κάθαρμα: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")
mNo edit summary
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κάθαρμα
|Full diacritics=κᾰ́θαρμα
|Medium diacritics=κάθαρμα
|Medium diacritics=κάθαρμα
|Low diacritics=κάθαρμα
|Low diacritics=κάθαρμα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katharma
|Transliteration C=katharma
|Beta Code=ka/qarma
|Beta Code=ka/qarma
|Definition=[κᾰ], ατος, τό, ([[καθαίρω]]) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that which is thrown away in cleansing]]: in pl., [[offscourings]], [[refuse of a sacrifice]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>98</span>; [[residuum]] of ore after smelting, [[slag]], <span class="bibl">Str.3.28</span>: sg.,= κάθαρσις ''ΙΙ'', <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span> 5.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[φαρμακός]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>454</span>, Sch.<span class="bibl">Id.<span class="title">Eq.</span>1133</span>: hence metaph., of persons, [[outcast]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>454</span>; αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγούς <span class="bibl">Eup.117.8</span>; τοὺς μὲν καθάρματα, τοὺς δὲ πτωχούς, τοὺς δ' οὐδ' ἀνθρώπους ὑπολαμβάνων εἶναι <span class="bibl">D.21.185</span>, cf. 199, <span class="bibl">18.128</span>, <span class="bibl">Aeschin.3.211</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in pl.,= [[κάθαρσις]], [[purification]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1316</span>; ποντίων καθαρμάτων… ἀμοιβάς in return for [[clearing]] the sea (of pirates), <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span>225</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[ἐντὸς τοῦ καθάρματος]] = [[within the purified ground]] where the assembly was held, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>44</span>.</span>
|Definition=[κᾰ], καθάρματος, τό, ([[καθαίρω]])<br><span class="bld">A</span> [[that which is thrown away in cleansing]]: in plural [[καθάρματα]], [[offscourings]], [[refuse of a sacrifice]], A.Ch.98; [[residuum]] of ore after [[smelt]]ing, [[slag]], Str.3.28: sg. = [[κάθαρσις]] ''ΙΙ'', Hp.Epid. 5.2.<br><span class="bld">2</span> = [[φαρμακός]], Sch.Ar.Pl.454, Sch.Id.Eq.1133: hence metaph., of persons, [[outcast]], Ar.Pl.454; αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγούς Eup.117.8; τοὺς μὲν καθάρματα, τοὺς δὲ πτωχούς, τοὺς δ' οὐδ' ἀνθρώπους ὑπολαμβάνων εἶναι D.21.185, cf. 199, 18.128, Aeschin.3.211, etc.<br><span class="bld">II</span> in plural [[καθάρματα]] = [[κάθαρσις]], [[purification]], E.IT1316; ποντίων καθαρμάτων… [[ἀμοιβάς]] in [[return]] for [[clear]]ing the [[sea]] (of [[pirate]]s), Id.HF225.<br><span class="bld">III</span> [[ἐντὸς τοῦ καθάρματος]] = [[within]] the [[purify|purified]] [[ground]] where the [[assembly]] was held, Ar.Ach.44.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1281.png Seite 1281]] τό, der beim Reinigen abgenommene. weggeworfene Schmutz, Kehricht, -Auswurf, Ammon. τὰ μετὰ τὸ καθαρθῆνσι ἀποῤῥιπτούμενα, vgl. Poll. 5, 163; καθάρμαθ' ὥς τις ἐκπέμψας Aesch. Ch. 96; πόντια, δόλια, Eur. Herc. Fur. 225 I. T. 1316. – Bei Reinigungs- od. Sühnopfern das Opferthier, auf das die Schuld geladen u. welches dann als unrein weggeworfen wurde, der Sündenbock, Suid. u. Schol. Ar. Plut. 454 Ach. 44. – Ein verworfener Mensch, Auswurf der menschlichen Gesellschaft, γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον, ὦ καθάρματε Ar. Plut. 454; τοὺς μὲν πτωχούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δ ' οὐδὲν ὑπολαμβάνων εἶναι Dem. 21, 185, vgl. 198; Din. 1, 16; Ath. XV, 697 e; Plut. Sull. 33; ἐξονειδίζει ἀνδράποδα καὶ καθάρματα ἡμᾶς ἀποκαλῶν Luc. D. Mort. 2, 1; N. T. – Ar. Ach. 44 πάριθ', ὡς ἂν ἐντὸς ἦτε τοῦ καθάρματος, wahrscheinlich der durch Opfer gereinigte, geweihte Platz. Vgl. [[καθάρσιος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1281.png Seite 1281]] τό, der beim Reinigen abgenommene. weggeworfene [[Schmutz]], [[Kehricht]], -Auswurf, Ammon. τὰ μετὰ τὸ καθαρθῆνσι ἀποῤῥιπτούμενα, vgl. Poll. 5, 163; καθάρμαθ' ὥς τις ἐκπέμψας Aesch. Ch. 96; πόντια, δόλια, Eur. Herc. Fur. 225 I. T. 1316. – Bei Reinigungs- od. Sühnopfern das Opferthier, auf das die Schuld geladen u. welches dann als unrein weggeworfen wurde, der Sündenbock, Suid. u. Schol. Ar. Plut. 454 Ach. 44. – Ein verworfener Mensch, Auswurf der menschlichen Gesellschaft, γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον, ὦ καθάρματε Ar. Plut. 454; τοὺς μὲν πτωχούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δ ' οὐδὲν ὑπολαμβάνων εἶναι Dem. 21, 185, vgl. 198; Din. 1, 16; Ath. XV, 697 e; Plut. Sull. 33; ἐξονειδίζει ἀνδράποδα καὶ καθάρματα ἡμᾶς ἀποκαλῶν Luc. D. Mort. 2, 1; [[NT|N.T.]] – Ar. Ach. 44 πάριθ', ὡς ἂν ἐντὸς ἦτε τοῦ καθάρματος, wahrscheinlich der durch Opfer gereinigte, geweihte Platz. Vgl. [[καθάρσιος]].
}}
{{bailly
|btext=καθάρματος (τό) :<br /><b>1</b> [[l'objet employé dans les lustrations et représentant symboliquement la souillure dont on voulait se purifier]] ; on le lançait derrière soi en détournant les yeux;<br /><b>2</b> [[misérable servant de victime expiatoire]].<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κάθαρμα καθάρματος, τό [καθαίρω] wat overblijft bij schoonmaken: [[afval]], [[vuil]], meestal plur.:; καθάρμαθ’ ὥς τις ἐκπέμψας zoals iemand die het afval van het offer wegbrengt Aeschl. Ch. 98; van pers.: ὦ καθάρματα jullie, stukken uitschot Aristoph. Pl. 454. reiniging:; ποντίων καθαρμάτων χέρσου τ’ ἀμοιβάς in ruil voor de reiniging van zee en land Eur. HF 225; reinigingsritueel:; δόλια δ’ ἦν καθάρματα het reinigingsritueel was nep Eur. IT 1316; uitbr. [[gewijde plaats]]. geneesk. [[purgering]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάθαρμα:''' καθάρματος (κᾰ) τό<br /><b class="num">1</b> pl. [[смытая грязь]], [[нечистоты]], [[отбросы]] (καθάρματα ἐκπέμψαι Aesch.): πόντια καθάρματα Eur. морская нечисть, т. е. пираты;<br /><b class="num">2</b> [[негодный человек]], [[нечестивец]] (служивший в дни народных бедствий очистительной жертвой богам), преимущ. pl. бран. отбросы общества, негодяи, нечисть Arph., Dem., Luc., Plut.;<br /><b class="num">3</b> [[очищенное жертвоприношением место]] (для собраний): ἐντὸς τοῦ καθάρματος Arph. в освященном месте.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάθαρμα''': τό, ([[καθαίρω]]) ὅ,τι ἀπορρίπτεται κατὰ τὴν κάθαρσιν ἢ τὸν καθαρμόν· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἀκαθαρσίαι τῶν θυμάτων, Αἰσχύλ. Χο. 98· - ἡ [[ἀκαθαρσία]] ἥτις ἀπομένει [[μετὰ]] τὴν τῆξιν μεταλλούχου οὐσίας, [[σκωρία]], Στραβ. 146C.<br /> 2) μεταφ., ἐπί ἀναξίων καὶ μηδαμινῶν ἀνθρώπων, πρόστυχος, ἀπερριμμένος, [[ἀπόβλητος]], [[σκύβαλον]] τῆς κοινωνίας, Ἀριστοφ. Πλ. 454· αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγοὺς Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 15· τοὺς μὲν ἐχθρούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δὲ οὐδὲν ὑπολαμβάνων [[εἶναι]] Δημ. 578. 19, πρβλ. 269. 26, 578. 20, Αἰσχίν. 84. 15. - Ἦτο [[συνήθεια]] ἐν Ἀθήναις νὰ τρέφωσι [[δημοσίᾳ]] φαύλους τινὰς καὶ [[λίαν]] ἀγενεῖς καὶ ἀχρήστους ἀνθρώπους, οὕς ὅτε ἐπήρχετο εἰς τὴν πόλιν [[συμφορά]] τις, ὡς π.χ. λοιμὸς ἢ τοιοῦτόν τι, προσέφερον ὡς θυσίαν ῥίπτοντες εἰς τὴν θάλασσαν καὶ λέγοντες: [[περίψημα]] ἡμῶν γενοῦ, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι [[οὕτως]] ἐκαθαρίζετο ἡ [[πόλις]] ἐκ τοῦ ἄγους· οἱ τοιοῦτοι δὲ ἐκαλοῦντο καθάρματα, περικαθάρματα, περιψήματα, φαρμακοί, δημόσιοι· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ εἰς Ἱππ. 1133.<br />ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = [[κάθαρσις]], [[καθαρισμός]], ἐξάγνισις, Εὐρ. Ι. Τ. 1316· ποντίων καθαρμάτων … [[ἀμοιβάς]], ὡς ἀμοιβὴν διὰ τὴν κάθαρσιν τῆς θαλάσσης (ἐκ τῶν πειρατῶν), ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 225. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 44, ἐντὸς καθάρματος σημαίνει ἐντὸς τοῦ κεκαθαρμένου ἐδάφους, ἴδε Λεξικ. Ἀρχ.
|lstext='''κάθαρμα''': τό, ([[καθαίρω]]) ὅ,τι ἀπορρίπτεται κατὰ τὴν κάθαρσιν ἢ τὸν καθαρμόν· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἀκαθαρσίαι τῶν θυμάτων, Αἰσχύλ. Χο. 98· - ἡ [[ἀκαθαρσία]] ἥτις ἀπομένει μετὰ τὴν τῆξιν μεταλλούχου οὐσίας, [[σκωρία]], Στραβ. 146C.<br /> 2) μεταφ., ἐπί ἀναξίων καὶ μηδαμινῶν ἀνθρώπων, πρόστυχος, ἀπερριμμένος, [[ἀπόβλητος]], [[σκύβαλον]] τῆς κοινωνίας, Ἀριστοφ. Πλ. 454· αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγοὺς Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 15· τοὺς μὲν ἐχθρούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δὲ οὐδὲν ὑπολαμβάνων [[εἶναι]] Δημ. 578. 19, πρβλ. 269. 26, 578. 20, Αἰσχίν. 84. 15. - Ἦτο [[συνήθεια]] ἐν Ἀθήναις νὰ τρέφωσι [[δημοσίᾳ]] φαύλους τινὰς καὶ [[λίαν]] ἀγενεῖς καὶ ἀχρήστους ἀνθρώπους, οὕς ὅτε ἐπήρχετο εἰς τὴν πόλιν [[συμφορά]] τις, ὡς π.χ. λοιμὸς ἢ τοιοῦτόν τι, προσέφερον ὡς θυσίαν ῥίπτοντες εἰς τὴν θάλασσαν καὶ λέγοντες: [[περίψημα]] ἡμῶν γενοῦ, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι [[οὕτως]] ἐκαθαρίζετο ἡ [[πόλις]] ἐκ τοῦ ἄγους· οἱ τοιοῦτοι δὲ ἐκαλοῦντο καθάρματα, περικαθάρματα, περιψήματα, φαρμακοί, δημόσιοι· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ εἰς Ἱππ. 1133.<br />ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = [[κάθαρσις]], [[καθαρισμός]], ἐξάγνισις, Εὐρ. Ι. Τ. 1316· ποντίων καθαρμάτων … [[ἀμοιβάς]], ὡς ἀμοιβὴν διὰ τὴν κάθαρσιν τῆς θαλάσσης (ἐκ τῶν πειρατῶν), ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 225. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 44, ἐντὸς καθάρματος σημαίνει ἐντὸς τοῦ κεκαθαρμένου ἐδάφους, ἴδε Λεξικ. Ἀρχ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> l’objet employé dans les lustrations et représentant symboliquement la souillure dont on voulait se purifier ; on le lançait derrière soi en détournant les yeux;<br /><b>2</b> misérable servant de victime expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κάθαρμα]])<br /><b>1.</b> αυτό που αποβάλλεται [[κατά]] την [[κάθαρση]], [[απόβλημα]], [[ξέπλυμα]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[απόβρασμα]] της κοινωνίας, [[άνθρωπος]] [[μηδαμινός]], [[φαύλος]] και [[απόβλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ καθάρματα</i><br />τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων της θυσίας<br /><b>2.</b> η [[σκουριά]] που μένει [[μετά]] την [[τήξη]] μεταλλικής ουσίας («ἐκ δὲ τοῦ χρυσοῡ ἑψομένου καὶ καθαιρουμένου στυπτηριώδει τινὶ γῆ τὸ [[κάθαρμα]] [[ἤλεκτρον]] [[εἶναι]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κακούργος]] που θανατωνόταν από την [[πολιτεία]] σε περίοδο λιμού ή συμφοράς, για εξιλασμό, αλλ. [[φαρμακός]]<br /><b>4.</b> η [[αποβολή]] τών περιττών ουσιών από το ανθρώπινο [[σώμα]], [[κένωση]]<br /><b>5.</b> [[κάθαρση]], [[εξαγνισμός]], καθαρτήρια [[πράξη]] ή [[τελετή]]<br /><b>6.</b> εξαγνισμένος [[χώρος]] για [[τέλεση]] θυσίας<br />(«ἐντὸς τοῦ καθάρματος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καθαρ</i>- του [[καθαίρω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μα</i>].
|mltxt=το (AM [[κάθαρμα]])<br /><b>1.</b> αυτό που αποβάλλεται [[κατά]] την [[κάθαρση]], [[απόβλημα]], [[ξέπλυμα]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[απόβρασμα]] της κοινωνίας, [[άνθρωπος]] [[μηδαμινός]], [[φαύλος]] και [[απόβλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ καθάρματα</i><br />τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων της θυσίας<br /><b>2.</b> η [[σκουριά]] που μένει [[μετά]] την [[τήξη]] μεταλλικής ουσίας («ἐκ δὲ τοῦ χρυσοῦ ἑψομένου καὶ καθαιρουμένου στυπτηριώδει τινὶ γῆ τὸ [[κάθαρμα]] [[ἤλεκτρον]] [[εἶναι]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κακούργος]] που θανατωνόταν από την [[πολιτεία]] σε περίοδο λιμού ή συμφοράς, για εξιλασμό, αλλ. [[φαρμακός]]<br /><b>4.</b> η [[αποβολή]] τών περιττών ουσιών από το ανθρώπινο [[σώμα]], [[κένωση]]<br /><b>5.</b> [[κάθαρση]], [[εξαγνισμός]], καθαρτήρια [[πράξη]] ή [[τελετή]]<br /><b>6.</b> εξαγνισμένος [[χώρος]] για [[τέλεση]] θυσίας<br />(«ἐντὸς τοῦ καθάρματος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καθαρ</i>- του [[καθαίρω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μα</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάθαρμα:''' -ατος, τό ([[καθαίρω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό που αποβάλλεται κατά την [[διάρκεια]] του καθαρίσματος, κατά τη [[διαδικασία]] της καθαριότητας· σε πληθ., ακαθαρσίες, απορρίμματα, αποφάγια θυσιών, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πρόστυχος]], [[ανάξιος]], [[απόβλητος]], σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., = [[κάθαρσις]], [[εξαγνισμός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> εξαγνισμένο, [[ιερό]] [[έδαφος]], <i>ἐντὸς καθάρματος</i>, [[εντός]] των ορίων του ιερού εδάφους, μέσα σε αυτό, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κάθαρμα:''' καθάρματος, τό ([[καθαίρω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό που αποβάλλεται κατά την [[διάρκεια]] του καθαρίσματος, κατά τη [[διαδικασία]] της καθαριότητας· σε πληθ., ακαθαρσίες, απορρίμματα, αποφάγια θυσιών, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[πρόστυχος]], [[ανάξιος]], [[απόβλητος]], σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., = [[κάθαρσις]], [[εξαγνισμός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> εξαγνισμένο, [[ιερό]] [[έδαφος]], <i>ἐντὸς καθάρματος</i>, [[εντός]] των ορίων του ιερού εδάφους, μέσα σε αυτό, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάθαρμα -ατος, τό [καθαίρω] wat overblijft bij schoonmaken: afval, vuil, meestal plur.:; καθάρμαθ ’ ὥς τις ἐκπέμψας zoals iemand die het afval van het offer wegbrengt Aeschl. Ch. 98; van pers.: ὦ καθάρματα jullie, stukken uitschot Aristoph. Pl. 454. reiniging:; ποντίων καθαρμάτων χέρσου τ ’ ἀμοιβάς in ruil voor de reiniging van zee en land Eur. HF 225; reinigingsritueel:; δόλια δ ’ ἦν καθάρματα het reinigingsritueel was nep Eur. IT 1316; uitbr. gewijde plaats. geneesk. purgering.
}}
{{elru
|elrutext='''κάθαρμα:''' ατος (κᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> pl. смытая грязь, нечистоты, отбросы (καθάρματα ἐκπέμψαι Aesch.): πόντια καθάρματα Eur. морская нечисть, т. е. пираты;<br /><b class="num">2)</b> негодный человек, нечестивец (служивший в дни народных бедствий очистительной жертвой богам), преимущ. pl. бран. отбросы общества, негодяи, нечисть Arph., Dem., Luc., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> очищенное жертвоприношением место (для собраний): ἐντὸς τοῦ καθάρματος Arph. в освященном месте.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάθαρμα]], ατος, τό, [[καθαίρω]]<br /><b class="num">I.</b> that [[which]] is thrown [[away]] in [[cleansing]]; in pl. the offscourings, [[refuse]] of a [[sacrifice]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> metaph. a castaway, [[outcast]], Ar., Dem., etc.<br /><b class="num">II.</b> in pl. = [[κάθαρσις]], [[purification]], Eur.<br /><b class="num">III.</b> purified [[ground]], ἐντὸς καθάρματος [[within]] the [[hallowed]] [[space]], Ar.
|mdlsjtxt=[[κάθαρμα]], καθάρματος, τό, [[καθαίρω]]<br /><b class="num">I.</b> that [[which]] is thrown [[away]] in [[cleansing]]; in plural the offscourings, [[refuse]] of a [[sacrifice]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> metaph. a castaway, [[outcast]], Ar., Dem., etc.<br /><b class="num">II.</b> in plural = [[κάθαρσις]], [[purification]], Eur.<br /><b class="num">III.</b> purified [[ground]], ἐντὸς καθάρματος [[within]] the [[hallowed]] [[space]], Ar.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
Line 39: Line 39:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[anything worthless]], [[sweepings of the gutter]]
|woodrun=[[anything worthless]], [[sweepings of the gutter]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀκαθαρσία]]· [[ἀπόβλητος]]: στήν Ἀθήνα καταδίκους [[τούς]] ἔριχναν στή [[θάλασσα]] σέ περίπτωση συμφορᾶς τῆς πόλης καί ἔτσι πίστευαν ὅτι καθαριζόταν ἡ πόλη ἀπό τό [[μίασμα]]). Ἀπό τό [[καθαίρω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{trml
|trtx====[[purification]]===
Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: [[使純淨]], [[使纯净]], [[使潔淨]], [[使洁净]], [[純化]], [[纯化]]; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: [[purification]]; Galician: purificación; German: [[Reinigung]]; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: [[εξαγνισμός]], [[κάθαρση]], [[καθαρμός]]; Ancient Greek: [[ἁγισμός]], [[ἁγιστία]], [[ἁγνεία]], [[ἅγνισμα]], [[ἁγνισμός]], [[ἀνακάθαρσις]], [[ἀποδιϋλισμός]], [[ἀποκάθαρσις]], [[ἀπόπλυνσις]], [[ἀπόρρυψις]], [[ἀφαγνισμός]], [[ἀφοσίωμα]], [[ἀφοσίωσις]], [[διύλισις]], [[διυλισμός]], [[ἐκκάθαρσις]], [[ἔκνιψις]], [[ἐξάγισις]], [[ἐξάλειψις]], [[ἐπικάθαρσις]], [[καθαρισμός]], [[κάθαρμα]], [[καθαρμός]], [[κάθαρσις]], [[κόθαρσις]], [[ὁσίωσις]], [[περικάθαρμα]], [[περικαθαρμός]], [[περικάθαρσις]], [[ῥύψις]]; Indonesian: pemurnian, purifikasi; Italian: [[purificazione]]; Japanese: 浄化; Malay: penulenan; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی, تخلیص, پالایش, پازش; Polish: oczyszczenie; Portuguese: [[purificação]]; Romanian: purificare, curățire; Russian: [[очистка]], [[очищение]], [[пурификация]]; Spanish: [[fundición]], [[purificación]], [[limpia]]; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas
}}
}}