. [[αυλός]]-<i>a</i><i>ū</i><i>las</i> και [[καυλός]] kaulas</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυλητής]] <b>αρχ.</b> [[αύλημα]], [[αύλησις]], <i>αυλητήρ</i>, [[αυλίσκος]], [[αυλώ]], <i>αυλών</i>, [[αυλωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετ.) <b>αρχ.</b> [[αυλοδόκη]], [[αυλοποιός]], [[αυλοτρύπης]], [[αυλωδός]], [[αυλωπίας]], [[αυλώπις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αυλοθήκη]]<br />(β' συνθετ.) [[δίαυλος]] [[πλαγίαυλος]] | |mltxt=ο (AM [[αὐλός]])<br /><b>1.</b> πνευστό όργανο από [[καλάμι]] [[συνήθως]] με δονητή και τρύπες στα αρμόδια [[σημεία]], [[φλογέρα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[κοίλωμα]] ή [[κοιλότητα]]<br /><b>3.</b> ο [[κρουνός]] του αίματος που εξακοντίζεται [[μετά]] από τραυματισμό («κόπηκε μια [[φλέβα]] και πήγαινε το [[αίμα]] του [[αυλός]]», «αὐλὸς [[παχύς]]», Όμ.)<br /><b>4.</b> ο [[σωλήνας]] στο [[φυσερό]] του μεταλλουργού<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />το ανδρικό [[μόριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μίσχος]] των λαχάνων<br /><b>2.</b> η οπή του βαρελιού στην οποία προσαρμόζεται ο [[διακόπτης]], η [[κάνουλα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «έγινε [[αυλός]]» — έγινε [[στουπί]], μέθυσε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σωλήνας]] της κλεψύδρας<br /><b>2.</b> ο [[φυσητήρας]] της φάλαινας και άλλων κητών<br /><b>3.</b> το αιμοφόρο [[αγγείο]] που συνδέει την [[καρδιά]] με την [[αορτή]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] οστρακόδερμου [[σωλήνα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑπ' αὐλοῦ», «πρὸς αὐλόν», «ὑπ' αὐλόν» — με τη [[συνοδεία]] αυλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αυλός]] [[είναι]] μορφολογικά ταυτόσημη με τ. άλλων ινδοευρ. γλωσσών, αν και διαφέρει σημασιολογικά. Συνδέεται με λιθ. <i>a</i><i>ū</i><i>las</i> «περικνήμιο μπότας», νορβ. <i>aul</i> «[[μίσχος]] του φυτού αγγελική» και πιθ. λατ. <i>alvus</i> «[[κοιλιά]]», με [[μετάθεση]], που ανάγονται σε ινδοευρ. <i>au</i>-<i>l</i>- «[[σωλήνας]], [[επιμήκης]] [[κοιλότητα]]». Εξάλλου [[τίποτε]] δεν αποδεικνύει μία ετυμολογική [[σχέση]] [[μεταξύ]] των λ. [[αυλός]] και [[καυλός]]:«[[βλαστός]], [[κοτσάνι]]», [[παρά]] τη μορφολογική και ίσως σημασιολογική τους [[ομοιότητα]] και [[παρά]] την ύπαρξη αντιστοίχου ζεύγους λ. στη Λιθουανική, που συνδέονται ανά δύο με τις ελληνικές (πρβλ. [[αυλός]]-<i>a</i><i>ū</i><i>las</i> και [[καυλός]] kaulas</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυλητής]] <b>αρχ.</b> [[αύλημα]], [[αύλησις]], <i>αυλητήρ</i>, [[αυλίσκος]], [[αυλώ]], <i>αυλών</i>, [[αυλωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετ.) <b>αρχ.</b> [[αυλοδόκη]], [[αυλοποιός]], [[αυλοτρύπης]], [[αυλωδός]], [[αυλωπίας]], [[αυλώπις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αυλοθήκη]]<br />(β' συνθετ.) [[δίαυλος]] [[πλαγίαυλος]], <b>αρχ.</b> [[άναυλος]], [[δολίχαυλος]], [[δύσαυλος]], [[έναυλος]], [[έξαυλος]], [[κακόαυλος]], [[καλάμαυλος]], [[κάταυλος]], [[μίμαυλος]], [[μόναυλος]], <i>όμαυλος</i>, [[πάραυλος]], <i>ραπάταυλος</i>, [[σύναυλος]], <i>ύδραυλος</i>, [[φίλαυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαρύαυλος]], [[οξύαυλος]], [[πύραυλος]]]. | ||
}} | }} |