λατρευτός: Difference between revisions

m
Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν"
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=latreftos
|Transliteration C=latreftos
|Beta Code=latreuto/s
|Beta Code=latreuto/s
|Definition=ή, όν, = foreg., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἔργον <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span> 12.16</span>.</span>
|Definition=λατρευτή, λατρευτόν, = [[λατρευτικός]] ([[servile]]), [[ἔργον]] [[LXX]] Ex. 12.16.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λατρευτός]], -ή, -όν) [[λατρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τον αγαπούν [[πάρα]] πολύ, [[πολυαγαπημένος]], λατρεμένος («λατρευτή μου [[μητέρα]]»)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην [[υπηρεσία]], [[υπηρετικός]], [[δουλικός]] («πᾱν [[ἔργον]] λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῑς», ΠΔ). Επιρρ. <i>λατρευτῶς</i> (Μ)<br />λατρευτικά.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λατρευτός]], -ή, -όν) [[λατρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τον αγαπούν [[πάρα]] πολύ, [[πολυαγαπημένος]], λατρεμένος («λατρευτή μου [[μητέρα]]»)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην [[υπηρεσία]], [[υπηρετικός]], [[δουλικός]] («πᾶν [[ἔργον]] λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῖς», ΠΔ). Επιρρ. <i>λατρευτῶς</i> (Μ)<br />λατρευτικά.
}}
}}