μέθη: Difference between revisions

m
Text replacement - "(informal, heavily drunk)" to ""
(cc2)
m (Text replacement - "(informal, heavily drunk)" to "")
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=methi
|Transliteration C=methi
|Beta Code=me/qh
|Beta Code=me/qh
|Definition=ἡ, (for <b class="b3">μεθύω</b>: <b class="b3">μέθη</b>, cf. [[πληθύω]]: <b class="b3">πλήθᾱ</b>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strong drink</b>, <b class="b3">καλῶς ἔχειν μέθης</b> to be pretty well <b class="b2">drunk</b>, <span class="bibl">Hdt.5.20</span>; ὑπερπλησθεὶς μέθης <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>779</span>; μέθῃ βρεχθείς <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>326</span>; ἡ ἀπειρία τῆς μ. <span class="bibl">Antipho 4.3.2</span>; ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>396d</span>; <b class="b3">μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι τινά</b> ib.<span class="bibl">488c</span>; <b class="b3">μ. εὐώδης παλαιός</b> fragrant old <b class="b2">wine</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.82</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">drunkenness</b>, μ. αἰώνιος <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>363d</span>; πίνειν εἰς μέθην <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>775b</span>; <b class="b3">μέθῃ χρῆσθαι</b> ib.<span class="bibl">674a</span>; διὰ μέθης ποιήσασθαι… τὴν συνουσίαν <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>176e</span>; κωμάζειν μετὰ μέθης <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>637b</span>; τρεῖς εἶχεν προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν <span class="bibl">D.21.38</span>: pl., <b class="b2">carousals</b>, <span class="bibl">Democr.159</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>682e</span>; ἐν μέθαις <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>256c</span>, cf. <span class="bibl">LXX <span class="title">Ju.</span>13.15</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>13.13</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>639b</span>, cf. Metrod.<span class="title">Herc.</span>831.18; μ. νηφαλίῳ κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες <span class="bibl">Ph.1.16</span>, cf.<span class="bibl">2.320</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">Μέθη</b> personified, in Art, <span class="bibl">Paus.2.27.3</span>.</span>
|Definition=ἡ, (for [[μεθύω]]: [[μέθη]], cf. [[πληθύω]]: πλήθᾱ)<br><span class="bld">A</span> [[strong drink]], <b class="b3">καλῶς ἔχειν μέθης</b> to be pretty well [[drunk]], [[Herodotus|Hdt.]]5.20; ὑπερπλησθεὶς μέθης [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''779; μέθῃ βρεχθείς E.''El.''326; ἡ [[ἀπειρία]] τῆς μέθης Antipho 4.3.2; ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Pl.''R.''396d; <b class="b3">μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι τινά</b> ib.488c; <b class="b3">μέθη εὐώδης παλαιός</b> [[fragrant]] [[old]] [[wine]], Hp.''Epid.''7.82.<br><span class="bld">II</span> [[drunkenness]], μέθη αἰώνιος Pl.''R.''363d; [[πίνειν]] εἰς μέθην Id.''Lg.''775b; <b class="b3">μέθῃ χρῆσθαι</b> ib.674a; διὰ μέθης ποιήσασθαι… τὴν [[συνουσία]]ν Id.''Smp.''176e; [[κωμάζειν]] μετὰ μέθης Id.''Lg.''637b; τρεῖς εἶχεν προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν D.21.38: pl., [[carousal]]s, Democr.159, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''682e; ἐν μέθαις Id.''[[Phaedrus|Phdr.]]''256c, cf. [[LXX]] ''Ju.''13.15, ''Ep.Rom.''13.13, etc.<br><span class="bld">2</span> metaph., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''639b, cf. Metrod.''Herc.''831.18; μ. νηφαλίῳ κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες Ph.1.16, cf.2.320.<br><span class="bld">III</span> [[Μέθη]] personified, in Art, Paus.2.27.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] ἡ, eigtl. übermäßiges Trinken, σίτων καὶ μέθης πλησθέν Plat. Rep. IX, 571 c; ἀνὴρ ὑπερπλησθεὶς μέθης Soph. O. R. 779; μέθῃ βρεχθείς Eur. El. 326; gew. Trunken <b class="b2">heit</b>, Rausch, [[καλῶς]] ἔχοντες μέθης, Her. 5, 20; καὶ [[πολυοινία]], Plat. Legg. II, 666 b; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαντες, Rep. VI, 488 c; πίνειν εἰς μέθην, Legg. VI, 775 b; übertr., κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῖς δεινοῖς ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ, I, 639 b; auch im plur., Phaedr. 238 a; ὁ τὸν θεσμοθέτην πατάξας [[τρεῖς]] εἶχε προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν, Dem. 21, 38; ἀπὸ μέθης, in Folge des Rausches, Ath. X, 434 b. – Bei Empedocl. 46 übh. = Begeisterung.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] ἡ, eigtl. übermäßiges Trinken, σίτων καὶ μέθης πλησθέν Plat. Rep. IX, 571 c; ἀνὴρ ὑπερπλησθεὶς μέθης Soph. O. R. 779; μέθῃ βρεχθείς Eur. El. 326; gew. Trunken [[heit]], Rausch, [[καλῶς]] ἔχοντες μέθης, Her. 5, 20; καὶ [[πολυοινία]], Plat. Legg. II, 666 b; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαντες, Rep. VI, 488 c; πίνειν εἰς μέθην, Legg. VI, 775 b; übertr., κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῖς δεινοῖς ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ, I, 639 b; auch im plur., Phaedr. 238 a; ὁ τὸν θεσμοθέτην πατάξας [[τρεῖς]] εἶχε προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν, Dem. 21, 38; ἀπὸ μέθης, in Folge des Rausches, Ath. X, 434 b. – Bei Empedocl. 46 übh. = Begeisterung.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[excès de boisson]], [[beuverie]];<br /><b>2</b> [[ivresse]] ; ivrognerie.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μέθυ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μέθη:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[крепкий напиток]]: σίτων καὶ μέθης [[πλησθείς]] Plat. сытый и пьяный;<br /><b class="num">2</b> [[опьянение]] (μ. καὶ [[πολυοινία]] Plat.): πίνειν εἰς μέθην Plat. пить до опьянения; μετὰ μέθης Plat. в состоянии опьянения;<br /><b class="num">3</b> [[остолбенение]], [[оцепенение]]: ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου Plat. оцепенев от страха;<br /><b class="num">4</b> [[попойка]] (κῶμοι καὶ μέθαι NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μέθη''': ἡ, (ἴδε [[μέθυ]]) πολλή, ὑπερβολικὴ [[πόσις]] οἴνου, [[πολυποσία]], [[καλῶς]] ἔχω μέθης, εἶμαι ἀρκετὰ «πιωμένος», Ἡρόδ. 5. 20· ὑπερπλησθεὶς μέθης Σοφ. Ο. Τ. 779· μέθῃ βρεχθεὶς Εὐρ. Ἠλ. 326· ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Πλάτ. Πολ. 396D· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίζειν τινὰ [[αὐτόθι]] 488C. II. ἡ ἐκ τῆς πολυποσίας [[κατάστασις]] τοῦ ἀνθρώπου, κοινῶς «μεθύσι», Ἀντιφῶν 127. 22· πίνειν εἰς μέθην Πλάτ. Νόμ. 775Β· χρῆσθαι μέθῃ [[αὐτόθι]] 674Α· διὰ μέθης ποιήσασθαι... τὴν συνουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176Ε· κωμάζειν τινὶ [[μετὰ]] μέθης ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Α· [[τρεῖς]] εἶχε προφάσεις, ἔρωτα, μέθην, ἄγνοιαν Δημ. 526. 15· - ἐν τῷ πληθ., εὐωχίαι, συμπόσια [[μετὰ]] πολυποσίας, Πλάτ. Νόμ. 682Ε. ἐν μέθαις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 246C. 2) μεταφορ., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 639Β· [[ὡσαύτως]], [[ἐνθουσιασμός]], Strurz εἰς Ἐμπεδ. 46, πρβλ. Φίλωνα 1. 16.
|lstext='''μέθη''': ἡ, (ἴδε [[μέθυ]]) πολλή, ὑπερβολικὴ [[πόσις]] οἴνου, [[πολυποσία]], [[καλῶς]] ἔχω μέθης, εἶμαι ἀρκετὰ «πιωμένος», Ἡρόδ. 5. 20· ὑπερπλησθεὶς μέθης Σοφ. Ο. Τ. 779· μέθῃ βρεχθεὶς Εὐρ. Ἠλ. 326· ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Πλάτ. Πολ. 396D· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίζειν τινὰ [[αὐτόθι]] 488C. II. ἡ ἐκ τῆς πολυποσίας [[κατάστασις]] τοῦ ἀνθρώπου, κοινῶς «μεθύσι», Ἀντιφῶν 127. 22· πίνειν εἰς μέθην Πλάτ. Νόμ. 775Β· χρῆσθαι μέθῃ [[αὐτόθι]] 674Α· διὰ μέθης ποιήσασθαι... τὴν συνουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176Ε· κωμάζειν τινὶ μετὰ μέθης ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Α· [[τρεῖς]] εἶχε προφάσεις, ἔρωτα, μέθην, ἄγνοιαν Δημ. 526. 15· - ἐν τῷ πληθ., εὐωχίαι, συμπόσια μετὰ πολυποσίας, Πλάτ. Νόμ. 682Ε. ἐν μέθαις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 246C. 2) μεταφορ., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 639Β· [[ὡσαύτως]], [[ἐνθουσιασμός]], Strurz εἰς Ἐμπεδ. 46, πρβλ. Φίλωνα 1. 16.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> excès de boisson, beuverie;<br /><b>2</b> ivresse ; ivrognerie.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μέθυ]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[μέθη]])<br /><b>1.</b> η υπερβολική [[κατανάλωση]] κρασιού («[[καλῶς]] ἔχοντας ὑμέας [[ὁρέω]] μέθης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η ψυχική και διανοητική [[διαταραχή]] η οποία προέρχεται από υπερβολική [[κατανάλωση]] οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, [[μεθύσι]], [[ζάλη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενθουσιασμός]] («η [[μέθη]] της νίκης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[κατάσταση]] ευφορικής διέγερσης με διαταραχές της αντίληψης, του συντονισμού τών κινήσεων, της άρθρωσης του λόγου και, μερικές φορές, με [[εκδήλωση]] επιθετικότητας, που οφείλονται σε [[λήψη]] [[μεγάλης]] ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών<br />β) η ανάλογη [[κατάσταση]] που οφείλεται στη [[λήψη]] μεγάλων ποσοτήτων ψυχοτρόπων κατευναστικών φαρμάκων, όπως λ.χ. βαρβιτουρικών και αιθέρα<br />γ) [[ελαφρά]] [[νάρκωση]] η οποία γίνεται για την [[εκτέλεση]] μικροεπεμβάσεων<br />δ) <b>φρ.</b> «[[μέθη]] τών δυτών» — [[κατάσταση]] η οποία εμφανίζεται σε αυτόνομους δύτες σε [[βάθος]] άνω τών 30 μέτρων και που εκδηλώνεται με [[αίσθημα]] ασυνήθους ευφορίας ή, αντίθετα, ανησυχίας, συνοδεύεται από [[ζάλη]] και περίεργη [[συμπεριφορά]] και οφείλεται στη ναρκωτική [[δράση]] του αζώτου στο [[αίμα]], [[καθώς]] και στη σπασμογόνα [[δράση]] του οξυγόνου και στην κατασταλτική [[επίδραση]] του διοξειδίου του άνθρακα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ερωτική [[παραφορά]], αισθησιακή [[τέρψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκοτοδίνη]] («κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῑς δεινοῑς ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μέθαι</i><br />συμπόσια με [[μεγάλη]] [[κατανάλωση]] κρασιού, ευωχίες, τσιμπούσια («περιπεσόντες μουσικῇ τε καὶ ταῑς μέθαις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Μέθη</i><br />[[προσωποποίηση]] του μεθυσιού στην [[τέχνη]] («γέγραπται δὲ ἐνταῡθα καὶ Μέθη, Παυσίου καὶ τοῦτο [[ἔργον]], ἐξ ὑαλίνης φιάλης πίνουσα». <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. ελεύθερα σχηματισμένο από το ρ. [[μεθύω]], [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>πλήθη</i> <span style="color: red;"><</span> [[πληθύω]].
|mltxt=η (ΑM [[μέθη]])<br /><b>1.</b> η υπερβολική [[κατανάλωση]] κρασιού («[[καλῶς]] ἔχοντας ὑμέας [[ὁρέω]] μέθης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η ψυχική και διανοητική [[διαταραχή]] η οποία προέρχεται από υπερβολική [[κατανάλωση]] οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, [[μεθύσι]], [[ζάλη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενθουσιασμός]] («η [[μέθη]] της νίκης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[κατάσταση]] ευφορικής διέγερσης με διαταραχές της αντίληψης, του συντονισμού τών κινήσεων, της άρθρωσης του λόγου και, μερικές φορές, με [[εκδήλωση]] επιθετικότητας, που οφείλονται σε [[λήψη]] [[μεγάλης]] ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών<br />β) η ανάλογη [[κατάσταση]] που οφείλεται στη [[λήψη]] μεγάλων ποσοτήτων ψυχοτρόπων κατευναστικών φαρμάκων, όπως λ.χ. βαρβιτουρικών και αιθέρα<br />γ) [[ελαφρά]] [[νάρκωση]] η οποία γίνεται για την [[εκτέλεση]] μικροεπεμβάσεων<br />δ) <b>φρ.</b> «[[μέθη]] τών δυτών» — [[κατάσταση]] η οποία εμφανίζεται σε αυτόνομους δύτες σε [[βάθος]] άνω τών 30 μέτρων και που εκδηλώνεται με [[αίσθημα]] ασυνήθους ευφορίας ή, αντίθετα, ανησυχίας, συνοδεύεται από [[ζάλη]] και περίεργη [[συμπεριφορά]] και οφείλεται στη ναρκωτική [[δράση]] του αζώτου στο [[αίμα]], [[καθώς]] και στη σπασμογόνα [[δράση]] του οξυγόνου και στην κατασταλτική [[επίδραση]] του διοξειδίου του άνθρακα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ερωτική [[παραφορά]], αισθησιακή [[τέρψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκοτοδίνη]] («κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῖς δεινοῖς ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μέθαι</i><br />συμπόσια με [[μεγάλη]] [[κατανάλωση]] κρασιού, ευωχίες, τσιμπούσια («περιπεσόντες μουσικῇ τε καὶ ταῖς μέθαις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Μέθη</i><br />[[προσωποποίηση]] του μεθυσιού στην [[τέχνη]] («γέγραπται δὲ ἐνταῡθα καὶ Μέθη, Παυσίου καὶ τοῦτο [[ἔργον]], ἐξ ὑαλίνης φιάλης πίνουσα». <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. ελεύθερα σχηματισμένο από το ρ. [[μεθύω]], [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>πλήθη</i> <span style="color: red;"><</span> [[πληθύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέθη:''' ἡ, =[[μέθυ]],<br /><b class="num">I.</b> [[μέθη]], [[καλῶς]] ἔχειν μέθης, είμαι [[πολύ]] [[πιωμένος]], σε Ηρόδ.· <i>ὑπερπλησθεὶς μέθης</i>, σε Σοφ.· <i>μέθῃ βρεχθείς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεθύσι]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μέθη:''' ἡ, =[[μέθυ]],<br /><b class="num">I.</b> [[μέθη]], [[καλῶς]] ἔχειν μέθης, είμαι [[πολύ]] [[πιωμένος]], σε Ηρόδ.· <i>ὑπερπλησθεὶς μέθης</i>, σε Σοφ.· <i>μέθῃ βρεχθείς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεθύσι]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέθη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> крепкий напиток: σίτων καὶ μέθης [[πλησθείς]] Plat. сытый и пьяный;<br /><b class="num">2)</b> опьянение (μ. καὶ [[πολυοινία]] Plat.): πίνειν εἰς μέθην Plat. пить до опьянения; [[μετὰ]] μέθης Plat. в состоянии опьянения;<br /><b class="num">3)</b> остолбенение, оцепенение: ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου Plat. оцепенев от страха;<br /><b class="num">4)</b> попойка (κῶμοι καὶ μέθαι NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':mšqh 姆帖<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':醉(的) 相當於: ([[עָסִיס]]&#x200E;)  ([[שִׁכֹּור]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':醉酒*,濃酒<br />'''同源字''':1) ([[μέθη]])醉酒 2) ([[μεθύσκω]])使醉酒 3) ([[μέθυσος]])醉酒的 4) ([[μεθύω]])喝醉參讀 ([[κραιπάλη]])同義字<br />'''出現次數''':總共(3);路(1);羅(1);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 醉酒(3) 路21:34; 羅13:13; 加5:21
|sngr='''原文音譯''':mšqh 姆帖<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':醉(的) 相當於: ([[עָסִיס]]&#x200E;)  ([[שִׁכֹּור]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':醉酒*,濃酒<br />'''同源字''':1) ([[μέθη]])醉酒 2) ([[μεθύσκω]])使醉酒 3) ([[μέθυσος]])醉酒的 4) ([[μεθύω]])喝醉參讀 ([[κραιπάλη]])同義字<br />'''出現次數''':總共(3);路(1);羅(1);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 醉酒(3) 路21:34; 羅13:13; 加5:21
}}
{{trml
|trtx====[[drunkenness]]===
Arabic: سُكْرٌ‎; Asturian: borrachera, enfile; Basque: mozkorraldi; Catalan: embriaguesa, turca, borratxera; Chinese Mandarin: 醉態/醉态, 酒醉, 酩酊; Czech: opilost; Danish: fuldskab; Dutch: [[dronkenschap]]; English: [[drunkenness]], [[pissedness]]; Esperanto: ebriiĝo; Finnish: juopumus, päihtymys, humalatila, känni, känä, maistissa, päissään, sievässä, pienessä, simassa, hutikassa, jurri, kaljoissa, humala, kuositus, huppeli, hiprakka, pöhnä, perse olalla, umpitunneli, kaatokänni, nakit silmillä, perskänni, räkäkänni, taikinoissa, änkyräkänni, perseet, pää täynnä, naamat, tuuba, kaasu, huuru, pieru, pleksit, tutkalla, lärvit, tuiskeessa, tuiterissa, tujussa, seipäässä, flänässä, hönössä, seilissä, fyllassa; French: [[ébriété]], [[ivresse]]; Galician: borracheira, peido, moca; German: [[Trunkenheit]], [[Betrunkenheit]], [[Alkoholberauschung]], [[Alkoholberauschtheit]]; Gothic: 𐌳𐍂𐌿𐌲𐌺𐌰𐌽𐌴𐌹; Greek: [[μέθη]], [[μεθύσι]]; Ancient Greek: [[βακχεία]], [[Βακχεία]], [[βακχίη]], [[ἐκμέθυσμα]], [[ἐξοινία]], [[κραιπάλη]], [[μέθη]], [[μέθυσις]], [[οἰνοφλυγία]], [[οἴνωσις]], [[τὸ πάροινον]]; Hebrew: שכרון‎; Hungarian: részegség; Icelandic: ölvun, drykkjuskapur, óregla, ölæði; Ido: ebrieso; Ilocano: bartek; Irish: meisce; Italian: [[ubriachezza]], [[sbornia]], [[ciucca]], [[ubriacatura]]; Japanese: 酩酊; Latin: [[ebrietas]]; Lun Bawang: abuk; Manx: meshtallys, scooyr; Norman: bouaissonn'nie, béthie, ivrouongn'nie; Persian: مستی‎; Polish: pijaństwo; Portuguese: [[bebedeira]], [[embriaguez]], [[tosga]]; Romanian: beție; Russian: [[опьянение]], [[пьянство]], [[подпитие]], [[градус]]; Scottish Gaelic: daorach, misg, smùid; Spanish: [[beodez]], [[bolencia]], [[bomba]], [[borrachera]], [[borrachería]], [[castaña]], [[chispa]], [[chupeta]], [[cogorza]], [[cohete]], [[crápula]], [[cucuruca]], [[cuete]], [[cura]], [[curadera]], [[curda]], [[curdela]], [[ebriedad]], [[embriaguez]], [[escabio]], [[filoxera]], [[humera]], [[intoxicación etílica]], [[jáquima]], [[juma]], [[jumera]], [[llorona]], [[lobo]], [[mamada]], [[mamadera]], [[mamúa]], [[melopea]], [[merluza]], [[mierda]], [[mona]], [[moña]], [[mordaga]], [[papalina]], [[pea]], [[pedal]], [[pedo]], [[peludo]], [[penca]], [[pichinga]], [[pítima]], [[puntillo]], [[rasca]], [[reata]], [[riata]], [[sirindanga]], [[tablón]], [[tajada]], [[tea]], [[toña]], [[torta]], [[tranca]], [[trompa]], [[turca]], [[vacilón]], [[zamacuco]], [[zoca]], [[zorra]]; Swedish: fylla; Telugu: మత్తు; Turkish: sarhoşluk; Ugaritic: 𐎌𐎋𐎗𐎐; Welsh: meddwdod
}}
}}