σιωπάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=siopao
|Transliteration C=siopao
|Beta Code=siwpa/w
|Beta Code=siwpa/w
|Definition=[[σιωπῶ]], inf. [[σιωπᾶν]] Il.2.280: fut. [[σιωπήσομαι]] in early writers, S.''OT''233, Ar.''Pax''309, ''Av.''225, ''Lys.''364, Pl.''Phdr.''234a, etc.; later -ήσω Aeschin.''Ep.''10.1, D.H.11.6, Plu.2.240e, etc. (cf. [[σιγάω]]): aor. (ἐ)σιώπησα Il.23.568, etc.: pf. σεσιώπηκα Ar.''V.''944, D.6.34:—Med. and Pass., v. infr.: Dor. [[σωπάω]] ([[quod vide|q.v.]]):—[[keep silence]], σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Il.2.280, cf. 23.568, Od.17.513, Hdt.7.10, etc.; [[Σιμωνίδης]] τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει = [[Simonides]] [[relate]]s that a [[picture]] is a [[silent]] [[poem]] Plu.2.346f; [[φησὶν σιωπῶν]] = his [[silence]] is an [[admission]], E.''Or.''1592, cf. ''IA''1245; πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι D.19.33; σ. τινί [[keep silence]] for or [[keep silence]] at the behest of . ., Ar.''Ra.''1134, ''Lys.''530; σ. πρός τινα Pl.''Phdr.'' 234a; πρὸς τοῦτο X.''Cyr.''5.5.20; ὑπέρ τινος E.''Fr.''796; imper. [[σιώπα]] [[hush]]! [[be still]], [[keep quite]]! S.''Fr.''81, Ar.''Lys.''529, etc.<br><span class="bld">2</span> of bees, to [[be still]], opp. [[βομβέω]], Arist.''HA''627a24.<br><span class="bld">II</span> trans., [[keep secret]], [[speak not of]], τὰ δίκαια E.''Fr.''1037, cf. Ar.''Th.''27, X.''Smp.''6.10, etc.; σ. ὅτι . . ''PMasp.''295.21 (v A.D.):—Pass., ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων D.''Prooem.''21, cf. Isoc.1.22, etc.; τί σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών; E. ''Ion''432; σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶσαι Antipho 1.13; οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπηθήσεται Aeschin.3.155; ταῦτα σιωπᾶσθαι συνέφερεν D. 19.42; ἡ σιωπωμένη [[ἀλήθεια]] D.H.1.76.<br><span class="bld">III</span> Med., [[silence]], σιωπησάμενος τὰ πλήθη Plb.18.46.4.
|Definition=[[σιωπῶ]], inf. [[σιωπᾶν]] Il.2.280: fut. σιωπήσομαι in early writers, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''233, Ar.''Pax''309, ''Av.''225, ''Lys.''364, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''234a, etc.; later -ήσω Aeschin.''Ep.''10.1, D.H.11.6, Plu.2.240e, etc. (cf. [[σιγάω]]): aor. (ἐ)σιώπησα Il.23.568, etc.: pf. σεσιώπηκα Ar.''V.''944, D.6.34:—Med. and Pass., v. infr.: Dor. [[σωπάω]] ([[quod vide|q.v.]]):—[[keep silence]], σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Il.2.280, cf. 23.568, Od.17.513, [[Herodotus|Hdt.]]7.10, etc.; [[Σιμωνίδης]] τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει = [[Simonides]] [[relate]]s that a [[picture]] is a [[silent]] [[poem]] Plu.2.346f; [[φησὶν σιωπῶν]] = his [[silence]] is an [[admission]], [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1592, cf. ''IA''1245; πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι D.19.33; σ. τινί [[keep silence]] for or [[keep silence]] at the behest of . ., Ar.''Ra.''1134, ''Lys.''530; σ. πρός τινα [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]'' 234a; πρὸς τοῦτο [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.5.20; ὑπέρ τινος E.''Fr.''796; imper. [[σιώπα]] [[hush]]! [[be still]], [[keep quite]]! [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''81, Ar.''Lys.''529, etc.<br><span class="bld">2</span> of bees, to [[be still]], opp. [[βομβέω]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''627a24.<br><span class="bld">II</span> trans., [[keep secret]], [[speak not of]], τὰ δίκαια E.''Fr.''1037, cf. Ar.''Th.''27, X.''Smp.''6.10, etc.; σ. ὅτι . . ''PMasp.''295.21 (v A.D.):—Pass., ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων D.''Prooem.''21, cf. Isoc.1.22, etc.; τί σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών; E. ''Ion''432; σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶσαι Antipho 1.13; οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπηθήσεται Aeschin.3.155; ταῦτα σιωπᾶσθαι συνέφερεν D. 19.42; ἡ σιωπωμένη [[ἀλήθεια]] D.H.1.76.<br><span class="bld">III</span> Med., [[silence]], σιωπησάμενος τὰ πλήθη Plb.18.46.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐσιώπων, <i>f.</i> σιωπήσομαι, <i>postér.</i> σιωπήσω, <i>ao.</i> ἐσιώπησα, <i>pf.</i> σεσιώπηκα;<br /><i>Pass. f.</i> σιωπηθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσιωπήθην, <i>pf.</i> σεσιώπημαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> garder le silence, se taire;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> taire, passer sous silence, acc. ; <i>Pass.</i> [[être tu]], [[être passé sous silence]], [[être gardé secret]].<br />'''Étymologie:''' [[σιωπή]].
|btext=[[σιωπῶ]] :<br /><i>impf.</i> ἐσιώπων, <i>f.</i> σιωπήσομαι, <i>postér.</i> σιωπήσω, <i>ao.</i> ἐσιώπησα, <i>pf.</i> σεσιώπηκα;<br /><i>Pass. f.</i> σιωπηθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσιωπήθην, <i>pf.</i> σεσιώπημαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> [[garder le silence]], [[se taire]];<br /><b>2</b> <i>tr.</i> [[taire]], [[passer sous silence]], acc. ; <i>Pass.</i> [[être tu]], [[être passé sous silence]], [[être gardé secret]];<br />[[NT]]: [[se calmer]] ; [[se tenir en paix]].<br />'''Étymologie:''' [[σιωπή]].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=se calmer ; se tenir en paix
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 42: Line 39:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιωπάω''': ἀπαρ. σιωπᾶν (συνῃρ) Ἰλ. Β. 280· μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, [[οἷον]] Σοφ. Ο. Τ. 233, Ἀριστοφ. Εἰρ. 309, Ὄρν. 225, Λυσ. 364, Πλάτ., κλπ.· μεταγεν. -ήσω Διον. Ἁλ. 11. 6, Πλούτ., κλπ. (ἴδε [[σιγάω]])· - ἀόρ. ἐσιώπησα Ὅμηρ., Ἀττ.· - πρκμ. σεσιώπηκα Ἀριστοφ. Σφ. 944, Δημ. 74. 2. - Μέσ. καὶ Παθ., ἴδε κατωτ.· - [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ Δωρ. [[τύπος]] [[σωπάω]], ἴδε ἐν λέξ. Εἶμαι [[σιωπηλός]], [[ἥσυχος]], σιωπῶ, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Ψ. 568, Ὀδ. Ρ. 513 ([[ἔνθα]] δύναται νὰ ληφθῇ ὡς μεταβ.)· ἀκολούθως παρ’ Ἡρόδ. 7. 10 ἐν ἀρχ., καὶ Ἀττ.· [[Σιμωνίδης]] τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Πλούτ. 2. 346F· φησὶν σιωπῶν, δηλ. ἡ [[σιωπή]] του σημαίνει συναίνεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 1592, πρβλ. Ι. Α. 1245· πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι Δημ. 351. 17· σ. τινι, τηρῶ σιγὴν [[πρός]] τινα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1134, Λυσ. 530· σ. [[πρός]] τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20· ὑπέρ τινος Τραγικ. παρὰ Πλουτ. 2. 1108Β· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 218Α· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[σιγάω]], ἐν τῇ προστ. σιώπα, [[σιωπή]]! [[ἥσυχα]]! Σοφ. Ἀποσπ. 102, Ἀριστοφ. Λυσ. 530, κτλ. 2) ἐπὶ μελισσῶν, [[ἡσυχάζω]], ἀντίθετον τῷ [[βομβέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 53. ΙΙ. μεταβ., φυλάττω σιωπὴν [[περί]] τινος, τηρῶ τι μυστικόν, δὲν [[λέγω]] τι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1024, Ἀριστοφ. Θεσμ. 27, Ξεν. Συμπ. 6, 10, κτλ.· - Παθητ., τηρεῖταί τι μυστικόν, ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων Ἰσοκρ. 6Ε, κτλ.· τί σιγῶσ’ ὦν σιωπᾶσθαι [[χρεών]]; Εὐρ. Ἴων 432· σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶν Ἀντιφῶν 112, ἐν τέλ.· οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπήσεται Αἰσχίν. 75. 37· [[ταῦτα]] σιωπᾶσθαι συνέφερεν Δημ. 354. 20· ἡ σεσιωπημένη [[ἀλήθεια]] Διον. Ἁλ. 1. 76. - Περὶ τῆς σχέσεως [[αὐτοῦ]] πρὸς τὸ [[σιγάω]], ἴδε ἐν λέξ. [[σιγάω]]. ΙΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] τινὰ σιωπηλόν, [[ἐπιβάλλω]] σιγὴν εἴς τινα, τὰ πλήθη σιωπησάμενος Πολύβ. 18. 29, 4.
|lstext='''σιωπάω''': ἀπαρ. σιωπᾶν (συνῃρ) Ἰλ. Β. 280· μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, [[οἷον]] Σοφ. Ο. Τ. 233, Ἀριστοφ. Εἰρ. 309, Ὄρν. 225, Λυσ. 364, Πλάτ., κλπ.· μεταγεν. -ήσω Διον. Ἁλ. 11. 6, Πλούτ., κλπ. (ἴδε [[σιγάω]])· - ἀόρ. ἐσιώπησα Ὅμηρ., Ἀττ.· - πρκμ. σεσιώπηκα Ἀριστοφ. Σφ. 944, Δημ. 74. 2. - Μέσ. καὶ Παθ., ἴδε κατωτ.· - [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ Δωρ. [[τύπος]] [[σωπάω]], ἴδε ἐν λέξ. Εἶμαι [[σιωπηλός]], [[ἥσυχος]], σιωπῶ, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Ψ. 568, Ὀδ. Ρ. 513 ([[ἔνθα]] δύναται νὰ ληφθῇ ὡς μεταβ.)· ἀκολούθως παρ’ Ἡρόδ. 7. 10 ἐν ἀρχ., καὶ Ἀττ.· [[Σιμωνίδης]] τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Πλούτ. 2. 346F· φησὶν σιωπῶν, δηλ. ἡ [[σιωπή]] του σημαίνει συναίνεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 1592, πρβλ. Ι. Α. 1245· πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι Δημ. 351. 17· σ. τινι, τηρῶ σιγὴν [[πρός]] τινα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1134, Λυσ. 530· σ. [[πρός]] τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20· ὑπέρ τινος Τραγικ. παρὰ Πλουτ. 2. 1108Β· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 218Α· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[σιγάω]], ἐν τῇ προστ. σιώπα, [[σιωπή]]! [[ἥσυχα]]! Σοφ. Ἀποσπ. 102, Ἀριστοφ. Λυσ. 530, κτλ. 2) ἐπὶ μελισσῶν, [[ἡσυχάζω]], ἀντίθετον τῷ [[βομβέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 53. ΙΙ. μεταβ., φυλάττω σιωπὴν [[περί]] τινος, τηρῶ τι μυστικόν, δὲν [[λέγω]] τι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1024, Ἀριστοφ. Θεσμ. 27, Ξεν. Συμπ. 6, 10, κτλ.· - Παθητ., τηρεῖταί τι μυστικόν, ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων Ἰσοκρ. 6Ε, κτλ.· τί σιγῶσ’ ὦν σιωπᾶσθαι [[χρεών]]; Εὐρ. Ἴων 432· σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶν Ἀντιφῶν 112, ἐν τέλ.· οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπήσεται Αἰσχίν. 75. 37· [[ταῦτα]] σιωπᾶσθαι συνέφερεν Δημ. 354. 20· ἡ σεσιωπημένη [[ἀλήθεια]] Διον. Ἁλ. 1. 76. - Περὶ τῆς σχέσεως [[αὐτοῦ]] πρὸς τὸ [[σιγάω]], ἴδε ἐν λέξ. [[σιγάω]]. ΙΙΙ. Μέσ., [[κάμνω]] τινὰ σιωπηλόν, [[ἐπιβάλλω]] σιγὴν εἴς τινα, τὰ πλήθη σιωπησάμενος Πολύβ. 18. 29, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[σιωπῶ]], [[σιωπάω]], ΝΜΑ, και [[σωπώ]] Ν, και [[σωπῶ]], [[σωπάω]], ΜΑ<br /><b>(αμτβ.)</b> [[τηρώ]] [[σιωπή]], [[μένω]] [[σιωπηλός]], [[σωπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />δεν ηχώ ή [[παύω]] να ηχώ («η [[καμπάνα]] σιώπησε»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καθίσταμαι [[βουβός]], [[χάνω]] τη [[φωνή]] μου, βουβαίνομαι<br /><b>2.</b> (για μέλισσες) [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]]<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[φυλάγω]] [[κάτι]] [[μυστικό]], το [[αποσιωπώ]] («σιωπᾶν τά γε δίκαι' οὐ χρή ποτε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>σιωπῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />[[επιβάλλω]] [[σιωπή]] σε κάποιον, τον [[κάνω]] να σιωπήσει («ὁ [[κήρυξ]]... σιωπησάμενος τὰ πλήθη», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ σιωπώμενον» — [[κατά]] [[εικασία]], [[κατά]] υποκειμενική [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[σιωπή]], <i>σιωπῶ</i> προέρχονται από [[ονοματοποιία]] και [[είναι]] πιθ. εκφραστικοί τύποι, οι οποίοι έχουν προέλθει από την [[οικογένεια]] τών [[σῖγα]], [[σιγή]], <i>σιγῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σῖγα]]), και, [[κατά]] μία [[άποψη]], όχι ιδιαίτερα πιθανή, έχουν σχηματιστεί με συμφυρμό τών [[σιγή]], <i>σιγῶ</i> με το λατ. <i>sopio</i> «[[κοιμίζω]]»].
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σιωπή]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[silent]] or [[still]], [[keep]] [[silence]], Hdt., [[attic]]; φησὶν σιωπῶν, i. e. his [[silence]] gives [[consent]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[hold]] [[silent]], [[keep]] [[secret]], not to [[speak]] of, Xen., etc.:—Pass. to be kept [[silent]] or [[secret]], σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι [[χρεών]] [[keeping]] [[secret]] things [[which]] [[ought]] to be kept [[secret]], Eur.
|mdlsjtxt=[[σιωπή]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[silent]] or [[still]], [[keep]] [[silence]], Hdt., Attic; φησὶν σιωπῶν, i. e. his [[silence]] gives [[consent]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]] to [[hold]] [[silent]], [[keep]] [[secret]], not to [[speak]] of, Xen., etc.:—Pass. to be kept [[silent]] or [[secret]], σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι [[χρεών]] [[keeping]] [[secret]] things [[which]] [[ought]] to be kept [[secret]], Eur.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
Line 56: Line 56:
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx=Afrikaans: swyg; Albanian: shuj; Arabic: صَمَتَ‎, سَكَتَ‎; Armenian: լռել; Azerbaijani: susmaq; Belarusian: маўчаць; Bulgarian: мълча; Burmese: ဆိတ်; Chinese Mandarin: 緘默, 缄默, 沉默; Czech: mlčet; Danish: tie; Dutch: [[zwijgen]]; Estonian: vaikima; Faroese: tiga; Finnish: vaieta, olla hiljaa; French: [[se taire]]; Georgian: გაჩუმდება; German: [[schweigen]], [[still sein]]; Gothic: 𐌸𐌰𐌷𐌰𐌽; Greek: [[σωπαίνω]]; Ancient Greek: [[σιγάω]]; Greenlandic: nipaappoq; Hebrew: שָׁתַק‎; Hindi: चुप्पी लगाना, चुप रहना, चुप लगाना; Hungarian: hallgat, csendben van, csendben marad; Icelandic: þegja; Irish: tost; Italian: [[tacere]]; Japanese: 黙る, 沈黙する; Kashubian: môłczec; Kazakh: үндемеу, сөйлемеу, айтпау; Korean: 조용히 하다, 침묵하다, 말하지 않다; Kyrgyz: унчукпоо, үндөбөө, сүйлөбөө; Lao: ນິ້ງ, ງຽບ; Latin: [[taceo]]; Latvian: klusēt; Lithuanian: tylėti; Macedonian: молчи, ќути; Middle English: swīen; Mongolian Cyrillic: чимээгүй суух, амаа үдэх; Norwegian Bokmål: tie; Old Church Slavonic Cyrillic: мльчати; Old East Slavic: мълчати; Old English: swīgian; Pashto: چوپېدل‎, خوله نيول‎, غلي کېدل‎, کمڼېدل‎; Persian: خاموش شدن‎, ساکت شدن‎; Polish: milczeć; Portuguese: [[calar-se]]; Romanian: a tăcea; Russian: [[молчать]], [[безмолвствовать]]; Serbo-Croatian Cyrillic: мучати, ћутати, ћутјети; Roman: múčati, ćútati, ćútjeti; Slovak: mlčať; Slovene: molčati; Sorbian Lower Sorbian: mjelcaś; Upper Sorbian: mjelčeć; Spanish: [[callarse]]; Swedish: tiga, vara tyst; Tajik: хомӯш будан, сукут кардан, хомӯш шудан, сукут шудан; Tatar: дәшмәскә; Thai: นิ่ง, เงียบ, เงียบขรึม; Turkish: susmak; Ukrainian: мовчати; Uzbek: sukut qilmoq, jim turmoq; Vietnamese: im lặng, lặng thinh; Welsh: tewi; Yiddish: שווײַגן‎
|trtx====[[be silent]]===
Afrikaans: swyg; Albanian: shuj; Arabic: صَمَتَ‎, سَكَتَ‎; Armenian: լռել; Azerbaijani: susmaq; Belarusian: маўчаць; Bulgarian: мълча; Burmese: ဆိတ်; Chinese Mandarin: 緘默/缄默, 沉默; Czech: mlčet; Danish: tie; Dutch: [[zwijgen]]; Estonian: vaikima; Faroese: tiga; Finnish: vaieta, olla hiljaa; French: [[se taire]]; Georgian: გაჩუმდება; German: [[schweigen]], [[still sein]]; Gothic: 𐌸𐌰𐌷𐌰𐌽; Greek: [[σωπαίνω]]; Ancient Greek: [[ἀκέω]], [[ἀκῶ]], [[ἀποσιγάω]], [[ἀποσιωπάω]], [[διασιωπάω]], [[ἐκσιωπάω]], [[ἠρεμάζω]], [[σιγάω]], [[σιγῶ]], [[σιωπάω]], [[σιωπῶ]], [[στόμα φρουρεῖν]], [[συμμύω]], [[σωπάω]], [[φιμοῦμαι]], [[φρουρεῖν στόμα]]; Greenlandic: nipaappoq; Hebrew: שָׁתַק‎; Hindi: चुप्पी लगाना, चुप रहना, चुप लगाना; Hungarian: hallgat, csendben van, csendben marad; Icelandic: þegja; Irish: tost; Italian: [[tacere]]; Japanese: 黙る, 沈黙する; Kashubian: môłczec; Kazakh: үндемеу, сөйлемеу, айтпау; Korean: 조용히 하다, 침묵하다, 말하지 않다; Kyrgyz: унчукпоо, үндөбөө, сүйлөбөө; Lao: ນິ້ງ, ງຽບ; Latin: [[taceo]]; Latvian: klusēt; Lithuanian: tylėti; Macedonian: молчи, ќути; Middle English: swīen; Mongolian Cyrillic: чимээгүй суух, амаа үдэх; Norwegian Bokmål: tie; Old Church Slavonic Cyrillic: мльчати; Old East Slavic: мълчати; Old English: swīgian; Pashto: چوپېدل‎, خوله نيول‎, غلي کېدل‎, کمڼېدل‎; Persian: خاموش شدن‎, ساکت شدن‎; Polish: milczeć; Portuguese: [[calar-se]]; Romanian: a tăcea; Russian: [[молчать]], [[безмолвствовать]]; Serbo-Croatian Cyrillic: мучати, ћутати, ћутјети; Roman: múčati, ćútati, ćútjeti; Slovak: mlčať; Slovene: molčati; Sorbian Lower Sorbian: mjelcaś; Upper Sorbian: mjelčeć; Spanish: [[callarse]]; Swedish: tiga, vara tyst; Tajik: хомӯш будан, сукут кардан, хомӯш шудан, сукут шудан; Tatar: дәшмәскә; Thai: นิ่ง, เงียบ, เงียบขรึม; Turkish: susmak; Ukrainian: мовчати; Uzbek: sukut qilmoq, jim turmoq; Vietnamese: im lặng, lặng thinh; Welsh: tewi; Yiddish: שווײַגן‎
}}
}}