3,274,805
edits
(cc2) |
m (Text replacement - "(informal, heavily drunk)" to "") |
||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=methi | |Transliteration C=methi | ||
|Beta Code=me/qh | |Beta Code=me/qh | ||
|Definition=ἡ, (for | |Definition=ἡ, (for [[μεθύω]]: [[μέθη]], cf. [[πληθύω]]: πλήθᾱ)<br><span class="bld">A</span> [[strong drink]], <b class="b3">καλῶς ἔχειν μέθης</b> to be pretty well [[drunk]], [[Herodotus|Hdt.]]5.20; ὑπερπλησθεὶς μέθης [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''779; μέθῃ βρεχθείς E.''El.''326; ἡ [[ἀπειρία]] τῆς μέθης Antipho 4.3.2; ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Pl.''R.''396d; <b class="b3">μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι τινά</b> ib.488c; <b class="b3">μέθη εὐώδης παλαιός</b> [[fragrant]] [[old]] [[wine]], Hp.''Epid.''7.82.<br><span class="bld">II</span> [[drunkenness]], μέθη αἰώνιος Pl.''R.''363d; [[πίνειν]] εἰς μέθην Id.''Lg.''775b; <b class="b3">μέθῃ χρῆσθαι</b> ib.674a; διὰ μέθης ποιήσασθαι… τὴν [[συνουσία]]ν Id.''Smp.''176e; [[κωμάζειν]] μετὰ μέθης Id.''Lg.''637b; τρεῖς εἶχεν προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν D.21.38: pl., [[carousal]]s, Democr.159, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''682e; ἐν μέθαις Id.''[[Phaedrus|Phdr.]]''256c, cf. [[LXX]] ''Ju.''13.15, ''Ep.Rom.''13.13, etc.<br><span class="bld">2</span> metaph., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''639b, cf. Metrod.''Herc.''831.18; μ. νηφαλίῳ κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες Ph.1.16, cf.2.320.<br><span class="bld">III</span> [[Μέθη]] personified, in Art, Paus.2.27.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] ἡ, eigtl. übermäßiges Trinken, σίτων καὶ μέθης πλησθέν Plat. Rep. IX, 571 c; ἀνὴρ ὑπερπλησθεὶς μέθης Soph. O. R. 779; μέθῃ βρεχθείς Eur. El. 326; gew. Trunken | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] ἡ, eigtl. übermäßiges Trinken, σίτων καὶ μέθης πλησθέν Plat. Rep. IX, 571 c; ἀνὴρ ὑπερπλησθεὶς μέθης Soph. O. R. 779; μέθῃ βρεχθείς Eur. El. 326; gew. Trunken [[heit]], Rausch, [[καλῶς]] ἔχοντες μέθης, Her. 5, 20; καὶ [[πολυοινία]], Plat. Legg. II, 666 b; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαντες, Rep. VI, 488 c; πίνειν εἰς μέθην, Legg. VI, 775 b; übertr., κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῖς δεινοῖς ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ, I, 639 b; auch im plur., Phaedr. 238 a; ὁ τὸν θεσμοθέτην πατάξας [[τρεῖς]] εἶχε προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν, Dem. 21, 38; ἀπὸ μέθης, in Folge des Rausches, Ath. X, 434 b. – Bei Empedocl. 46 übh. = Begeisterung. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> [[excès de boisson]], [[beuverie]];<br /><b>2</b> [[ivresse]] ; ivrognerie.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μέθυ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέθη:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[крепкий напиток]]: σίτων καὶ μέθης [[πλησθείς]] Plat. сытый и пьяный;<br /><b class="num">2</b> [[опьянение]] (μ. καὶ [[πολυοινία]] Plat.): πίνειν εἰς μέθην Plat. пить до опьянения; μετὰ μέθης Plat. в состоянии опьянения;<br /><b class="num">3</b> [[остолбенение]], [[оцепенение]]: ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου Plat. оцепенев от страха;<br /><b class="num">4</b> [[попойка]] (κῶμοι καὶ μέθαι NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέθη''': ἡ, (ἴδε [[μέθυ]]) πολλή, ὑπερβολικὴ [[πόσις]] οἴνου, [[πολυποσία]], [[καλῶς]] ἔχω μέθης, εἶμαι ἀρκετὰ «πιωμένος», Ἡρόδ. 5. 20· ὑπερπλησθεὶς μέθης Σοφ. Ο. Τ. 779· μέθῃ βρεχθεὶς Εὐρ. Ἠλ. 326· ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Πλάτ. Πολ. 396D· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίζειν τινὰ [[αὐτόθι]] 488C. II. ἡ ἐκ τῆς πολυποσίας [[κατάστασις]] τοῦ ἀνθρώπου, κοινῶς «μεθύσι», Ἀντιφῶν 127. 22· πίνειν εἰς μέθην Πλάτ. Νόμ. 775Β· χρῆσθαι μέθῃ [[αὐτόθι]] 674Α· διὰ μέθης ποιήσασθαι... τὴν συνουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176Ε· κωμάζειν τινὶ | |lstext='''μέθη''': ἡ, (ἴδε [[μέθυ]]) πολλή, ὑπερβολικὴ [[πόσις]] οἴνου, [[πολυποσία]], [[καλῶς]] ἔχω μέθης, εἶμαι ἀρκετὰ «πιωμένος», Ἡρόδ. 5. 20· ὑπερπλησθεὶς μέθης Σοφ. Ο. Τ. 779· μέθῃ βρεχθεὶς Εὐρ. Ἠλ. 326· ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Πλάτ. Πολ. 396D· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίζειν τινὰ [[αὐτόθι]] 488C. II. ἡ ἐκ τῆς πολυποσίας [[κατάστασις]] τοῦ ἀνθρώπου, κοινῶς «μεθύσι», Ἀντιφῶν 127. 22· πίνειν εἰς μέθην Πλάτ. Νόμ. 775Β· χρῆσθαι μέθῃ [[αὐτόθι]] 674Α· διὰ μέθης ποιήσασθαι... τὴν συνουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176Ε· κωμάζειν τινὶ μετὰ μέθης ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Α· [[τρεῖς]] εἶχε προφάσεις, ἔρωτα, μέθην, ἄγνοιαν Δημ. 526. 15· - ἐν τῷ πληθ., εὐωχίαι, συμπόσια μετὰ πολυποσίας, Πλάτ. Νόμ. 682Ε. ἐν μέθαις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 246C. 2) μεταφορ., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 639Β· [[ὡσαύτως]], [[ἐνθουσιασμός]], Strurz εἰς Ἐμπεδ. 46, πρβλ. Φίλωνα 1. 16. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑM [[μέθη]])<br /><b>1.</b> η υπερβολική [[κατανάλωση]] κρασιού («[[καλῶς]] ἔχοντας ὑμέας [[ὁρέω]] μέθης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η ψυχική και διανοητική [[διαταραχή]] η οποία προέρχεται από υπερβολική [[κατανάλωση]] οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, [[μεθύσι]], [[ζάλη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενθουσιασμός]] («η [[μέθη]] της νίκης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[κατάσταση]] ευφορικής διέγερσης με διαταραχές της αντίληψης, του συντονισμού τών κινήσεων, της άρθρωσης του λόγου και, μερικές φορές, με [[εκδήλωση]] επιθετικότητας, που οφείλονται σε [[λήψη]] [[μεγάλης]] ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών<br />β) η ανάλογη [[κατάσταση]] που οφείλεται στη [[λήψη]] μεγάλων ποσοτήτων ψυχοτρόπων κατευναστικών φαρμάκων, όπως λ.χ. βαρβιτουρικών και αιθέρα<br />γ) [[ελαφρά]] [[νάρκωση]] η οποία γίνεται για την [[εκτέλεση]] μικροεπεμβάσεων<br />δ) <b>φρ.</b> «[[μέθη]] τών δυτών» — [[κατάσταση]] η οποία εμφανίζεται σε αυτόνομους δύτες σε [[βάθος]] άνω τών 30 μέτρων και που εκδηλώνεται με [[αίσθημα]] ασυνήθους ευφορίας ή, αντίθετα, ανησυχίας, συνοδεύεται από [[ζάλη]] και περίεργη [[συμπεριφορά]] και οφείλεται στη ναρκωτική [[δράση]] του αζώτου στο [[αίμα]], [[καθώς]] και στη σπασμογόνα [[δράση]] του οξυγόνου και στην κατασταλτική [[επίδραση]] του διοξειδίου του άνθρακα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ερωτική [[παραφορά]], αισθησιακή [[τέρψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκοτοδίνη]] («κἂν δειλὸς ὢν ἐν | |mltxt=η (ΑM [[μέθη]])<br /><b>1.</b> η υπερβολική [[κατανάλωση]] κρασιού («[[καλῶς]] ἔχοντας ὑμέας [[ὁρέω]] μέθης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η ψυχική και διανοητική [[διαταραχή]] η οποία προέρχεται από υπερβολική [[κατανάλωση]] οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, [[μεθύσι]], [[ζάλη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ενθουσιασμός]] («η [[μέθη]] της νίκης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[κατάσταση]] ευφορικής διέγερσης με διαταραχές της αντίληψης, του συντονισμού τών κινήσεων, της άρθρωσης του λόγου και, μερικές φορές, με [[εκδήλωση]] επιθετικότητας, που οφείλονται σε [[λήψη]] [[μεγάλης]] ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών<br />β) η ανάλογη [[κατάσταση]] που οφείλεται στη [[λήψη]] μεγάλων ποσοτήτων ψυχοτρόπων κατευναστικών φαρμάκων, όπως λ.χ. βαρβιτουρικών και αιθέρα<br />γ) [[ελαφρά]] [[νάρκωση]] η οποία γίνεται για την [[εκτέλεση]] μικροεπεμβάσεων<br />δ) <b>φρ.</b> «[[μέθη]] τών δυτών» — [[κατάσταση]] η οποία εμφανίζεται σε αυτόνομους δύτες σε [[βάθος]] άνω τών 30 μέτρων και που εκδηλώνεται με [[αίσθημα]] ασυνήθους ευφορίας ή, αντίθετα, ανησυχίας, συνοδεύεται από [[ζάλη]] και περίεργη [[συμπεριφορά]] και οφείλεται στη ναρκωτική [[δράση]] του αζώτου στο [[αίμα]], [[καθώς]] και στη σπασμογόνα [[δράση]] του οξυγόνου και στην κατασταλτική [[επίδραση]] του διοξειδίου του άνθρακα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ερωτική [[παραφορά]], αισθησιακή [[τέρψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκοτοδίνη]] («κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῖς δεινοῖς ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μέθαι</i><br />συμπόσια με [[μεγάλη]] [[κατανάλωση]] κρασιού, ευωχίες, τσιμπούσια («περιπεσόντες μουσικῇ τε καὶ ταῖς μέθαις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Μέθη</i><br />[[προσωποποίηση]] του μεθυσιού στην [[τέχνη]] («γέγραπται δὲ ἐνταῡθα καὶ Μέθη, Παυσίου καὶ τοῦτο [[ἔργον]], ἐξ ὑαλίνης φιάλης πίνουσα». <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. ελεύθερα σχηματισμένο από το ρ. [[μεθύω]], [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>πλήθη</i> <span style="color: red;"><</span> [[πληθύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέθη:''' ἡ, =[[μέθυ]],<br /><b class="num">I.</b> [[μέθη]], [[καλῶς]] ἔχειν μέθης, είμαι [[πολύ]] [[πιωμένος]], σε Ηρόδ.· <i>ὑπερπλησθεὶς μέθης</i>, σε Σοφ.· <i>μέθῃ βρεχθείς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεθύσι]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μέθη:''' ἡ, =[[μέθυ]],<br /><b class="num">I.</b> [[μέθη]], [[καλῶς]] ἔχειν μέθης, είμαι [[πολύ]] [[πιωμένος]], σε Ηρόδ.· <i>ὑπερπλησθεὶς μέθης</i>, σε Σοφ.· <i>μέθῃ βρεχθείς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεθύσι]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':mšqh 姆帖<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':醉(的) 相當於: ([[עָסִיס]]‎) ([[ | |sngr='''原文音譯''':mšqh 姆帖<br />'''詞類次數''':名詞(3)<br />'''原文字根''':醉(的) 相當於: ([[עָסִיס]]‎) ([[שִׁכֹּור]]‎)<br />'''字義溯源''':醉酒*,濃酒<br />'''同源字''':1) ([[μέθη]])醉酒 2) ([[μεθύσκω]])使醉酒 3) ([[μέθυσος]])醉酒的 4) ([[μεθύω]])喝醉參讀 ([[κραιπάλη]])同義字<br />'''出現次數''':總共(3);路(1);羅(1);加(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 醉酒(3) 路21:34; 羅13:13; 加5:21 | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[drunkenness]]=== | |||
Arabic: سُكْرٌ; Asturian: borrachera, enfile; Basque: mozkorraldi; Catalan: embriaguesa, turca, borratxera; Chinese Mandarin: 醉態/醉态, 酒醉, 酩酊; Czech: opilost; Danish: fuldskab; Dutch: [[dronkenschap]]; English: [[drunkenness]], [[pissedness]]; Esperanto: ebriiĝo; Finnish: juopumus, päihtymys, humalatila, känni, känä, maistissa, päissään, sievässä, pienessä, simassa, hutikassa, jurri, kaljoissa, humala, kuositus, huppeli, hiprakka, pöhnä, perse olalla, umpitunneli, kaatokänni, nakit silmillä, perskänni, räkäkänni, taikinoissa, änkyräkänni, perseet, pää täynnä, naamat, tuuba, kaasu, huuru, pieru, pleksit, tutkalla, lärvit, tuiskeessa, tuiterissa, tujussa, seipäässä, flänässä, hönössä, seilissä, fyllassa; French: [[ébriété]], [[ivresse]]; Galician: borracheira, peido, moca; German: [[Trunkenheit]], [[Betrunkenheit]], [[Alkoholberauschung]], [[Alkoholberauschtheit]]; Gothic: 𐌳𐍂𐌿𐌲𐌺𐌰𐌽𐌴𐌹; Greek: [[μέθη]], [[μεθύσι]]; Ancient Greek: [[βακχεία]], [[Βακχεία]], [[βακχίη]], [[ἐκμέθυσμα]], [[ἐξοινία]], [[κραιπάλη]], [[μέθη]], [[μέθυσις]], [[οἰνοφλυγία]], [[οἴνωσις]], [[τὸ πάροινον]]; Hebrew: שכרון; Hungarian: részegség; Icelandic: ölvun, drykkjuskapur, óregla, ölæði; Ido: ebrieso; Ilocano: bartek; Irish: meisce; Italian: [[ubriachezza]], [[sbornia]], [[ciucca]], [[ubriacatura]]; Japanese: 酩酊; Latin: [[ebrietas]]; Lun Bawang: abuk; Manx: meshtallys, scooyr; Norman: bouaissonn'nie, béthie, ivrouongn'nie; Persian: مستی; Polish: pijaństwo; Portuguese: [[bebedeira]], [[embriaguez]], [[tosga]]; Romanian: beție; Russian: [[опьянение]], [[пьянство]], [[подпитие]], [[градус]]; Scottish Gaelic: daorach, misg, smùid; Spanish: [[beodez]], [[bolencia]], [[bomba]], [[borrachera]], [[borrachería]], [[castaña]], [[chispa]], [[chupeta]], [[cogorza]], [[cohete]], [[crápula]], [[cucuruca]], [[cuete]], [[cura]], [[curadera]], [[curda]], [[curdela]], [[ebriedad]], [[embriaguez]], [[escabio]], [[filoxera]], [[humera]], [[intoxicación etílica]], [[jáquima]], [[juma]], [[jumera]], [[llorona]], [[lobo]], [[mamada]], [[mamadera]], [[mamúa]], [[melopea]], [[merluza]], [[mierda]], [[mona]], [[moña]], [[mordaga]], [[papalina]], [[pea]], [[pedal]], [[pedo]], [[peludo]], [[penca]], [[pichinga]], [[pítima]], [[puntillo]], [[rasca]], [[reata]], [[riata]], [[sirindanga]], [[tablón]], [[tajada]], [[tea]], [[toña]], [[torta]], [[tranca]], [[trompa]], [[turca]], [[vacilón]], [[zamacuco]], [[zoca]], [[zorra]]; Swedish: fylla; Telugu: మత్తు; Turkish: sarhoşluk; Ugaritic: 𐎌𐎋𐎗𐎐; Welsh: meddwdod | |||
}} | }} |