κυνηγέω: Difference between revisions

m
no edit summary
(6_6)
mNo edit summary
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kynigeo
|Transliteration C=kynigeo
|Beta Code=kunhge/w
|Beta Code=kunhge/w
|Definition=Dor. -ᾱγέω <span class="bibl">Bion 1.60</span>: pf. Pass. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> κεκυνηγῆσθαι <span class="bibl">Plb.31.29.4</span>: (κυνηγός):—<b class="b2">hunt, chase</b>, later form of <b class="b3">κυνηγετέω, ὅταν κυνηγήσῃ [ὁ ἀετός</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>619a33</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pel.</span>8</span>, etc.: metaph., <b class="b2">pursue, persecute</b>, τινα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>349c</span>, etc.</span>
|Definition=Dor. [[κυναγέω]] Bion 1.60: pf. Pass. κεκυνηγῆσθαι Plb.31.29.4: ([[κυνηγός]]):—[[hunt]], [[chase]], later form of <b class="b3">κυνηγετέω, ὅταν κυνηγήσῃ [ὁ ἀετός]</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''619a33, cf. Plu.''Pel.''8, etc.: metaph., [[pursue]], [[persecute]], τινα Pl.''Ep.''349c, etc.
}}
{{bailly
|btext=[[κυνηγῶ]] :<br />[[chasser]].<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυνηγέω, Dor. κυνᾱγέω [κυνηγός] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen.
}}
{{pape
|ptext== [[κυνηγετέω]], <i>[[jagen]]</i>; Arist. <i>H.A</i>. 10.22; Plut. <i>Pelop</i>. 8; Sp.; θῆρας Ath. XIII.539d; auch übertragen auf [[Menschen]], Plat. <i>epist</i>. VII.349b; Plut. <i>Alc</i>. 6; vgl. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 432.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνηγέω:''' дор. κῠνᾱγέω Plat., Arst., Plut. = [[κυνηγετέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠνηγέω:''' Δωρ. κυνᾱγέω, μέλ. <i>-ήσω</i>, ([[κυνηγός]]), [[κυνηγώ]], [[καταδιώκω]], μεταγεν. [[τύπος]] του [[κυνηγετέω]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνηγέω''': Δωρ. κυνᾱγέω, Βίων 1. 160· παθ. πρκμ. κεκυνηγῆσθαι Πολύβ. 32. 15. 4· (κυνηγός). Κυνηγῶ, [[θηρεύω]], μεταγενέστερος [[τύπος]] τοῦ [[κυνηγετέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10, Πλούτ. ἐν Πέλοπ. 8, κτλ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], τινὰ Πλάτ. Ἐπιστ. 349Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 432.
|lstext='''κῠνηγέω''': Δωρ. κυνᾱγέω, Βίων 1. 160· παθ. πρκμ. κεκυνηγῆσθαι Πολύβ. 32. 15. 4· (κυνηγός). Κυνηγῶ, [[θηρεύω]], μεταγενέστερος [[τύπος]] τοῦ [[κυνηγετέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10, Πλούτ. ἐν Πέλοπ. 8, κτλ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], τινὰ Πλάτ. Ἐπιστ. 349Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 432.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠνηγέω, [[κυνηγός]]<br />to [[hunt]], [[chase]], later form of [[κυνηγετέω]], Plut.
}}
{{grml
|mltxt=(AM κυνηγῶ, [[κυνηγέω]], Α δωρ. τ. κυναγῶ, [[κυναγέω]], Μ και [[κυνηγεύω]] και κυνηγεύγω) [[κυνηγός]]<br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]] και [[φονεύω]] πουλιά ή άλλα ζώα, [[συνήθως]] με τη [[βοήθεια]] κυνηγόσκυλου, επιδίδομαι στο [[κυνήγι]] πτηνών ή άλλων ζώων<br /><b>2.</b> [[καταδιώκω]] κάποιον για να τον συλλάβω ή και να τον κακοποιήσω (α. «κυνηγά με [[μανία]] τον φονιά της γυναίκας του» β. «η [[αστυνομία]] έχει [[καθήκον]] να κυνηγά ακατάπαυστα τους εμπόρους ναρκωτικών» γ. «δραπετεύων ἀτεχνώς ἐκυνηγεῖτο», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταδιώκω]], [[κατατρέχω]], [[προσπαθώ]] να βλάψω, δεν [[αφήνω]] κάποιον σε [[ησυχία]] (α. «[[ούτε]] ο [[προϊστάμενος]] δεν μάς κυνηγά τόσο όσο αυτή» β. «σ' όλη του τη ζωὴ θα τον κυνηγούν οι τύψεις»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[βγαίνω]] για [[κυνήγι]], [[είμαι]] [[κυνηγός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μέ κυνηγά η [[τύχη]] μου» — μού συμβαίνουν απανωτές ατυχίες και συμφορές<br />β) «[[κυνηγώ]] τη δουλειά μου» — [[είμαι]] αφοσιωμένης στη δουλειά μου και [[προσπαθώ]] να τή βελτιώσω<br />γ) «μέ κυνηγά ο [[χρόνος]]» — βιάζομαι πολύ, δεν [[προλαβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιζητώ]] να συναντήσω κάποιον ή [[επιδιώκω]] να αποκτήσω [[κάτι]], έχω στόχο (α. «[[τρεις]] εβδομάδες κυνηγάμε τον δήμαρχο για να συζητήσουμε» β. «κυνηγά παλιούς δίσκους κλασικής μουσικής»)<br /><b>2.</b> [[επιτυγχάνω]]<br /><b>3.</b> [[ψαρεύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> βιάζομαι, [[σπεύδω]].
}}
{{trml
|trtx====[[hunt]]===
Abkhaz: ашәарыцара; Ainu: ラマンテ, イラマンテ; Albanian: gjuaj; Andi: чониду; Arabic: اِصْطَادَ, صَادَ; Armenian: որսալ; Assamese: চিকাৰ কৰা; Avar: чан гьабизе; Azerbaijani: ovlamaq; Basque: ehiza; Belarusian: паляваць, лаві́ць; Bulgarian: ловя, ловувам; Burmese: အမဲလိုက်; Catalan: caçar, caça; Chechen: талла эха; Cherokee: ᎦᏃᎭᎵᏙᎭ; Cheyenne: -émȯhóne; Chinese Cantonese: [[打獵]], [[打猎]]; Mandarin: [[打獵]], [[打猎]], [[獵取]], [[猎取]], [[捕食]]; Czech: lovit; Danish: jage, gå på jagt efter; Dutch: [[jagen]]; Esperanto: ĉasi; Estonian: jahtima, küttima; Extremaduran: cazal, caçal; Finnish: metsästää, jahdata; French: [[chasser]]; Friulian: cjaçâ, čhačâ; Galician: cazar; Gallurese: cacciggjà; Georgian: ნადირობა; German: [[jagen]]; Greek: [[κυνηγώ]], [[θηρεύω]]; Ancient Greek: [[ἀγρεύειν]], [[ἀγρεύω]], [[ἀγριεύω]], [[ἀγρώσσω]], [[αἱρέω]], [[ἀποθηρεύω]], [[διαθηράω]], [[ἐκθηράομαι]], [[ἐκκυνηγετεῖν]], [[ἐκκυνηγετέω]], [[θηρᾶν]], [[θηράω]], [[θηρεύειν]], [[θηρεύω]], [[κυναγετέω]], [[κυνηγετεῖν]], [[κυνηγετέω]]; Hawaiian: hahai, ʻimi; Hebrew: צָד; Hindi: शिकार करना; Hungarian: vadászik; Icelandic: veiða; Indonesian: buru; Ingrian: jahtiita; Interlingua: chassar; Irish: seilg; Old Irish: ad·claid; Italian: [[cacciare]]; Japanese: 狩る; Javanese: buru; Kaingang: ẽkrénh; Kazakh: аң аулау, аулау; Khmer: បរបាញ់; Korean: 사냥하다; Kurdish Central Kurdish: ڕاودان; Kyrgyz: аң уулоо, уулоо; Lao: ລ່າ; Latgalian: medeit; Latin: [[venor]]; Latvian: medīt; Lithuanian: medžioti; Lombard: cascià; Low German German Low German: jagen; Luxembourgish: joen; Macedonian: лови; Malay: berburu, memburu; Malayalam: വേട്ടയാടുക, നായാടുക; Maltese: kaċċa; Manchu: ᠠᠪᠠᠯᠠᠮᠪᡳ; Maori: whaiwhai, whakangau, whakangangahu, whakarapu; Mongolian: ан агнах; Nepali: सिकार गर्नु; Ngunawal: gudali; Norwegian: jakte; Occitan: caçar; Old English: huntian; Old Javanese: buru; Oromo: adamsuu; Ossetian: цуан кӕнын; Persian: شکار کردن, صید کردن; Polish: polować; Portuguese: [[caçar]], [[vear]]; Quechua: chakuy; Rapa Nui: poko; Romanian: vâna; Romansch: chatschar; Russian: [[охотиться]], [[ловить]]; Sardinian Campidanese: cassai; Sassarese: catzà, catzare; Scottish Gaelic: sealg; Serbo-Croatian: терати; Cyrillic: ловити; Roman: loviti; Sicilian: cacciari; Slovak: poľovať, loviť; Slovene: loviti; Sorbian Lower Sorbian: góńtwowaś; Southern Altai: уулаар; Spanish: [[cazar]]; Sranan Tongo: onti; Sundanese: bujeng; Swahili: kuwinda; Swedish: jaga; Tajik: шикор кардан, сайд кардан; Tarantino: caccià; Telugu: వేటాడు; Tetum: kasa; Thai: ล่าสัตว์, ล่า; Tibetan: རི་དྭགས་བརྒྱབ; Turkish: avlamak; Ugaritic: 𐎕𐎄; Ukrainian: полювати, ловити; Urdu: شکار کرنا, صید کرنا; Uyghur: ئوۋلىماق, ئوۋ قىلماق; Uzbek: ovlamoq, ov qilmoq; Venetan: casar, caçar, cazhar; Vietnamese: săn bắn; Walloon: tchessî; Welsh: hela; West Frisian: jeie; White Yakut: бултаа; Zealandic: jaege; Zhuang: dwk, lieb; Zigula: kala; ǃXóõ: !qāhe, gǀkxʻâã
}}
}}